«Για το 2019, η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ», με βάση τη συμφωνία της Αθήνας με τους δανειστές, είπε ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του στο 2nd InvestGR Forum με θέμα τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, επιμένοντας στην ανάγκη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα έως το 2022.
Ειδικότερα ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ως βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να αυξηθούν οι επενδύσεις και η ανάπτυξη τη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 σε συνενόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους, και την υιοθέτηση ενός μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Παράλληλα υπογράμμισε την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση και όχι αναστολή και κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα.
Μιλώντας στο συνέδριο για τις άμεσες ξένες επενδύσεις (2nd InvestGR Forum 2019: Foreign Investments in Greece) επεσήμανε ότι η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το σενάριο βάσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ότι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα.
Προυποθέση για την αύξηση των επενδύσεων αποτελεί ακόμη η μείωση των κόκκινων δανείων. Οπως ανέφερε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν σε 80 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου του 2019, μειωμένα κατά 27,2 δισ. ευρώ από το ανώτατο επίπεδό τους το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμεινε υψηλός, στο 45,2% το Μάρτιο του 2019.
Ο κ. Στουρνάρας διαπίστωσε ότι οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αποθέματος κεφαλαίου της οικονομίας, ενώ και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Οπως εξήγησε οι επενδύσεις το 2019 θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 41,6% έναντι 10,1% που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές προβλέψεις του 2019. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) μειώθηκε από 26% του ΑΕΠ το 2007 σε 11,1% του ΑΕΠ το 2018.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής (10,1 από τις 14,9 ποσοστιαίες μονάδες) οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων σε κατοικίες, η οποίες από 10,8% του ΑΕΠ το 2007 διαμορφώθηκαν σε 0,7% του ΑΕΠ το 2018.
Οπως ανέφερε ο ιδιος οι εκτιμήσεις του ΣΕΒ ανεβάζουν το επενδυτικό κενό στα 100 δισ. ευρώ. Ωστόσο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, το επενδυτικό κενό είναι ελαφρώς χαμηλότερο και συνεπώς μπορεί να καλυφθεί ταχύτερα.
Οι σημαντικότερες προκλήσεις
Παρά την έως τώρα πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ.
Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην έκθεσή της για το ευρωπαϊκό εξάμηνο του 2019, επισημαίνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα είναι ακόλουθες:
Το πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, καθώς οι χρηματοδοτικοί πόροι παραμένουν παγιδευμένοι σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.
Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα όμως βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018) δημιουργεί αβεβαιότητα για την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων σε μια παρατεταμένη περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ακόμα πιο έντονη όταν συνοδεύεται από πολύ υψηλή φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση), η οποία αποθαρρύνει την εργασία και τις επενδύσεις και αυξάνει τον άτυπο τομέα της οικονομίας.
Η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδος και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητες, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού και κατ’ επέκταση σε χαμηλότερους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης. Η δημογραφική κρίση αυξάνει τους κινδύνους για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών.
Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα για το 2018 κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των 28 χωρών της Ε.Ε., γεγονός που υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού αναλφαβητισμού.
Η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση, οι δημογραφικές αλλαγές και η κλιματική αλλαγή επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας όλων των χωρών, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Οι αλλαγές που προωθούν οι παγκόσμιες αυτές τάσεις δημιουργούν νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και τις κοινωνικές ανισότητες.
Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει μέσω της κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής για να διασφαλίζει την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες.
Σύμφωνα όμως με έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΟΣΑ σε 22.000 πολίτες 21 χωρών το 2018, όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους, πάνω από το 80% των Ελλήνων γονέων (έναντι μέσου όρου στον ΟΟΣΑ λίγο πάνω από 60%) θεωρεί ότι για το ύψος των φόρων και εισφορών που πληρώνει δεν λαμβάνει δημόσιες υπηρεσίες που να το ικανοποιεί.
Σύμφωνα με άλλη έκθεση του ΟΟΣΑ, η φορολογική επιβάρυνση των άγαμων και έγγαμων εργαζομένων με παιδιά στην Ελλάδα ήταν μια από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ το 2018. Επιπλέον, οι κοινωνικές παροχές και οι φορολογικές διευκολύνσεις δεν περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη φορολογική επιβάρυνση για μια τετραμελή οικογένεια με 2 παιδιά και ένα εργαζόμενο μέλος σε σχέση με τον άγαμο στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι, ενώ η μέση ελληνική οικογένεια αντιμετωπίζει μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση, απολαμβάνει λιγότερο ικανοποιητικές κοινωνικές παροχές σε σχέση με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Οι δικαστικές αποφάσεις, που ενδέχεται να επιβαρύνουν σημαντικά τις δημοσιονομικές εξελίξεις.
Τέλος, οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αποθέματος κεφαλαίου της οικονομίας, ενώ και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.