Παρά την εξ ανάγκης καταφυγή σε πρόωρες εκλογές, η λεγόμενη «ανανεωτική Αριστερά» πέτυχε κάτι εντυπωσιακό. Άσκησε απρόσκοπτα την εξουσία εν μέσω μνημονιακής λαίλαπας, έχοντας στο μεταξύ διαψεύσει τόσο τις ίδιες τις αριστερές αρχές (οι οποίες πάνω απ’ όλα καθιστούν την ευτέλεια του ακραίου λαϊκισμού ασύμβατη με το γενικότερο αριστερό ήθος) όσο και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και (ανεδαφικές, εν τέλει) υποσχέσεις με τις οποίες είχε αρχικά σαγηνεύσει την ελληνική κοινωνία.
Μία δημοφιλής ερμηνεία της ανεκτικότητας που επέδειξε η κοινωνία αυτή τα περισσότερα από τέσσερα χρόνια αριστερής διακυβέρνησης, κάνει αναφορά στο περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» το οποίο εξ ορισμού, υποτίθεται, φέρει ως αποκλειστικό προνόμιο η ελληνική Αριστερά. Μία ιδέα που η ίδια η Αριστερά προπαγάνδισε συστηματικά και διακίνησε αποτελεσματικά ώστε να εξασφαλίσει την κατά το δυνατόν καλόπιστη αντιμετώπισή της από τους πολίτες.
Η παραπάνω ιδέα σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, καθώς και μετά από αυτόν. Αν, εν τούτοις, θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, θα πρέπει να αναφερόμαστε όχι τόσο στο «ηθικό πλεονέκτημα» των ηττημένων του πολέμου, όσο στο «ηθικό μειονέκτημα» των νικητών. Είναι το δεύτερο που de facto στοιχειοθετεί το πρώτο! Και, για τις ανάγκες μίας ισόρροπης ανάλυσης, θα πρέπει εξίσου να εξετάσουμε και το ηθικό μειονέκτημα των ηττημένων. Αν μη τι άλλο, σε επίπεδο προθέσεων…
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα το 1945. Για την Ελλάδα το τέλος ήρθε λίγο νωρίτερα – οι τελευταίοι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβριο του 1944. Λίγο αργότερα ήρθαν τα «Δεκεμβριανά», προανάκρουσμα του φοβερού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.
Ο Εμφύλιος, κατά τους ιστορικούς, τελείωσε το 1949 με νίκη των δυνάμεων του «αστικού» κοινοβουλευτικού συστήματος (της «Δεξιάς», όπως συνήθως λέγεται) και ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων (της «Αριστεράς», αν και ο όρος έχει σημαντικά διευρυνθεί εννοιολογικά και πολιτικά από τότε).
Αυτά λένε τα επίσημα ιστορικά συγγράμματα. Γιατί, η εμπειρία λέει άλλα: πως ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ! Το αναλλοίωτο πολιτικό λεξιλόγιό του, το οποίο μένει ζωντανό σε πείσμα του χρόνου, το καταδεικνύει. Όπως και το άσβεστο μίσος που άφησαν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές οι εμφυλιοπολεμικές παρατάξεις, οι αυτόκλητοι πολιτικοί κληρονόμοι των οποίων διεκδικούν – κάθε πλευρά για τον εαυτό της – το αποκλειστικό δικαίωμα στην επίκληση της «ηθικής ανωτερότητας».
Το να αναζητά κανείς ηθικά πλεονεκτήματα σε πολιτικούς χώρους που ενεπλάκησαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (ακόμα περισσότερο, αν πρόκειται για εκείνον από τους αντιπάλους που φέρει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ξεκίνημα της σφαγής) φαντάζει οξύμωρο. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται είναι όχι αν η Δεξιά ή η Αριστερά δικαιούται να διεκδικεί το ηθικό πλεονέκτημα στη μετεμφυλιοπολεμική Ιστορία, αλλά σε ποια από τις δύο πλευρές θα πρέπει να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα! Γιατί, η ηθική ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του δικού μας εμφυλίου. Ο οποίος ουσιαστικά δεν ξεκίνησε το 1946 – ούτε καν με τα «Δεκεμβριανά» – αλλά πολύ νωρίτερα, μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής…
Η τιμημένη Εθνική Αντίσταση, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκαν πολιτικές καριέρες – και χάριν της οποίας χορηγήθηκαν εθνικές συντάξεις – δεν ήταν πάντα μία πράξη αυθόρμητου πατριωτισμού και ανιδιοτελούς αυταπάρνησης. Ας δούμε τι γράφει (*) ο έγκριτος Βρετανός ιστορικός και καθηγητής νεοελληνικής Ιστορίας, Richard Clogg, στον οποίο μόνο μεροληψία ή ανθελληνικότητα δεν μπορεί να χρεωθεί:
«Στο τέλος του Ιουνίου 1941, λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα – της επίθεσης του Χίτλερ εναντίον της Ρωσίας – συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να καθορίσει τη γραμμή του κόμματος, τώρα που ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε μετατραπεί σε μεγάλο πατριωτικό πόλεμο για την άμυνα της μητέρας Σοβιετικής Ρωσίας. Η 6η Ολομέλεια αποφάσισε ότι το ουσιαστικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν να οργανωθούν για την άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης και για την αποτίναξη του ξένου φασιστικού ζυγού. Για να επιτύχει αυτός ο σκοπός, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να προσχωρήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941. (…) Η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον πόλεμο ήταν ένας εξίσου σημαντικός στόχος για τους κομμουνιστές, όσο και η αντίσταση ενάντια στον κατακτητή.»
Στον Εμφύλιο διαπράχθηκαν απίστευτες θηριωδίες και από τις δύο πλευρές και καταλύθηκε κάθε έννοια δικαιοσύνης, δημοκρατικού ήθους και ανθρώπινου πολιτισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό ξεκίνησε μία παράταξη που στόχο είχε να παραδώσει τη χώρα στην πιο στυγνή μορφή ολοκληρωτισμού που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα πριν καν ακόμα γνωρίσει την εφιαλτική βαρβαρότητα του ναζισμού. Το ότι τελικά δεν το πέτυχε (πράγμα που ούτως ή άλλως είχαν προδικάσει οι προηγηθείσες μυστικές συνεννοήσεις Τσώρτσιλ – Στάλιν για τις «σφαίρες επιρροής» στα Βαλκάνια) δεν αντανακλά απλά και μόνο το ιστορικό αποτέλεσμα ενός πολέμου αλλά αποτέλεσε, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία μίας εντυπωσιακής αναγέννησης της χώρας. Για το αν οδηγήθηκε, τελικά, σε αποτυχία η «αστική» δημοκρατία, ασφαλώς δεν ευθύνεται το ίδιο το πολίτευμα αλλά ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν οι πάντες, λαός και εξουσία…
Ας πάμε τώρα στους νικητές του Εμφυλίου. Έχουν καταρχήν κατηγορηθεί πως η στρατηγική τους έφερε την «ξενοκρατία» των Άγγλων και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. Αν και αυτό είναι αληθές, αν το δούμε ψυχρά θα διαπιστώσουμε ότι αποτέλεσε αναγκαίο κακό. Ήταν αδύνατο να κερδίσει τον πόλεμο από μόνος του ένας αποδεκατισμένος τακτικός στρατός μιας κατεστραμμένης χώρας, ενάντια σε έναν «μπαρουτοκαπνισμένο» κι ετοιμοπόλεμο, καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο, αλλά και σκληραγωγημένο σε αντίξοες φυσικές συνθήκες, ανταρτικό στρατό. Αν δεχθούμε ότι, για τη σωτηρία της χώρας από την ολοκληρωτική απειλή, ισχύει το δόγμα πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το ζήτημα της ξενοκρατίας θα πρέπει, τουλάχιστον για την ιστορική εκείνη περίοδο, να αποδαιμονοποιηθεί.
Όμως, υπάρχουν κάποια μέσα που δεν θα μπορούσαν να καθαγιαστούν, όσο ιερό και αν θεωρήσει κάποιος τον σκοπό. Για να φτάσει στη νίκη και, κυρίως, για να εδραιώσει στη συνέχεια την κυριαρχία της, η «αστική» παράταξη επιστράτευσε, μεταξύ άλλων, μερικά από τα χειρότερα κοινωνικά στοιχεία της περιόδου της Κατοχής, κάποιους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή επειδή έβλεπαν τον κομμουνισμό σαν μεγαλύτερη απειλή από τον ναζισμό! Τα άτομα αυτά όχι μόνο συγχωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους και γλίτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά συχνά βρέθηκαν να κατέχουν και σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Αντιγράφω και πάλι από τον Clogg:
«Μια από τις πιο απεχθείς πλευρές αυτής της νομοθεσίας ‘περί εκτάκτου ανάγκης’ ήταν η εμμονή σε ένα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων για την απόκτηση θέσης στο δημόσιο, για δίπλωμα οδηγού, για διαβατήριο και για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Αυτά τα πιστοποιητικά τα χορηγούσε η αστυνομία, που δημιούργησε ένα μεγάλο σύστημα φακέλων όπου ήταν καταγεγραμμένα τα πραγματικά ή υποτιθέμενα πολιτικά φρονήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Μερικοί από τους υπεύθυνους για την εφαρμογή αυτού του καταπιεστικού συστήματος είχαν αμφίβολο παρελθόν συνεργασίας με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.»
Όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα, το ήθος του νικητή κρίνεται από τη στάση του απέναντι στον ηττημένο. Τα στρατοδικεία, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις, αλλά και το παρακράτος – χωροφύλακας που αφέθηκε να θεριέψει (κυρίως στην περιφέρεια), παραπέμπουν στις χειρότερες δικτατορίες που γνώρισε ο εικοστός αιώνας. Και η Μακρόνησος, αυτό το μικρό «ελληνικό Άουσβιτς», θα συμβολίζει πάντα την οριστική απώλεια του δικαιώματος της Δεξιάς να επικαλείται ένα κάποιο δικό της «ηθικό πλεονέκτημα» μετά τον Εμφύλιο. Η πρόσφατη απομάκρυνση από τους κόλπους της σύγχρονης δεξιάς παράταξης, κάποιων αμετανόητων απογόνων των βασανιστών του ιστορικού εκείνου κολαστηρίου, σίγουρα καταγράφεται ως θετικό δείγμα γραφής για τον πολιτικό αυτό χώρο…
Εν κατακλείδι, το ερώτημα που θα πρέπει να τίθεται δεν είναι το ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα σε έναν εμφύλιο που ως τα σήμερα (έστω με άλλους τρόπους) καλά κρατεί, αλλά το ποιος θα πρέπει, τελικά, να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα. Θα απογοητεύσω, ίσως, τον αναγνώστη μη δίνοντας απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ομολογώ όμως πως ούτε κι εγώ την έχω βρει ακόμα…
(*) Richard Clogg, “A Short History of Modern Greece” (Cambridge University Press, 1979). Ελληνική έκδοση: «Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας» (Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1984).