Το επόμενο χρονικό διάστημα θα κρίνει πολλά σε σχέση με τη μακροημέρευση Ερντογάν στην εξουσία. Οχι ότι δεν παραμένει ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Ωστόσο, το καθεστώς του εμφανίζει σημάδια κόπωσης και συντήρησης ενός νοσηρού κλίματος, με έντονα διχαστικό λόγο. Επακόλουθα, μπορεί μεν ο τούρκος πρόεδρος να περιχαρακώνει ένα σημαντικό τμήμα του λαού, ειδικότερα το πιο συντηρητικό και θρησκευόμενο, από την άλλη, χάνει την επαφή του με τον μισό πληθυσμό, που φαίνεται πως αποστρέφεται τις μεθόδους του και δεν «τσιμπάει» στη συνεχή δαιμονοποίηση των αντιπάλων.
Ο επαναληπτικός γύρος στον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης, αν τελικά επανεκλεγεί ο Ιμάμογλου, θα προκαλέσει σοβαρές ανακατατάξεις για τους ακόλουθους λόγους: α) αποτελεί προπύργιο των Ισλαμιστών από το 1994, β) ο Ερντογάν ξεκίνησε από εκεί τη μετέπειτα νικηφόρα πορεία του και για λόγους πρεστίζ δεν θέλει ενώ βρίσκεται στην προεδρία να την απολέσει, γ) έχει τεράστιο αυτοτελή προϋπολογισμό, ο οποίος δεν υπόκειται σε ουσιαστικό έλεγχο, άρα προσφέρει δυνατότητες διαχείρισης κατά το δοκούν, δ) λόγω της μακράς παρουσίας του AKP στα δημαρχιακά δρώμενα, προφανώς έχουν σπαταληθεί κεφάλαια με τρόπο που καλό είναι να μη γνωστοποιηθεί στην αντιπολίτευση, και ε) μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας διεξάγεται στην ευρύτερη περιφέρεια (άνω του 30% του ΑΕΠ, σχεδόν αντίστοιχο ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής), ενώ και η οικονομική ελίτ επιζητά συνεχείς διαύλους συνεννόησης με τον εκάστοτε δήμαρχο.
Ετσι, για τον τούρκο πρόεδρο, η μάχη της Κωνσταντινούπολης θα δοθεί μέχρις εσχάτων και κόντρα στα προγνωστικά διατηρεί σοβαρές πιθανότητες να την κερδίσει μετερχόμενος διάφορες μεθόδους. Ομως, ακόμη και έτσι, ενδεχόμενη επικράτηση του Γιλντιρίμ έχει ήδη επισκιαστεί από τις μεθοδεύσεις της Ανώτατης Εκλογικής Επιτροπής, ενώ αν ο Ιμάμογλου χειριστεί σωστά την ήττα του κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορεί να αναδειχθεί στο πρόσωπο που στο μέλλον θα κοιτάξει τον Ερντογάν στα μάτια, με την υποστήριξη σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Ηδη, πάντως, η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες αποτέλεσε την αφορμή ώστε πρώην συνοδοιπόροι του τούρκου προέδρου (Γκιουλ, Μπαμπατζάν, Νταβούτογλου) να διαχωρίσουν εμφατικά τη θέση τους από αυτόν.
Οι εβδομάδες που ακολουθούν είναι κρίσιμες και σε δύο «καυτά» μέτωπα, της Συρίας και των S-400. Στη μεν πρώτη, ο Ερντογάν πρέπει περίπου να τετραγωνίσει τον κύκλο: να βρει πεδίο συνεργασίας με τους Αμερικανούς για συνδιαχείριση της κατάστασης σε σημεία ανατολικά του Ευφράτη, ενώ οι πρώτοι εξακολουθούν να στηρίζουν το κουρδικό στοιχείο, και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει το αίτημα της Ρωσίας για αφοπλισμό τζιχαντιστικών ομάδων στο Ιντλίμπ ώστε να αποτρέψει μία συνολική προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης από τις ασαντικές δυνάμεις.
Σε μία τέτοια περίπτωση, ίσως τεθεί εν αμφιβόλω η σχέση Αγκυρας – Μόσχας, εξέλιξη που αν η τελευταία δεν ασκούσε σημαντική επιρροή στα συριακά δρώμενα (άρα και στο κουρδικό ζήτημα) ίσως να μην ήταν στην παρούσα φάση απολύτως απευκταία, υπό την έννοια ότι θα έδινε άλλοθι ακύρωσης της συμφωνίας των S-400, χάριν της αποφυγής επιβολής κυρώσεων από πλευράς Ουάσιγκτον. Ομως, οι σχέσεις Τουρκίας – Ρωσίας προσώρας έχουν μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης απ’ ό,τι οι αντίστοιχες με τις ΗΠΑ. Εξίσου, πάντως, ο Ερντογάν πρέπει να συνυπολογίσει το κόστος τυχόν ρήξης με τον Τραμπ στο ζήτημα των S-400, εφόσον ενεργοποιηθούν οι κυρώσεις από αμερικανικής πλευράς και ενώ η τουρκική οικονομία δοκιμάζεται εν μέσω έντονων αναταράξεων.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι γενικός διευθυντής του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».