Επενδύσεις – επενδύσεις – επενδύσεις. Αυτό είναι το τρίπτυχο της επιτυχίας για την ελληνική οικονομία, για να βγει από την κρίση, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα.
Σε νέα παρέμβασή του, με ομιλία που έδωσε στο 2nd InvestGR Forum 2019: Foreign Investments in Greece, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι:
«Η ελληνική οικονομία από το 2010 μέχρι σήμερα έχει επιτύχει μια άνευ προηγουμένου διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας και την αναδιάρθρωση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού της συστήματος, ενώ η οικονομική ανάκαμψη έχει ήδη ξεκινήσει, αν και οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν υποτονικοί. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, ενώ σημαντικοί κίνδυνοι προέρχονται τόσο από το εσωτερικό περιβάλλον που σχετίζονται με την οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή και την ακύρωσή τους, όσο και από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων.
Προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλιστεί η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, απαιτείται προώθηση και όχι αναστολή και κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα.
Κάτι τέτοιο θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα υποβοηθήσει τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, εξωστρεφές πρότυπο, με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Το επενδυτικό κενό μπορεί στην περίπτωση αυτή να καλυφθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και με ρεαλιστικούς ρυθμούς επενδύσεων, εφόσον οι επενδύσεις επικεντρωθούν στους πλέον παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας. Για το σκοπό αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη στο προσεχές διάστημα να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις καθώς αυτές ενθαρρύνουν την ανάληψη πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων.
Αναλυτικά η ομιλία του:
Η παρέμβασή μου σήμερα έχει ως κεντρικό θέμα την αναγκαιότητα αύξησης των επενδύσεων για την επιτάχυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Αρχικά, θα αναφερθώ στις εξελίξεις και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια θα επισημάνω τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία. Τέλος, θα υπογραμμίσω τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων και την ολοκλήρωση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές πρότυπο.
1. Η πρόοδος που έχει πραγματοποιηθεί από την αρχή της κρίσης του δημοσίου χρέους μέχρι σήμερα
Από την αρχή της κρίσης το 2010 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα εφάρμοσε τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Παρά τις καθυστερήσεις και συχνές οπισθοδρομήσεις, κατάφερε τελικά να εξαλείψει το δημοσιονομικό έλλειμμα, να περιορίσει δραστικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας και να αυξήσει σημαντικά την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης, από έλλειμμα ύψους 15,1% του ΑΕΠ το 2009, κατέγραψε, για τρίτη χρονιά, πλεόνασμα το 2018 (1,1% του ΑΕΠ). Το πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ (δηλ. το αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης χωρίς τις δαπάνες για τόκους) έχει βελτιωθεί κατά περισσότερο από 14 ποσοστιαίες μονάδες από το 2009 (τότε ήταν έλλειμμα 10,1% του ΑΕΠ), και καταγράφει πλεόνασμα τα 3 τελευταία χρόνια. Το 2018, το πρωτογενές αποτέλεσμα (σε όρους ενισχυμένης εποπτείας) διαμορφώθηκε στο 4,3% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ. Για το 2019 η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συρρικνώθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα.
Η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας αποκαταστάθηκε πλήρως, ενώ η ανταγωνιστικότητα σε όρους τιμών έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2009.
Εφαρμόστηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν στο ασφαλιστικό σύστημα, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο.
Αναδιαρθρώθηκε δραστικά και ανακεφαλαιοποιήθηκε το τραπεζικό σύστημα.
Ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν καθοριστικός για την αναδιάρθρωση και την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος καθώς και για την ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησής του. Σήμερα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα και οι προβλέψεις τους είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση δυνητικών πιστωτικών κινδύνων. Επίσης, οι τράπεζες έχουν βελτιώσει τη ρευστότητά τους καθώς έχουν επανακτήσει την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά, ενώ και οι τραπεζικές καταθέσεις παρουσιάζουν αυξητική τάση ως αποτέλεσμα της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας και της σταδιακής ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού προς το τραπεζικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων παρουσιάζει θετικούς ετήσιους ρυθμούς μεταβολής τους πρώτους μήνες του 2019, ενώ η χρηματοδότηση των νοικοκυριών συνεχίζει να κινείται με αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής.
Ωστόσο, το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), που είναι η μεγαλύτερη αρνητική κληρονομιά της κρίσης μαζί με το υψηλό δημόσιο χρέος, παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί. Ειδικότερα, ενισχύθηκε το εποπτικό πλαίσιο και καθορίστηκαν επιχειρησιακοί στόχοι για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Προωθήθηκε η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Κατέστη δυνατή η άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι ενέργειες αυτές άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν σε 80,0 δισεκ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου του 2019, μειωμένα κατά 27,2 δισεκ. ευρώ από το ανώτατο επίπεδό τους το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμεινε υψηλός, στο 45,2% το Μάρτιο του 2019.
Ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν από την αρχή της κρίσης και της προσπάθειας των επιχειρήσεων να αντισταθμίσουν την πτώση της εγχώριας ζήτησης εξάγοντας σε νέες αγορές, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 36% το 2018. Η βελτίωση αυτή προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, κυρίως αγαθών και δευτερευόντως υπηρεσιών. Στο ίδιο διάστημα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένου του τομέα της ναυτιλίας, αυξήθηκαν κατά 60% σε πραγματικούς όρους, ξεπερνώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών της ευρωζώνης.
Η πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με αυτή των μη εμπορεύσιμων αυξήθηκε σωρευτικά κατά 14% περίπου την περίοδο 2010-2017. Η αναπροσαρμογή της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων υποβοηθήθηκε από την αύξηση των σχετικών τιμών και των περιθωρίων καθαρού κέρδους των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την τελευταία οκταετία είχαν ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας από 27,8% στο τέλος του 2013 σε 18,7% το τέταρτο τρίμηνο του 2018.
2. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις
Παρά την έως τώρα πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην έκθεσή της για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο του 2019, επισημαίνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα είναι ακόλουθες:
· Το πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, καθώς οι χρηματοδοτικοί πόροι παραμένουν παγιδευμένοι σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.
· Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα όμως βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018) δημιουργεί αβεβαιότητα για την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
· Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων σε μια παρατεταμένη περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ακόμα πιο έντονη όταν συνοδεύεται από πολύ υψηλή φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση), η οποία αποθαρρύνει την εργασία και τις επενδύσεις και αυξάνει τον άτυπο τομέα της οικονομίας.
· Η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
· Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητες, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
· Η γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού και κατ’ επέκταση σε χαμηλότερους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης. Η δημογραφική κρίση αυξάνει τους κινδύνους για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών.
· Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα για το 2018 κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού αναλφαβητισμού.
· Η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση, οι δημογραφικές αλλαγές και η κλιματική αλλαγή επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας όλων των χωρών, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Οι αλλαγές που προωθούν οι παγκόσμιες αυτές τάσεις δημιουργούν νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και τις κοινωνικές ανισότητες. Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει μέσω της κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής για να διασφαλίζει την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες. Σύμφωνα όμως με έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΟΣΑ[1] σε 22.000 πολίτες 21 χωρών το 2018, όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους, πάνω από το 80% των Ελλήνων γονέων (έναντι μέσου όρου στον ΟΟΣΑ λίγο πάνω από 60%) θεωρεί ότι για το ύψος των φόρων και εισφορών που πληρώνει δεν λαμβάνει δημόσιες υπηρεσίες που να το ικανοποιεί. Σύμφωνα με άλλη έκθεση του ΟΟΣΑ[2], η φορολογική επιβάρυνση των άγαμων και έγγαμων εργαζομένων με παιδιά στην Ελλάδα ήταν μια από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ το 2018. Επιπλέον, οι κοινωνικές παροχές και οι φορολογικές διευκολύνσεις δεν περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη φορολογική επιβάρυνση για μια τετραμελή οικογένεια με 2 παιδιά και ένα εργαζόμενο μέλος σε σχέση με τον άγαμο στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.[3] Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι, ενώ η μέση ελληνική οικογένεια αντιμετωπίζει μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση, απολαμβάνει λιγότερο ικανοποιητικές κοινωνικές παροχές σε σχέση με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
· Οι δικαστικές αποφάσεις, που ενδέχεται να επιβαρύνουν σημαντικά τις δημοσιονομικές εξελίξεις.
· Τέλος, οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αποθέματος κεφαλαίου της οικονομίας, ενώ και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.
3. Επενδύσεις και επιχειρηματικό περιβάλλον
Αναλυτικότερα, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) μειώθηκε από 26% του ΑΕΠ το 2007 σε 11,1% του ΑΕΠ το 2018. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής (10,1 από τις 14,9 ποσοστιαίες μονάδες) οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων σε κατοικίες, η οποίες από 10,8% του ΑΕΠ το 2007 διαμορφώθηκαν σε 0,7% του ΑΕΠ το 2018. Οι υπόλοιπες επενδυτικές κατηγορίες που αφορούν τον ιδιωτικό τομέα παρουσίασαν μικρότερη μείωση, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν σε 7,4% του ΑΕΠ το 2018 έναντι 10,3% το 2007. Αρνητική όμως ήταν και η συμβολή των δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες υποχώρησαν σε 3,0% του ΑΕΠ το 2018 από 4,9% το 2007.
Εάν αφαιρέσουμε τις αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου, οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου παραμένουν αρνητικές από το 2011. Συγκεκριμένα, το 2018, οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ανέρχονταν σε περίπου -8,8 δισεκ. ευρώ ή -4,8% του ονομαστικού ΑΕΠ. Η μείωση στο απόθεμα κεφαλαίου οφείλεται κατά κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, με αποτέλεσμα το 2018 οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα να ανέρχονται σε περίπου -7,8 δισεκ. ευρώ ή -4,2% του ονομαστικού ΑΕΠ. Αρνητική είναι όμως και η συμβολή του δημόσιου τομέα το 2018, με αποτέλεσμα το 2018 οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να διαμορφωθούν σε περίπου -1,0 δισεκ. ευρώ ή -0,5% του ονομαστικού ΑΕΠ.
Για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και συνεπώς το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε θετικές καθαρές επενδύσεις. Σύμφωνα με τις πρόσφατες εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρά τη σημαντική πρόβλεψη για άνοδο του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου το 2019 και το 2020, οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου προβλέπεται να παραμείνουν αρνητικές τα επόμενα δύο χρόνια, εξαιτίας των αρνητικών καθαρών επενδύσεων στον ιδιωτικό τομέα. Ενδεικτικά, προκειμένου να μην υπάρξει μείωση στο καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου της οικονομίας το 2019 και το 2020, θα έπρεπε ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (σε σταθερές τιμές 2010) να είναι υψηλότερος κατά 28,5% και 15%, αντίστοιχα, το 2019 και το 2020 σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις της Επιτροπής.[4] Αυτό συνεπάγεται ότι οι επενδύσεις το 2019 θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 41,6% έναντι 10,1% που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές προβλέψεις του 2019.
Αναμφισβήτητα, η πολυετής ύφεση αφήνει ένα εξαιρετικά μεγάλο επενδυτικό κενό στην ελληνική οικονομία. Πρόσφατες εκτιμήσεις του ΣΕΒ ανεβάζουν το επενδυτικό κενό στα 100 δισεκ. ευρώ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος[5], το επενδυτικό κενό είναι ελαφρώς χαμηλότερο και συνεπώς μπορεί να καλυφθεί ταχύτερα. Ειδικότερα, το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας (σε σταθερές τιμές 2010) υποχώρησε κατά 67,4 δισεκ. ευρώ μεταξύ 2010-2016, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 622,2 δισεκ. ευρώ το 2016. Οι κατοικίες αποτελούν πάνω από το 50% του κεφαλαιακού αποθέματος. Αφαιρώντας την επίδραση της πτώσης του κεφαλαιακού αποθέματος των κατοικιών, το οποίο υποχώρησε κατά 38,7 δισεκ. ευρώ την περίοδο 2010-2016, το παραγωγικό καθαρό απόθεμα της οικονομίας υποχώρησε κατά 28,7 δισεκ. ευρώ και διαμορφώθηκε σε 307,2 δισεκ. ευρώ το 2016. Το κεφαλαιακό απόθεμα ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, την περίοδο 2010-2016, καταγράφει μείωση στην πλειοψηφία των κλάδων. Ωστόσο, τέσσερις κλάδοι παρουσιάζουν αύξηση: οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (28,1%), οι λοιπές δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών (22,8%), τα ορυχεία-λατομεία (7,9%) και η μεταποίηση (6,8%), που οφείλεται όμως στην ενίσχυση του κεφαλαιακού αποθέματος των άλλων κατασκευών (εκτός κατοικιών).
Βάσει των εκτιμήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, για να φθάσει το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα την επόμενη δεκαετία στα επίπεδα του 2010, θα χρειαστεί μία αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές κατά περίπου 10% ετησίως μέχρι το 2029, εφόσον διατηρηθεί το υπάρχον μίγμα επενδύσεων. Αν εξαιρέσουμε τις επενδύσεις σε κατοικίες, τότε για να αποκατασταθεί το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα εκτός κατοικιών στα επίπεδα του 2010, θα χρειαστεί μία αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου (πλην κατοικιών) κατά περίπου 5% ετησίως μέχρι το 2029. Εκτιμάται ότι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων της τάξης του 5% ετησίως για την επόμενη δεκαετία είναι μεν υψηλοί, αλλά εφικτοί για την ελληνική οικονομία με βάση την ιστορική εμπειρία, και εφ’ όσον βεβαίως υιοθετηθεί η κατάλληλη πολιτική.
Συνεπώς, για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό σε εύλογο χρονικό διάστημα και με πιο ρεαλιστικούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων, οι επενδύσεις πρέπει στο εξής να επικεντρωθούν στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές δραστηριότητες, ώστε να αποφευχθούν τα λεγόμενα “φαινόμενα υστέρησης” (σύμφωνα με τα οποία η ύφεση που προηγήθηκε απαξιώνει το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας σε μόνιμη βάση). Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Enterprise Greece, μπορεί να υπάρξει επιτάχυνση των επενδύσεων έως το 2023, καθώς περισσότερα από 80 μεγάλα έργα υποδομής βρίσκονται είτε υπό διαγωνισμό για την υποβολή προσφορών είτε σε φάση υλοποίησης έως το 2023, με συνολικό προϋπολογισμό άνω των 20 δισεκ. ευρώ. Σύμφωνα με τον Οργανισμό αυτόν, οι τομείς των μεταφορών και της ενέργειας αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% των έργων, ενώ οι επενδύσεις σε διαχείριση αποβλήτων/λυμάτων και υδροδότηση αντιπροσωπεύουν το 5%.
Χωρίς να αγνοήσουμε τις συνέπειες της σχετικά χαμηλής εγχώριας ζήτησης και τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικά υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού σε σύγκριση με αυτά που επικρατούν στις λοιπές χώρες-μέλη της ευρωζώνης και εμποδίζουν τις νέες επενδύσεις, το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τις επενδύσεις. Αυτό οφείλεται στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, στην εκτεταμένη γραφειοκρατία, στην ύπαρξη εμποδίων και προσκομμάτων που αποδεδειγμένα παρεμποδίζουν την υλοποίηση επενδύσεων και, εν τέλει, επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα, καθώς και στις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα εκτός των τιμών, η λεγόμενη «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα», δεν είναι μόνο χαμηλή σε σύγκριση με τους ευρωπαίους εταίρους, αλλά στην πραγματικότητα υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν της Παγκόσμιας Τράπεζας (2018), το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (2018), αλλά και με βάση την παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2019 του IMD World Competitiveness Center.
4. Η Ελλάδα αποτελεί δυνητικά έναν ιδιαίτερα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό
Η Ελλάδα αποτελεί δυνητικά έναν ιδιαίτερα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ έχει ως συνέπεια οι επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ελλάδα να επωφελούνται από ένα περιβάλλον ασφάλειας, να έχουν πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ και να απολαμβάνουν τα οφέλη της οικονομικής και νομισματικής σταθερότητας.
Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από την αρχή της κρίσης διόρθωσαν αρκετά από τα προβλήματα του παρελθόντος και συνέβαλαν στην αύξηση της ευελιξίας των αγορών και της εξωστρέφειας. Οι πολιτικές δυνάμεις με ευρωπαϊκό προσανατολισμό κατανοούν πολύ περισσότερο σήμερα την ανάγκη της εφαρμογής των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ευημερήσει η χώρα στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Το Ελληνικό Δημόσιο διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία, η οποία είναι διαθέσιμη για αξιοποίηση από ιδιώτες επενδυτές στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ή και άλλων συνεργασιών. Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Ελλάδας είναι η γεωγραφική της θέση, καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Συνεπώς, η Ελλάδα παρέχει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στον τουρισμό, στην ενέργεια, στην εφοδιαστική αλυσίδα, στα δίκτυα, στη ναυτιλία, στο εμπόριο, στη φαρμακευτική βιομηχανία, στη μεταποίηση, στον κλάδο των ορυχείων και των λατομείων.
Σύμφωνα με έρευνα του IMD World Competitiveness Center για το 2019, η Ελλάδα αποτελεί ελκυστικό προορισμό επενδύσεων, κατά πρώτο λόγο, καθώς έχει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και ανταγωνιστικότητα κόστους και, κατά δεύτερο λόγο, καθώς έχει αξιόπιστες υποδομές και χαρακτηρίζεται συνολικά ως μια οικονομία με ανοικτή και θετική στάση.
5. Οι προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές πρότυπο
Ωστόσο, παρά τα πλεονεκτήματα που έχει η Ελλάδα, οι προκλήσεις που προανέφερα παραμένουν, μεταξύ των οποίων και το μεγάλο επενδυτικό κενό. Η οικονομική πολιτική την επόμενη περίοδο θα πρέπει να επικεντρωθεί σε πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και έχουν ως στόχο τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, με κύριο μέσο τις επενδύσεις.
Κατ’ αρχήν, απαιτείται δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), με ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, οι τραπεζικές πιστώσεις δεν αναμένεται να αυξηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιτευχθεί σημαντική αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων. Συνεπώς είναι ανάγκη:
Πρώτον, να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Δηλαδή, θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές και η εναλλακτική χρηματοδότηση (π.χ. τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες οµολογίες κ.λπ.). Σημαντική ώθηση στις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης μπορεί να δοθεί μεσοπρόθεσμα και από την υλοποίηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δεύτερον, θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων. Θα πρέπει να επιταχυνθεί η εκτέλεση των έργων, ώστε να επωφεληθεί η πραγματική οικονομία.
Τρίτον και σημαντικότερο, δεδομένου ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί να καλύψει τις αναγκαίες επενδύσεις προκειμένου να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, είναι επιτακτική η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων έφθασαν τα 3,6 δισεκ. το 2018, συνεχίζοντας έτσι την ανοδική τάση που ξεκίνησε το 2016 (2,5 δισεκ. ευρώ) και το 2017 (3,2 δισεκ. ευρώ). Οι αυξημένες εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων τα τελευταία τρία χρόνια υποδηλώνουν ότι σημαντικοί ξένοι επενδυτές διαβλέπουν θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Εκτιμάται ότι μια κατάλληλα εστιασμένη πολιτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων μπορεί να αυξήσει σημαντικά τις επενδυτικές ροές.
Για να προσελκύσει η χώρα περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες ενεργοποιούν και πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις, και να δοθεί έμφαση στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού, ρυθμιστικού και θεσμικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Θα πρέπει επίσης να ισχυροποιηθεί η ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών και να ενισχυθεί το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία οι χώρες με ισχυρούς, ανεξάρτητους θεσμούς και ισχυρό κράτος δικαίου που εμπνέει σεβασμό επιτυγχάνουν υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, καθώς διευκολύνουν τις επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι παρεμβάσεις στην Δημόσια Διοίκηση, στην λειτουργία των Ανεξάρτητων Θεσμών και ιδιαίτερα στην Δικαιοσύνη δεν συνάδουν με ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου, και λειτουργούν αποτρεπτικά και για τις επενδύσεις.
Παράλληλα, είναι καταλυτικής σημασίας όχι μόνο να μην σημειώνεται οπισθοδρόμηση και να ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά να ενισχύονται εκείνες που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει τα κίνητρα για καινοτομία και νέες επενδύσεις, οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα και απασχόληση και βελτιώνει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Επίσης, θα πρέπει να ενισχυθεί το «τρίγωνο της γνώσης», δηλαδή η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία. Αυτό θα συμβάλει στην ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης, στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, στην αύξηση του αποθέματος γνώσης και παραγωγικού κεφαλαίου μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων, στην ανάπτυξη εξωστρεφών κλάδων και στην προώθηση της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη αυτονομία στο δημόσιο σχολείο και στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Επιπλέον, σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και η οικονομική πολιτική να υιοθετήσει ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.
Η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το σενάριο βάσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ότι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα πρόσθετα έσοδα από τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην αγορά ομολόγων είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, με σημαντική μείωση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Εφόσον συνεχιστούν (κάτι το οποίο απαιτεί την άσκηση μίας συνεπούς οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη δημοσιονομική υπευθυνότητα σε συνδυασμό με την τήρηση όλων των προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν για την εδραίωση ενός εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου) το επιχείρημα αυτό ενισχύεται.
Είναι τέλος αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, στη βελτίωση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω μιας σύγχρονης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης, στην αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και στην εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλες τις επιχειρήσεις και φορείς της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου τομέα γενικότερα, από ένα μέγεθος και πάνω. Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα αριστοποιούν το σύνολο των εθνικών πόρων, δηλαδή το άθροισμα των δημόσιων και ιδιωτικών, και προσφέρουν λύσεις ακόμα και σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση και η υγεία, αυξάνοντας και όχι μειώνοντας τους διαθέσιμους πόρους για τους πολίτες και βελτιώνοντας το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ευρωπαϊκές χώρες με ιδιαίτερα ενισχυμένο κράτος ευημερίας, όπως οι Σκανδιναβικές, είναι αυτές που κατ’ εξοχήν βρίσκουν εφαρμογή τέτοια σχήματα στην κοινωνική ασφάλιση και στην υγεία, όπου οι ιδιωτικοί πόροι συμπληρώνουν τους δημόσιους και ο ιδιωτικός τομέας εποπτεύεται, ελέγχεται και αδειοδοτείται από το δημόσιο για παρόμοιες δραστηριότητες.