Εάν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι εξοικειωμένες είναι Βρυξέλλες, αυτό είναι οι διαπραγματεύσεις μακράς διάρκειας.
Δεν αναφερόμαστε τόσο στο γεγονός ότι ξεκινά νέα διαπραγμάτευση για το σχηματισμό κυβέρνησης στο Βέλγιο, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά δεν θα κρατήσουν όσο την προηγούμενη φορά, όταν η χώρα έμεινε χωρίς κυβέρνηση για 589 μέρες.
Αναφερόμαστε στην εκκίνηση της κούρσας για την επιλογή των επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών, ξεκινώντας από τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τυπικά και αυτή τη φορά έχουμε το θεσμό των Spitzenkandidaten, δηλαδή των υποψηφίων που προτείνουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες, πριν τις ευρωεκλογές, καλώντας τους ψηφοφόρους να υπερψηφίσουν τα αντίστοιχα ψηφοδέλτια σε κάθε χώρα, έτσι ώστε να εκπληρωθεί η ασαφής πρόβλεψη του άρθρου 17 (7) της Συνθήκης της Λισαβόνας που προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ενισχυμένη πλειοψηφία προτείνει στο Ευρωκοινοβούλιο έναν υποψήφιο για Πρόεδρο της Επιτροπής λαμβάνοντας υπόψη τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Μόνο που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο επειδή οι συσχετισμοί δεν προσφέρουν μια τόσο σαφή πρωτοπορία κάποιας ομάδας, ώστε να την πάρει δικαιωματικά, όσο και γιατί έρχονται στο προσκήνιο οι ίδιες οι συγκρούσεις και οι διαφορετικές πολιτικές προτεραιότητες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Η δύσκολη τύχη της υποψηφιότητας Βεμπέρ
Ο Μάνφρεντ Βέμπερ είναι τυπικά ο υποψήφιος που έχει το προβάδισμα, καθώς ήταν ο υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που παρά τις απώλειες που είχε παραμένει η πρώτη σε δύναμη πολιτική δύναμη του Ευρωκοινοβουλίου.
Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχουν πολλά εμπόδια στην υποψηφιότητά του. Είναι Γερμανός και προέρχεται από την πιο συντηρητική πτέρυγα της CDU/CSU, κάτι που στα μάτια πολλών φαντάζει ως συνέχεια της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας (ή επικυριαρχίας) στην Ευρώπη όπως και της απουσίας οποιασδήποτε διάθεσης εναλλακτικών λύσεων από τη συνέχεια της σημερινής αρχιτεκτονικής.
Ο ίδιος επιμένει ιδιαίτερα ότι δεν θα είναι ο άνθρωπος της Επιτροπής αλλά «ο άνθρωπος του Ευρωκοινοβουλίου», δεδομένης της μακράς θητείας του εκεί, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι σε αντίθεση με άλλους θα λογοδοτεί όντως στο κοινοβούλιο. Ωστόσο, οι επικριτές του υπογραμμίζουν ότι δεν έχει την κυβερνητική εμπειρία που αναλογεί σε κάποιον που θα πρέπει να παίξει ρόλο στην παγκόσμια σκηνή.
Πάντως ο κ. Βέμπερ ήδη πληρώνει το τίμημα της αποστασιοποίησης του ΕΛΚ από τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν, το κόμμα του οποίου θριάμβευσε στις ευρωεκλογές, καθώς η ουγγρική κυβέρνηση ρητά δήλωσε ότι δεν στηρίζει την υποψηφιότητά του
Σύνθετη γεωμετρία – πλήθος προτάσεων
Η παράμετρος που κάνει τα πράγματα σύνθετα είναι οι ίδιοι οι συσχετισμοί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η σταθερότητα που προσέφερε παλαιότερα η αθροιστική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλιστών και που μπορούσε να οδηγήσει σε συμβιβασμούς της μορφής Πρόεδρος της Επιτροπής από το ΕΛΚ και Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου από τους Σοσιαλιστές, δεν υπάρχει πλέον. Οι δύο αυτές «πολιτικές οικογένειες» δεν έχουν πια την πλειοψηφία.
Αυτό δίνει ειδική βαρύτητα σε άλλες δύο πολιτικές ομάδες που από διαφορετικές αφετηρίες εκφράζουν το κέντρο και σήμερα βρίσκονται ενισχυμένες. Η μία η ALDE, η ομάδων των φιλελεύθερων κομμάτων που έχει ενισχύθηκε και είναι η τρίτη σε δύναμη ομάδα, μετά και την προσχώρηση σε αυτήν των ευρωβουλευτών του κόμματος En Marche του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν.
Η άλλη είναι οι Πράσινοι, που επίσης είναι ενισχυμένοι σε ορισμένες χώρες και είναι η τέταρτη σε δύναμη ομάδα πλέον, πατώντας πάνω στην ανησυχία για την κλιματική αλλαγή και διεκδικώντας ταυτόχρονα να είναι στις περισσότερες χώρες μια έκφραση του «κέντρου» περισσότερα, σε αντίθεση με τις ριζοσπαστικές καταβολές τους.
Όλα αυτά διαμορφώνουν έναν διαφορετικό συσχετισμό, έστω και εάν δεν δικαιώθηκαν οι προσδοκίες εκείνων που οραματίζονταν μια νέα πλειοψηφία χωρίς το ΕΛΚ, «από τον Μακρόν στον Τσίπρα», εκτός όλων των άλλων και γιατί δεν είναι βέβαιο ότι υπάρχει όντως συνοχή σε έναν τέτοιο πολιτικό άξονα.
Αυτό φέρνει τις πιθανές συμμαχίες στα όρια της συνεργασίας των τριών ή των τεσσάρων μεγάλων ομάδων.
Οι Σοσιαλιστές επιμένουν για Τίμερμανς
Από τη μεριά τους οι Σοσιαλιστές επιμένουν στην υποψηφιότητα του Φρανς Τίμερμανς, αντιπροέδρου της Κομισιόν, ο οποίος πιστώνεται και το θετικό αποτέλεσμα στην Ολλανδία. Όμως, με την εξαίρεση της Ολλανδίας, της Ισπανίας, όπου ο Πέδρο Σάντσεθ ήταν ο νικητής και την ευρωεκλογών λίγο μετά την επιτυχία στις βουλευτικές, και της Πορτογαλίας, τα συνολικά αποτελέσματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων δεν αντέστρεψαν την εικόνα ενός ρεύματος σε κρίση και άρα δύσκολα μπορούν να διεκδικήσουν την Προεδρία, ιδίως από τη στιγμή που δύσκολα μπορεί να διαμορφωθεί πλειοψηφία χωρίς το ΕΛΚ.
Ωστόσο μέχρι τότε προβάλλουν τη λογική της «προοδευτικής υποψηφιότητας» και σε αυτήν επέμειναν και οι σοσιαλδημοκράτες πρωθυπουργοί κατά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής.
Την υποψηφιότητα Τίμερμανς στήριξε και ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, έστω και εάν στην περίπτωσή του πιθανώς η τοποθέτηση να έχει να κάνει και με την προβολή στα ευρωπαϊκά πράγματα της λογικής της «προοδευτικής συμμαχίας» ενόψει και των εκλογών της 7ης Ιουλίου.
Οι προτάσεις Μακρόν
Το γάντι της αντιπαράθεσης με την γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ που επέμεινε στην υποψηφιότητα Βέμπερ, σήκωσε καταρχάς ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος επέλεξε σε αυτή τη φάση εμμέσως πλην σαφώς να κάνει αποκηρύξει το ενδεχόμενο να είναι ο κ. Βέμπερ ο επόμενος Πρόεδρος της Επιτροπής.
Ο Μακρόν, που δεν συμφωνεί με το σύστημα των Spitzenkandidaten σε αυτή την πρόταση έχει τη στήριξη της Συμμαχίας των Φιλελεύθερων και Δημοκρατών για την Ευρώπη (ALDE), που για αυτό το λόγο δεν κατέθεσε δικό της επικεφαλής υποψήφιο. Και αυτό γιατί η νέα ομάδα – αναζητείται ακόμη το όνομά της που σίγουρα θα επικεντρώνει στη λέξη Ευρώπη – θα είναι ενισχυμένη ακριβώς εξαιτίας της παρουσίας των γάλλων ευρωβουλευτών από το κόμμα του κ. Μακρόν.
Ο Μακρόν σε αυτή τη φάση επέλεξε να προτείνει τρία ονόματα. Την Δανή Επίτροπο Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βέσταγκερ, τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών Φρανς Τίμερμανς και τον γάλλο επικεφαλής διαπραγματευτή της ΕΕ για το Brexit Μισέλ Μπαρνιέ.
Η κ. Βέσταγκερ θα σηματοδοτούσε μια ανανέωση και θα έσπαγε και το αντρικό μονοπώλιο στις κορυφαίες θέσεις, ενώ χαίρει δημοφιλίας επειδή συγκρούστηκε με τους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς σε θέματα μονοπωλιακών πρακτικών και φοροαποφυγής, κάτι που αποκτά και μια βαρύτητα σε μια περίοδο αντιπαραθέσεων για το διεθνές εμπόριο με τις ΗΠΑ. Επιπλέον, έχει και την υποστήριξη της κυβέρνησής της (εν μέρει και επειδή δεν θα ήθελε να τη δει να επιστρέφει στην εσωτερική πολιτική της χώρας της). Ωστόσο, προέρχεται από μια χώρα εκτός Ευρωζώνης και αυτό μπορεί να θεωρηθεί μειονέκτημα.
Ο κ. Τίμερμανς πιστώνεται την ευρωπαϊκή εμπειρία του, όμως δεν είναι δεδομένο ότι σήμερα μπορεί τόσο εύκολα να συμφωνήσει το ΕΛΚ σε έναν υποψήφιο των Σοσιαλιστών, ιδίως αφού θα έχει ήδη θυσιάσει τον δικό του υποψήφιο.
Από την άλλη, ο κ. Μπαρνιέ, που πολιτικά προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα θα μπορούσε να είναι μια συμβιβαστικά επιλογή, αφού συνδυάζει την πολιτική του ένταξη, με τα εύσημα για τη διαχείριση της διαπραγμάτευσης με τη Βρετανία και το γεγονός ότι είναι Γάλλος.
Οι σύνθετες παράμετροι μιας διαπραγμάτευσης
Όμως θα ήταν λάθος εκτιμήσουμε ότι όλα αυτά αφορούν απλώς τα πρόσωπα ή τις πολιτικές οικογένειες. Αφορούν και το κουβάρι των εσωτερικών διαιρέσεων της ΕΕ και ταυτόχρονα εντάσσονται σε μια συνολικότερη διαπραγμάτευση για το σύνολο των κορυφαίων θέσεων της ΕΕ που περιλαμβάνουν τον διάδοχο του κ. Τουσκ στη θέση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του κ. Ντράγκι στη κομβική θέση του επικεφαλής της ΕΚΤ. Ειδικά για τη θέση του επικεφαλής της ΕΚΤ η διαπραγμάτευση αναμένεται σκληρή καθώς δεν αφορά απλώς τη γεωγραφική και πολιτική ισορροπία αλλά και το προσανατολισμό, καθώς αρκετοί μέσα στην Ευρώπη δεν θα ήθελαν να δουν έναν εκπρόσωπο μιας «γερμανικής» περιοριστικής αντίληψης στο τιμόνι της κεντρική τράπεζας της Ένωσης.
Παράλληλα, στη ζυγαριά μπαίνουν και οι υπόλοιπες θέσεις των Επιτρόπων, καθώς αρκετές κυβερνήσεις θα σταθμίσουν το τι θα στηρίξουν και με κριτήριο το εάν θα λάβουν κάποια από τις σημαντικές θέσεις επιτρόπων.
Η γεωγραφική διάσταση της διαπραγμάτευσης, έκφραση της εσωτερικής αντιφατικότητας της ΕΕ επίσης παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Τόσο οι χώρες του Νότου όσο και οι χώρες της διεύρυνσης δεν νιώθουν πάντα βολικά με μια διαπραγμάτευση που περιορίζεται μόνο μεταξύ των χωρών του «ευρωπαϊκού πυρήνα».
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις όλα αυτά συνδέονται και με εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Για παράδειγμα ο Πέδρο Σάντσεθ για να στηρίξει τις προτάσεις Μακρόν θα χρειαζόταν να έβλεπε τους Ciudadanos που ανήκουν στους Φιλελεύθερους να μην είναι τόσο εχθρικοί στο να σχηματίσει αυτός κυβέρνηση στην Ισπανία.
Τα ανοιχτά πολιτικά ερωτήματα
Παρότι η όλη διαδικασία αναμένεται να έχει τα χαρακτηριστικά σκληρής διακυβερνητικής διαπραγμάτευσης, σε συνδυασμό με συζήτηση ανάμεσα στις πολιτικές ομάδες του ευρωκοινοβουλίου, ώστε να εξασφαλιστεί και στο Συμβούλιο και στην Ευρωβουλή η αναγκαία πλειοψηφία, το υπόβαθρο της συζήτησης αφορά τα ίδια τα ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον της Ευρώπης, ερωτήματα η συζήτηση των οποίων απλώς διαρκώς αναβαλλόταν σε όλη την προηγούμενη πενταετία.
Από την εξασφάλιση μεγαλύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης, απέναντι σε εκλογικά σώματα που εξακολουθούν να βλέπουν ένα «δομικό δημοκρατικό έλλειμμα», μέχρι το ερώτημα μιας ευρωπαϊκής αναπτυξιακής στρατηγικής (σε συνδυασμό με την οικολογική διάσταση που δείχνει να ανησυχεί μεγάλο μέρος των ευρωπαίων πολιτών), και από την αποσαφήνιση μιας κοινής πολιτικής στο μεταναστευτικό προσφυγικό, που να μην περιορίζεται στην Ευρώπη Φρούριο, μέχρι τη γεωστρατηγική θέση της ΕΕ στο πλαίσιο αυξημένων πολώσεων και επιθετικών πρωτοβουλιών (από την κλιμάκωση του «νέου Ψυχρού Πολέμου» μέχρι την αμερικανική επιθετικότητα στο Ιράν που αποτελεί πλήγμα για την Ευρώπη), η Ευρώπη εξακολουθεί να αναζητά προσανατολισμό.
Και αυτός δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στο να βρεθούν τα πρόσωπα για να καλύψουν τις θέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών.