Είναι σαφές ότι η ΝΔ βγαίνει από αυτές τις ευρωεκλογές με μια σαφή πολιτική νίκη που αποτυπώνεται τόσο στο ότι έχει ποσοστό πάνω από 33% και μια διαφορά στις 9,5 μονάδες δηλαδή πολύ πιο πάνω από το 5% που ήταν το ανώτατο όριο για «περιορισμένη» ήττα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να βελτιώσει τη θέση του σε σχέση με τις δημοσκοπικές καταγραφές του σε διάφορες στιγμές της τελευταίας τετραετίας, αλλά και σε σχέση με την αρχή της προεκλογικής περιόδου. Όμως, αυτό δεν αρκούσε για να καλύψει την πραγματική διαφορά από τη ΝΔ.
Πρόκειται για μια δεινή ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ, για μια συντριπτική ήττα για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα που ακόμη και χθες δεν κατάλαβε ότι τον αποδοκίμασε σχεδόν το 80% του ελληνικού λαού. Και αυτόν και το σχέδιό του.
Κατά συνέπεια η ΝΔ μπαίνει στη μάχη των βουλευτικών εκλογών με αέρα νίκης (θα ενισχυθεί σε αυτό και από τις αναμενόμενες επιτυχίες στις αυτοδιοικητικές) και ο ΣΥΡΙΖΑ με το βάρος μιας πραγματικής βαριάς πολιτικής ήττας.
Αυτό, όμως, δεν αναιρεί ότι μιλάμε πια για την παγίωση ενός νέου δικομματισμού, ανάμεσα σε έναν κεντροδεξιό πόλο με ηγετική δύναμη τη ΝΔ και έναν κεντροαριστερό όπου σαφώς πια η βασική «προοδευτική δύναμη» είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ΚΙΝΑΛΛ είχε χάσει από καιρό το στοίχημα να διεκδικήσει την εκπροσώπηση σημαντικού μέρους αυτού του χώρου.
Η ανάγκη ανακοπής των διαρροών και η νέα πόλωση
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών αναδεικνύουν ταυτόχρονα ότι πλάι στο νέο δικομματισμό εμφανίστηκαν και σχηματισμοί που διεκδίκησαν με διάφορους τρόπους να πάρουν ένα μέρος από τη δυσαρέσκεια, εκμεταλλευόμενοι και την αίσθηση πιο χαλαρής ψήφου που μπορεί να υπήρχε.
Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλο διεκδίκησε και πήρε ένα σημαντικό μέρος της «δεξιάς της δεξιάς», ολοκληρώνοντας την αποδιάρθρωση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και πιέζοντας (μαζί και με άλλες παραμέτρους όπως είναι η εξέλιξη της δίκης) το ποσοστό της Χρυσής Αυγής.
Αντίστοιχα, ο Γιάνης Βαρουφάκης κατάφερε να πάρει τελικά το προβάδισμα ανάμεσα στους σχηματισμούς που διεκδίκησαν να εκπροσωπήσουν τη συνέχεια στο «Όχι» του 2015.
Από την άλλη, η πόλωση των εκλογών ήδη είχε αποτελέσματα σε τρία κόμματα, το Ποτάμι, την Ένωση Κεντρώων και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που έδωσαν και μάλλον έχασαν τη μάχη για να πετύχουν ξανά κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Είναι σαφές ότι στη πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές τα δύο μεγάλα κόμματα θα δοκιμάσουν να περιορίσουν όσο μπορούν τις διαρροές τους. Η ΝΔ θα επιμείνει στο ότι είναι μια πρόταση εξουσίας που πρέπει να πάει την πιο καθαρή δυνατή αυτοδυναμία για να μπορέσει να κυβερνήσει, προσπαθώντας να μαζέψει ακόμη μεγαλύτερο μέρος και της δεξιάς και της κεντρώας ψήφου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να πάρει πίσω ένα μέρος από την αριστερόστροφη ψήφο που πήγε σε άλλους σχηματισμούς, κατά κύριο λόγο προβάλλοντας τον κίνδυνο να επιστρέψει η ΝΔ και η «νεοφιλελεύθερη πολιτική» της.
Ωστόσο, ακόμη και αυτό έχει ένα όριο καθώς είναι σαφές ότι η ανατροπή μια τόσο μεγάλης διαφοράς απαιτεί αφενός πολύ μεγάλη κινητοποίηση σε ψηφοφόρους που δεν προσήλθαν στις ευρωεκλογές, αφετέρου να κερδίσει ξανά μετακινήσεις που έγιναν προς τα δεξιά που ειδικά στο βαθμό που μπορεί να πήγαν προς την ΝΔ, δύσκολα να επανακάμψουν, δεδομένης της παράστασης νίκης που έχει το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, θα χρειαστούν πολύ άστοχοι χειρισμοί εκ μέρους της ΝΔ ώστε να αποξενώσει ξανά τέτοια κομμάτια και άρα να έχουμε αντίστροφες μετατοπίσεις.
Η πίεση στους ενδιάμεσους
Είναι προφανές ότι μεγάλη πίεση θα υπάρξει προς το ΚΙΝΑΛΛ. Παρότι κατοχύρωσε την τρίτη θέση εν μέσω μεγάλης πόλωσης, στις βουλευτικές εκλογές θα δεχτεί μεγάλη πίεση από τον ΣΥΡΙΖΑ (εν μέρει και από τη ΝΔ). Η πίεση αυτή δεν θα αφορά μόνο την προσπάθεια για απόσπαση ψήφων αλλά και τα ίδια τα πολιτικά διλήμματα.
Ειδικά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιμείνει ιδιαίτερά σε μια γραμμή «προοδευτικής αντιδεξιάς συσπείρωσης» θέτοντας διαρκώς διλήμματα προς το κόμμα της Φώφης Γεννηματά, ελπίζοντας ότι με δεδομένη την άρνησή της σε συμπόρευση θα κερδίσει και επιπλέον ψήφους.
Οι συσχετισμοί παγιώνονται
Όμως, δύσκολα θα υπάρξουν ανατροπές στις βασικές δυναμικές. Η ΝΔ κατορθώνει σε ευρωεκλογές με υψηλή συμμετοχή ποσοστό που σχετικά εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε ποσοστό αυτοδυναμίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μειώσει τη διαφορά, αλλά όχι να την καλύψει. Μια τόσο μεγάλη διαφορά δεν ανατρέπεται, ιδίως όταν αποτυπώνει τάσεις που έχουν παγιωθεί στο εκλογικό σώμα.
Προφανώς τόσο η πόλωση και η πίεση στα μικρότερα κόμματα, όσο και ένας νέος γύρος παροχών (στα όποια όρια θα επιτρέψουν και οι «θεσμοί» θα ενισχύσουν το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος. Αλλά είναι σαφές ότι ήδη από τώρα προετοιμάζεται για τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν υπέστη μια αποδιαρθρωτική συντριβή σαν κι αυτή που υπέστη π.χ. το ΠΑΣΟΚ το 2012, αλλά σίγουρα υπέστη μια σημαντική πολιτική ήττα.
Ωστόσο και η ΝΔ θα πρέπει τώρα, ως κυβέρνηση εν αναμονή να αποδείξει ότι δεν κερδίζει απλώς εξαιτίας της φθοράς της κυβέρνησης, αλλά ότι μπορεί να οικοδομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με ένα εκλογικό σώμα περισσότερο δύσπιστο παρά ποτέ.
Γιατί όπως έδειξαν όλες οι εκλογικές μάχες από το 2012 και μετά το εκλογικό σώμα μπορεί να είναι πολύ αυστηρό απέναντι σε κόμματα που στο τέλος απλώς διεκπεραιώνουν πολιτικές που η κοινωνία βιώνει ως εχθρικές.