Σε μία κίνηση-ματ θα προχωρήσει αύριο το Εργατικό κόμμα, φέρνοντας στη Βουλή των Κοινοτήτων μία διακομματική πρόταση η οποία θα αποτρέψει τον επόμενο πρωθυπουργό των Τόρις από το να προχωρήσει σε ένα Brexit χωρίς συμφωνία.
Το κόμμα των Εργατικών θα έχει αύριο την ευκαιρία να συζητήσει την πρόταση, καθώς είναι η μέρα κατά την οποία η κυβέρνηση επιτρέπει την συζήτηση μίας πρότασης από την αντιπολίτευση.
Εάν εγκριθεί η ψηφοφορία αυτή, οι Εργατικοί θα πάρουν τον έλεγχο ουσιαστικά της κοινοβουλευτικής ατζέντας που θα γίνει στις 25 Ιουνίου, επιτρέποντάς τους να εισάγουν τη σχετική νομοθεσία που θα εμποδίσει την άτακτη έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.
Τη διακομματική πρόταση υπογράφουν ο επικεφαλής των Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν, ο επικεφαλής του Εθνικού κόμματος Σκοτίας στο Ουέστμινστερ, Ιαν Μπλάκφορντ, ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, Βινς Κειμπλ, η επικεφαλής του Plaid της Ουαλίας στο Ουέστμινστερ, Λιζ Ρόμπερτς, ο βουλευτής των Συντηρητικών Όλιβερ Λέτουιν, και η ηγέτης των Πρασίνων Κάρολιν Λούκας.
Οι αντιδράσεις των Τόρις
Η πρόταση των Εργατικών έρχεται σε μία στιγμή όπου η έξοδος χωρίς συμφωνία αποτελεί την βασική διαχωριστική γραμμή στον αγώνα διαδοχής που έχει ξεκινήσει ανάμεσα στους υποψήφιους για την ηγεσία στο Συντηρητικό κόμμα. Την ίδια ώρα, η Επιτροπή 1922 του Συντηρητικού κόμματος έχει ξεκινήσει την πρώτη της προεκλογική διαδικασία με την παρουσίαση σε κλειστό κύκλο των έξι από τους δέκα υποψήφιους διαδόχους της Τερέζα Μέι.
Σύμφωνα με τον σκιώδη υπουργό για το Brexit, Κέιρ Στάρμερ, η συζήτηση για το Brexit στον αγώνα διαδοχής των Τόρις έχει γίνει ενοχλητική και ανεύθυνη, ενώ κανένας από τους υποψήφιους δεν έχει παρουσιάσει κάποιο σχέδιο που να σταματά το αδιέξοδο πριν το τέλος του Οκτωβρίου. Αντίθετα, είπε, υπάρχουν υποψήφιοι που στηρίζουν ανοιχτά την καταστροφική μη συμφωνία και προτείνουν ακόμη την εμπλοκή της βασίλισσας στην πολιτική, ζητώντας της να διακόψει τις εργασίες του κοινοβουλίου για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
Ο Μάικλ Γκόουβ, ο οποίος βρέθηκε προ ημερών στη δίνη ενός πολιτικού σκανδάλου λόγω της χρήσης κοκαΐνης που έκανε στα νιάτα του, τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ του άτακτου Brexit σε σχόλιο του στο Twitter. «Αν και θα προτιμούσα να φύγουμε από την ΕΕ με μία καλύτερη συμφωνία, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μη συμφωνίας. Αν η τελική επιλογή ήταν ανάμεσα σε άτακτο Brexit ή ακύρωση του Brexit, θα προτιμούσα το no deal. Πρέπει να αντισταθούμε στις προσπάθειες των Εργατικών να πάρουν τον έλεγχο της ατζέντας της Βουλής», έγραψε.
While I would prefer to leave the EU with a better deal, we must not rule out no deal. If ultimately it came to a choice between no deal and no Brexit, I would choose no deal. Labour’s plans to seize control of the business of the Commons must be resisted. #ReadytoLead
— Michael Gove (@michaelgove) June 11, 2019
Από την άλλη, ένας άλλος υποψήφιος διάδοχος της Τερέζα Μέι, ο Ρόρι Στιούαρτ, τάχθηκε υπέρ της πρότασης των Εργατικών, δείχνοντας το χάσμα απόψεων που υπάρχει στους Τόρις. «Είμαι παντελώς ενάντια στο no deal. Kανείς δεν θα μπορούσε να περάσει ένα άτακτο Brexit από το Κοινοβούλιο, γιατί εμείς – συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου – θα το σταματούσαμε» είπε κατά την παρουσίαση της υποψηφιότητάς του.
Rory Stewart says his ‘instinct is to be wholly supportive’ of a Labour’s move to legislate against a No Deal, prorogation. Joining Oliver Letwin.
«I am entirely against No Deal and I am entirely against prorogation» >> This will enrage the party.— Beth Rigby (@BethRigby) June 11, 2019
Όχι στην επαναδιαπραγμάτευση του Brexit, διαμηνύουν Γιούνκερ, Μέρκελ και Κομισιόν
Παράλληλα με τις ζυμώσεις στο εσωτερικό της Βρετανίας, η ΕΕ δεν δείχνει διατεθειμένη να αλλάξει τη στάση της απέναντι στο Brexit. Aυτό επιβεβαίωθηκε τόσο από την Κομισιόν – διά του προέδρου της Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και του εκπροσώπου της Μαργαρίτη Σχοινά – όσο και η καγκελάριος της Βρετανίας Άνγκελα Μέρκελ.
«Δεν θα υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση του περιεχομένου της Συμφωνίας Αποχώρησης» στην οποία κατέληξαν πέρσι η ΕΕ και η κυβέρνηση της Μέι, προειδοποίησε για άλλη μια φορά ο Γιούνκερ, σε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε απευθείας από τον ιστότοπο politico.eu. «Δεν πρόκειται για μια συνθήκη μεταξύ της Τερέζας Μέι και του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, είναι μια συνθήκη μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, την οποία θα πρέπει να σεβαστεί ο επόμενος Βρετανός πρωθυπουργός, όποιος και αν είναι», συνέχισε ο Γιούνκερ. «Δεν θα γίνει επαναδιαπραγμάτευση», επέμεινε.
Επαναλαμβάνοντας αυτό που οι Ευρωπαίοι ηγέτες δηλώνουν εδώ και μήνες, ο Γιούνκερ εκτίμησε πάντως ότι μπορεί να υπάρξουν «κάποιες αποσαφηνίσεις, διευκρινίσεις, προσθήκες όσον αφορά την πολιτική διακήρυξη» που θα συνοδεύει τη Συμφωνία Αποχώρησης. Η διακήρυξη αυτή, που δεν αποτελεί μέρος της Συμφωνίας Αποχώρησης, αποτυπώνει το περίγραμμα της μελλοντικής εμπορικής σχέσης μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών.
Το πρωί, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Μαργαρίτης Σχοινάς είχε ήδη προειδοποιήσει ότι «η εκλογή νέου πρωθυπουργού (στη Βρετανία) δεν θα αλλάξει τις παραμέτρους αυτών που βρίσκονται στο τραπέζι».
Ο Γιούνκερ αποκάλυψε ότι τους τελευταίους μήνες είχε την εντύπωση ότι βασική έγνοια της βρετανικής πολιτικής τάξης ήταν «η αντικατάσταση της Τερέζας Μέι και όχι η εξεύρεση μιας διευθέτησης με την ΕΕ».
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και η Άνγκελα Μέρκελ: σύμφωνα με πληροφορίες του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων (dpa), σε κλειστή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), η κυρία Μέρκελ τόνισε ότι «όπως έχουμε δηλώσει, δεν θα υπάρξει περαιτέρω άνοιγμα της συμφωνίας εξόδου», εξέφρασε ωστόσο την πεποίθηση ότι μπορεί να βρεθεί τελικά λύση.
Η ΕΕ επαναλαμβάνει διαρκώς εδώ και πολλούς μήνες ότι δεν πρόκειται να ξαναρχίσει τις διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία Αποχώρησης, την οποία έχουν ήδη απορρίψει τρεις φορές οι Βρετανοί βουλευτές. Ο Μπόρις Τζόνσον από την πλευρά του απειλεί να μην πληρώσει τον «λογαριασμό» του Brexit αν η ΕΕ δεν αποδεχτεί κάποιες καλύτερες προϋποθέσεις. Η Συμφωνία Αποχώρησης δεν αναφέρει το ύψος αυτού του «λογαριασμού» αλλά καθορίζει μόνο τη μέθοδο και τις αρχές με βάση τις οποίες θα καθοριστούν τα ποσά που οφείλονται από το Λονδίνο. Η βρετανική κυβέρνηση εκτιμά ότι το ποσό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 40-45 δισεκατομμυρίων ευρώ.