Σπανίως τα «θερμά επεισόδια» προαναγγέλλονται. Και όμως εάν κανείς κοιτάξει με εξωτερικό βλέμμα τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις τοποθετήσεις άλλων παραγόντων της διεθνούς σκηνής επί του θέματος, περίπου αυτό συμβαίνει τις τελευταίες εβδομάδες.
Αυτό αφορά και τις πληροφορίες ότι μέσα στους επόμενους μήνες η Τουρκία ετοιμάζεται να προχωρήσει πέρα από τις παράνομες ερευνητικές γεωτρήσεις εντός των ορίων της κυπριακής ΑΟΖ σε ανάλογη έρευνα εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και δη αυτής που ορίζεται από το σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι ανακηρυγμένη ΑΟΖ, όμως με βάση το διεθνές δίκαιο η υφαλοκρηπίδα ορίζεται ως κυριαρχικό δικαίωμα εξυπαρχής αν και η χώρα μας ουδέποτε ανακοίνωσε επισήμως πώς την ορίζει γεωγραφικά με την εξαίρεση του Ιονίου όπου υπάρχει συμφωνία χάραξης με την Ιταλία.
Μια τέτοια τουρκική κίνηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ευθεία αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και μάλιστα στη μεγαλύτερη κλίμακα από την εποχή της κρίσης των Ιμίων και θα έφερνε την ελληνική κυβέρνηση αντιμέτωπη με την ανάγκη να πάρει κρίσιμες αποφάσεις.
Γιατί εάν υποθέσουμε ότι η Τουρκία επαναλάβει το μοτίβο της άφιξης του πλοίου-γεωτρύπανου με συνοδεία πολεμικών πλοίων, τότε η ελληνική πλευρά που ούτως ή άλλως και σε προηγούμενες διαδρομές τουρκικών ερευνητικών σκαφών στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είχε στείλει σκάφη του πολεμικού ναυτικού, θα είναι αναγκασμένη επίσης να στείλει πολεμικά πλοία και άρα εάν η Τουρκία δεν υποχωρήσει το ενδεχόμενο πολεμική εμπλοκής θα είναι πολύ πιθανό.
Οι τουρκικές κινήσεις
Όπως έχει αναλυθεί αρκετές φορές, η Τουρκία βρίσκεται σε μια μεταβατική και αντιφατική συνθήκη. Από τη μια, εδώ και χρόνια η Τουρκία της «εποχής Ερντογάν» διεκδίκησε έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, στηριζόμενη στην οικονομική και τη στρατιωτική της ισχύ, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική συναντούσε εμπόδια κυρίως από την πλευρά των ίδιων των ηγεμονικών ευρωπαϊκών χωρών.
Αυτή η προσπάθεια συνάντησε σοβαρά πισωγυρίσματα από τις εξελίξεις στη Συρία όπου η Τουρκία απέτυχε να εξασφαλίσει μια «αλλαγή καθεστώτος», είδε τις ΗΠΑ να αναβαθμίζουν τη σχέση τους με τους Κούρδους και βρέθηκε σε μια άβολη κάποιες φορές συμπόρευση με τη Ρωσία που με τον καιρό πήρε πιο στρατηγικά χαρακτηριστικά.
Κυρίως, όμως, η Τουρκία βρέθηκε σε μια πολύ πιο αντιφατική σχέση με τη Δύση και τις ΗΠΑ. Η αντιπαράθεση με τους S-400 υπερβαίνει κατά πολύ το ερώτημα ότι το συγκεκριμένο οπλικό σύστημα μπορεί να παρακολουθήσει τα άλλα προηγμένα αεροσκάφη του ΝΑΤΟ και τα αντίποινα που αφορούν τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35. Αφορά τις συνολικές διαστάσεις των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Παρότι η Τουρκία δεν έχει δείξει ότι επιθυμεί μια συνολική ρήξη με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, δεν είναι και εύκολο να αποδεχτεί τις αμερικανικές απαιτήσεις ιδίως από τη στιγμή που σε ό,τι αφορά το ίδιο το πεδίο, κυρίως με τη Ρωσία έχει να κάνει.
Σε αυτό το φόντο, τον τελευταίο καιρό η Τουρκία δείχνει να θέλει να υπενθυμίσει όλες τις διεκδικήσεις στην περιοχή. Αυτό είναι ένα μοτίβο που το έχουμε δει κατά καιρούς από τη δεκαετία του 1970 όταν η Τουρκία άρχισε να εμφανίζει «αναθεωρητικές» διεκδικήσεις στο Αιγαίο και όχι μόνο. Τώρα, αυτό επιτείνεται και από το γεγονός ότι το διακύβευμα τώρα δεν αφορά γενικά κυριαρχικά δικαιώματα αλλά την ύπαρξη μεγάλων και εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ν.Α. Μεσόγειο από τα οποία η Τουρκία κινδυνεύει να βρεθεί αποκλεισμένη.
Αυτό εξηγεί γιατί η Τουρκία σε αυτή τη φάση επιλέξει μια πρακτική προβολών ισχύος, με το να υπενθυμίζει όλες τις απαιτήσεις της, να υπάρχουν συχνά «εμπρηστικές δηλώσεις» και με το να δοκιμάζει να κατοχυρώνει έμπρακτα τις θέσεις της, κύρια με τον τρόπο που αμφισβητεί την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ανοιχτή διαπραγμάτευση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ
Όλα αυτά προφανώς και έχουν να κάνουν με μια εν εξελίξει διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ και τον πρόεδρο Τραμπ. Όπως αναφέραμε ήδη ούτε οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να έλθουν σε πλήρη ρήξη με μια χώρα που για μεγάλο διάστημα υπήρξε ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή, ούτε η Τουρκία θέλει να ξεκόψει πλήρως από τη Δύση.
Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι πρόσφατα η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα που εν μέρει απαντάει και στις αιτιάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι η Τουρκία δεν έχει προχωρήσει στον αναγκαίο εκδημοκρατισμό των θεσμών της.
Με αυτή την έννοια, τα όσα συμβαίνουν δεν πρέπει να διαβαστούν μόνο ως μια προαναγγελθείσα ρήξη, αλλά και ως μια ιδιότυπη διαπραγμάτευση. Μόνο που τμήμα τέτοιων διαπραγματεύσεων είναι και η άσκηση πίεσης, για την ακρίβεια η δημιουργία συνθηκών που επιβάλουν στη μία πλευρά, εν προκειμένω στην Τουρκία, να κατανοήσει ότι πρέπει να αλλάξει διαδρομή.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί τόσο συχνά το τελευταίο διάστημα η Τουρκία έχει καταγγείλει το ενδεχόμενο ενός «θερμού επεισοδίου», φτάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να μιλάει για «προβοκάτσια». Αυτό δείχνει ότι στο πλαίσιο μιας αυξημένης καχυποψίας της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στις ΗΠΑ (αλλά απέναντι σε άλλες δυνάμεις με ρόλο στην περιοχή) υπάρχει ο φόβος ότι ένα κλιμακούμενο «θερμό επεισόδιο» με την Ελλάδα θα ήταν ουσιαστικά ένας μοχλός η Τουρκία να αποδεχτεί τους όρους που τους επιβάλλονται ως προς τη συνολικότερη θέση της την περιοχή.
Οι φόβοι αυτοί επιτείνονται από τις πρόσφατες δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων που με σαφήνεια υπερασπίστηκαν τόσο τα νόμιμα δικαιώματα της κυπριακής κυβέρνησης όπως και της ελληνικής πλευράς, όπως και την ενίσχυση των συνεργασιών της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που επιτείνουν την αίσθηση στην Τουρκία ότι διαμορφώνεται ένας σε βάρος της συσχετισμός.
Από την άλλη, εάν υπάρξει μια νέα ισορροπία στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, κάτι που δεν πρέπει να αποκλειστεί αφού παρά τις τρέχουσες δυσκολίες αφορά και μακροπρόθεσμους προσανατολισμούς και των δύο χωρών, τότε είναι εύλογο ότι η συνολικότερη στάση των ΗΠΑ στην περιοχή θα μπορούσε να μην έχει την τρέχουσα σαφήνεια υπέρ των ελληνικών και κυπριακών θέσεων και αυτό θα διαμόρφωνε ένα νέο τοπίο.
Το κόστος ενός «θερμού επεισοδίου» και οι προειδοποιήσεις Σημίτη
Ένα «θερμό επεισόδιο» δεν πρόκειται να είναι απλώς μια στιγμή έντασης. Πιθανώς να μη μιλάμε απλώς για «νέα Ίμια». Εμπλοκή στην ανοιχτή θάλασσα ανάμεσα σε πολεμικά πλοία με μεγάλη δύναμη πυρός και κίνδυνο κλιμάκωσης σημαίνει άλλης κλίμακας κόστος (ξεκινώντας από το κόστος σε ανθρώπινες ζωές), ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για δύο χώρες που πέραν όλων των άλλων στηρίζονται σε σημαντικό βαθμό στην τουριστική βιομηχανία.
Ούτε ισχύει ότι αυτόματα η «διεθνής κοινότητα» (ό,τι και εάν σημαίνει αυτός ο όρος) θα στραφεί υπέρ των θέσεων της μίας ή της άλλης πλευράς, καθώς πάντα η διαχείριση μια τέτοιας κρίσης είναι πιο σύνθετη.
Για την ελληνική πλευρά δεν είναι αυτονόητο ότι θα μπορέσει να κατοχυρώσει μια θέση υπεράσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων, καθώς είναι γνωστό από καιρό ότι ειδικά για την υφαλοκρηπίδα που ορίζεται με βάση το Καστελόριζο μπορεί να συνηγορεί το γράμμα του διεθνούς δικαίου της θάλασσας όμως το πνεύμα που έχει ακολουθηθεί σε ανάλογες διακρατικές διαφορές ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης είναι διαφορετικό. Όπως υπενθύμισε με άρθρο του στην «Καθημερινή» ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης «το Διεθνές Δικαστήριο έχει αποφανθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ένα μικρό νησί δεν έχει δική του υφαλοκρηπίδα εφόσον βρίσκεται κοντά σε έναν “κύριο όγκο ξηράς”. Η υφαλοκρηπίδα ανήκει σε αυτήν την περίπτωση στο κράτος που έχει τον κύριο όγκο ξηράς».
Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι η απλή επένδυση στο ότι σε μια κλιμάκωση θα έχουμε μια σαφή κατίσχυση και ο διεθνής παράγοντας θα σταθεί στο πλάι μας, αποτελεί μάλλον προβολή επιθυμιών παρά δεδομένη κατάσταση. Ιδίως όταν η ελληνική πλευρά επί του συγκεκριμένου θέματος έχει επιλέξει περισσότερο τη γενική διακήρυξη δικαιωμάτων, παρά τη συγκεκριμένη μεθόδευση, δηλαδή διαπραγμάτευση ή / και προσφυγή έναντι αρμοδίων διεθνών οργάνων.
Και αυτό ορίζει την πραγματική δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση και μάλιστα σχετικά σύντομα μετά από την ανάληψη των καθηκόντων της.