Οι χθεσινές δηλώσεις του πρωθυπουργού έξω από το Μέγαρο Μαξίμου αποτέλεσαν με έναν τρόπο το εναρκτήριο λάκτισμα της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, έστω και εάν αυτή έχει ξεκινήσει αρκετό καιρό πριν από τις ευρωεκλογές.
Ο πρωθυπουργός επέλεξε σε αυτή τη δήλωση να δώσει μια πρόγευση από την τόνο που θα κυριαρχήσει στην προεκλογική εκστρατεία. Έναν τόνο που θα είναι έντονα πολωτικός και θα στηρίζεται στη διαρκή επίκληση του κινδύνου να επιστρέψει η Νέα Δημοκρατία και άρα «να ξαναγυρίσουμε πίσω στις μαύρες μέρες του 2012, του 2013, του 2014. Στις σκληρές πολιτικές των μνημονίων και τις λιτότητας».
Αφορμή για τη δήλωση αυτή η έκθεση της Κομισιόν με το πλήθος από «καμπανάκια» για τον κίνδυνο να μην επιτευχθούν οι συμφωνημένοι δημοσιονομικοί στόχοι. Για τον πρωθυπουργό –που μέχρι τώρα επαιρόταν για το επίπεδο συνεργασίας που είχε πετύχει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και διαφήμιζε τα εύσημα που έλαβε και για τη Συμφωνία των Πρεσπών και για την τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων– η έκθεση της Κομισιόν αντανακλούσε τις θέσεις «ακραίων συντηρητικών κύκλων στις Βρυξέλες» που θέλουν να θέλουν να θέσουν επί τάπητος «επιτακτικά, ξανά, πολιτικές λιτότητας, ακόμα και απολύσεις».
Σε αυτό το πλαίσιο, η κριτική που έκανε στον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν ιδιαίτερα σκληρή, καθώς τον κατηγόρησε εμμέσως πλην σαφώς ότι με τις δηλώσεις του ανοίγει το δρόμο για απολύσεις ξανά στο δημόσιο, επισημαίνοντας ανάμεσα στα άλλα ότι «ο Μητσοτάκης επιμένει διαρκώς να μιλά για την ανάγκη επιστροφής στο Δημόσιο για παράδειγμα στο 1:5, στη μια πρόσληψη για πέντε αποχωρήσεις, ενώ, ήδη εμείς έχουμε κατακτήσει με σκληρές διαπραγματεύσεις και έχουμε πετύχει το 1:1».
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλέγει τη στρατηγική της πόλωσης
Ο τόνος του πρωθυπουργού δείχνει πώς θα κινηθεί και συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική εκστρατεία. Ουσιαστικά, είναι μια επιστροφή στις διαιρετικές γραμμές του 2015, δηλαδή στη διαιρετική γραμμή μνημόνιο – αντιμνημόνιο, έστω και εάν η χώρα βρίσκεται τυπικά εκτός μνημονίων.
Αυτό γίνεται μέσα από μια ιδιότυπη τεχνική «διαχείρισης της ιστορίας» που προκρίνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με αυτή την τεχνική από το 2015 έως και το 2018 δεν κυβερνούσε ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η χώρα ήταν εντός του μνημονίου, τα μέτρα ήταν αναγκαστικά και επιβεβλημένα από την Τρόικα και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό που κατάφερε τότε να κάνει ήταν απλώς να εξασφαλίσει ότι το πραγματικό κοινωνικό κόστος θα είναι μικρότερο.
Ουσιαστικά, κατά την άποψη των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ το εκλογικό σώμα δεν μπορεί να κρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ με βάση το κυβερνητικό του έργο εκείνη την περίοδο. Πιο σωστά, η συγκεκριμένη περίοδος είναι ως εάν απλώς να μην υπήρξε. Είναι ένα ιδιότυπο πάγωμα του πραγματικού ιστορικού χρόνου που συγκυριακά αντικαθίσταται από το χρόνο της υλοποίησης των μνημονίων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν τα κυβερνητικά στελέχη πρέπει να κριθεί για τη στάση που κράτησε μέχρι το 2015, για το σχέδιο που είχε το 2015 αλλά δεν μπόρεσε να το εφαρμόσει γιατί ο συσχετισμός δεν το επέτρεψε, για τα όσα έκανε από τον Αύγουστο το 2018 και μετά όταν η κυβέρνηση ανέκτησε την «ιδιοκτησία της πολιτικής της» και έφερε κάποια μέτρα φιλολαϊκού χαρακτήρα και προφανώς για το πρόγραμμα που σκοπεύει να εφαρμόσει από εδώ και πέρα.
Αυτού του είδους η αντίληψη για το πώς πρέπει να γίνει ο απολογισμός της κυβέρνησης και να κριθεί από τους πολίτες δίνει δύο δυνατότητες στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρώτο είναι ότι θέτει «εντός παρενθέσεως» την πραγματική κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη τη φάση εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, τη λιτότητα που εφάρμοσε και βέβαια τα μέτρα που θέσπισε από την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων μέχρι τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.
Το δεύτερο είναι ότι επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να πιστεύει ότι χαράσσει διαχωριστικές γραμμές με τη Νέα Δημοκρατία κατηγορώντας την και για την κυβέρνηση Σαμαρά και για το πρόγραμμά της.
Βέβαια, αυτή η αντίληψη κινδυνεύει να αποτελέσει και «αχίλλειο πτέρνα» για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς οι ψηφοφόροι πολύ δύσκολα μπορούν να προσπεράσουν έτσι την υπαρκτή κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ και τον τελικό απολογισμό της.
Ο στοχευμένος φόβος και η ασάφεια για το αύριο
Με αυτή τη ρητορική ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει και διαμορφώσει ένα κλίμα φόβου για ενδεχόμενη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτό αφορά στοχευμένα κοινωνικά στρώματα τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να επανασυσπειρώσει εκλογικά, όπως είναι για παράδειγμα οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι προφανώς και δεν θα ήθελαν να ξαναδούν κύματα απολύσεων ή ριζική επιδείνωση της θέσης τους.
Όμως την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να παρουσιάσει ένα πολύ σαφές πρόγραμμα, πέραν των μέτρων που ήδη έχει θεσπίσει. Αυτό αποτυπώνει και την πραγματική δυσκολία της μεταμνημονιακής «ενισχυμένης εποπτείας», που σε πείσμα της κυβερνητικής ρητορικής δεν αφήνει πολύ μεγάλα περιθώρια ευελιξίας ως προς την άσκηση πολιτικής.
Αποτυπώνει, όμως, και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις διακηρύξεις του σε πολύ μικρό βαθμό έχει επεξεργαστεί κάποιου είδους αναπτυξιακό σχέδιο για την επόμενη μέρα, ιδίως από τη στιγμή που κυρίως ασχολήθηκε με την υπεραπόδοση των μέτρων λιτότητας και τη συρρίκνωση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, για να μπορεί να δίνει «κοινωνικά μερίσματα», παρά με την επεξεργασία ενός «οδικού χάρτη» για τη μεταμνημονιακή κατάσταση.
Η Νέα Δημοκρατία και η προσπάθεια αποφυγής της πόλωσης
Μέχρι τώρα η Νέα Δημοκρατία έχει αποφύγει το δρόμο της πόλωσης, έστω και εάν διατηρεί ιδιαίτερα υψηλούς τόνους ως προς την κριτική που ασκεί στα κυβερνητικά πεπραγμένα αλλά και στα ζητήματα ήθους και ύφους της εξουσίας.
Είναι σαφές ότι η ΝΔ αισθάνεται ότι αυτή τη στιγμή έχει ένα ρεύμα υπέρ της σημαντικό πάνω στο οποίο μπορεί να διαμορφώσει μια ακόμη πιο υψηλή συσπείρωση και κυρίως μια εκλογική δυναμική αυτοδυναμίας.
Ούτως ή άλλως η προοπτική της εξουσίας λειτουργεί και συσπειρωτικά ως προς τον κομματικό μηχανισμό, που αυτή τη στιγμή κυρίως προσανατολίζεται προς τις εκλογές παρά σε εσωτερικές έριδες αλλά και ως προς το εκλογικό σώμα, εφόσον για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια η κεντροδεξιά έχει προοπτική αυτοδύναμης διακυβέρνησης, κάτι που σημαίνει και μεγαλύτερη δυνατότητα επαναπατρισμού ψηφοφόρων.
Η λογική της ήρεμης δύναμης
Σε αυτό το φόντο, η ΝΔ διαλέγει μια στρατηγική «ήρεμης δύναμης» απέναντι στο «σκληρό ροκ» του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσπαθήσει να διευρύνει το προφίλ και την απεύθυνσή του, κάτι που είναι ορατό ακόμη και στην αισθητική των πρώτων διαφημιστικών μηνυμάτων. Θα αποφύγει τις ανοιχτές συγκεντρώσεις για να δείξει ότι η λογική του ηγέτη που «φανατίζει το πλήθος» δεν του ταιριάζει. Θα επιμείνει ότι είναι αυτός που πάει σε εκλογές έχοντας κάνει λιγότερες υποσχέσεις από τον αντίπαλό του.
Παράλληλα, η ΝΔ θα προσπαθήσει να επικεντρώσει και αυτή στο πρόγραμμα της προβάλλοντας κυρίως του στόχους για τη μείωση της φορολογίας, που έχουν ήδη θετική απήχηση στο εκλογικό ακροατήριο, ενώ πλάι σε παραδοσιακές θεματικές που αφορούν το κοινό της κεντροδεξιάς, όπως είναι η ασφάλεια, θα προσπαθήσει να τονίσει και άλλες πλευρές, που φαίνεται ότι πανευρωπαϊκά αγγίζουν τους ψηφοφόρους, όπως είναι το περιβάλλον.
Και βέβαια θα προσπαθήσει να διαμορφώσει μια εικόνα όπου απέναντι στην αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, θα εγγυάται μια προσεκτικά και φιλοευρωπαϊκή διαχείριση της μεταμνημονιακής συνθήκης.
Η προσπάθεια καθησυχασμού κρίσιμων μερίδων
Η Νέα Δημοκρατία γνωρίζει ότι υπάρχουν συγκεκριμένα κομμάτια που όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν όντως επιφυλακτικά απέναντί της, όπως και ότι εξακολουθεί να υπάρχει αρνητική εικόνα για πλευρές των μέτρων της περιόδου 2012-2014. Αυτό αφορά και τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά και σημαντικό μέρος των μισθωτών, που επλήγησαν π.χ. από τις αλλαγές στις συλλογικές συμβάσεις.
Γνωρίζει ταυτόχρονα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επενδύσει πάρα πολύ σε αυτό το θέμα. Την ίδια στιγμή είδαν ότι τις ευρωεκλογές μπόρεσαν να πάνε σχετικά καλά σε κοινωνικές κατηγορίες όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι ή οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενδεικτικές οι κατ’ επανάληψη δηλώσεις ότι δεν θα κάνουν απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ή η προσπάθεια να δείξουν ότι η πρόταση της ΝΔ για την ανάπτυξη στην πραγματικότητα σημαίνει και καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας και για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Η δυναμική της εκλογικής μάχης
Η εκλογική μάχη τώρα ξεκινάει. Πληροφορίες αναφέρουν ότι το πρώτο κύμα δημοσκοπήσεων θα παραπέμπει σε έναν εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ. Αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ αλλά θα επιτείνει και την αντισυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ που θα προσπαθήσει να κερδίσει τα στρώματα που ακόμη βλέπουν με σχετικό φόβο και ανασφάλεια την κυβερνητική αλλαγή.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι υπάρχουν όρια και «τυφλά σημεία» στις στρατηγικές και των δύο κομμάτων. Στον μεν ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο εμφανή και αφορούν κυρίως την αποτίμηση του πραγματικού κόστους από την εφαρμογή μνημονιακών μέτρων και τη διάρρηξη σχέσεων εκπροσώπησης που αυτό συνεπαγόταν.
Στη δε Νέα Δημοκρατία τα «τυφλά σημεία» αφορούν αφενός το εάν και πώς θα λειτουργήσει η προσπάθεια για στροφή στο πρόγραμμα (όπως και το πόσο σαφές και πειστικό θα φανεί αυτό), αφετέρου το εάν η κεντρική γραμμή για μια «ήρεμη δύναμη» θα μπορέσει να γίνει κτήμα όλων των στελεχών και όλων των υποψηφίων.
Και σε όλα αυτά προστίθεται το «πάγιο» πρόβλημα των εκλογικών αναμετρήσεων στην ιδιαίτερη τρέχουσα ελληνική συνθήκη, δηλαδή το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι κινούνται περισσότερο με το κριτήριο της δυσαρέσκειας, βουβής ή ρητής, για όσα βιώνουν παρά με βάση τη θετική έμπνευση από τα προγράμματα και τις θέσεις των κομμάτων.