Ο πολίτης θα πρέπει, πριν φτάσει στην κάλπη των ευρωεκλογών, να έχει θέσει στον εαυτόν του και να έχει απαντήσει σε δύο ερωτήματα. Το πρώτο είναι το εξής: Είναι προτιμότερο για τους λαούς της Ευρώπης να υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ενωση ή όχι; Και μετά, ασχέτως με την απάντηση που ο καθένας θα δώσει, θα πρέπει να απαντήσει και στο δεύτερο ερώτημα: Εφόσον η Ευρωπαϊκή Ενωση υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, τα εθνικά συμφέροντα και τα ιστορικά δίκαια της Ελλάδας εξυπηρετούνται καλύτερα με τη συμμετοχή της σε αυτήν ή θα ήταν προτιμότερη σήμερα η μεμονωμένη πορεία της χώρας μας;
Ερωτήματα βασικά, πλην όμως ακόμη και η εκφορά τους δημιουργεί μια αίσθηση παραλόγου. Γιατί κανένας δεν θα ήθελε ούτε καν να φανταστεί πώς θα ήταν η Ευρώπη σήμερα εάν, σε έναν κόσμο μεγάλων ανακατατάξεων και επικίνδυνης γεωοικονομικής και γεωστρατηγικής ρευστότητας, οι επί μέρους χώρες της δεν ήταν ενωμένες στην ΕΕ, αλλά ακολουθούσε η καθεμιά τη δική της, ανεξάρτητη πορεία. Ακόμη πιο ακραία παράλογη φαίνεται, φυσικά, η ιδέα να ήταν η Ελλάδα μια χώρα η οποία, τη στιγμή κατά την οποία οι πάντες βρίσκονται ή προσπαθούν να βρεθούν κάτω από τη σκέπη της ΕΕ, αυτή να ακολουθούσε μια μοναχική πορεία, προσπαθώντας να επιζήσει, να προοδεύσει και να αναπτυχθεί ερήμην της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Μόνο που, όσο κι αν μοιάζουν παράλογα, όλα αυτά όχι μόνο λέχθηκαν και συζητήθηκαν κατά κόρον από το 2010 και μετά, αλλά υφέρπουν ακόμη στην κοινή συνείδηση. Τούτο συμβαίνει, όχι τόσο λόγω της εμβέλειας των ιδεών των ακραίων αντιευρωπαϊκών δυνάμεων όσο, κυρίως, λόγω της καλλιεργούμενης από τη μικροπολιτική κομματική αντίληψη πεποίθησης ότι οι ευρωεκλογές δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας προκαταρκτικός γύρος «ξεκαθαρίσματος» των εσωτερικών πολιτικών μας λογαριασμών, χωρίς άλλη σημασία και χωρίς άλλες συνέπειες.
Μόνο που αυτό είναι εξίσου λάθος με εκείνο της πλήρους απαξίωσης της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ. Αυτό που συνέβη τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα μας ήταν η διάψευση του ευρωπαϊκού ονείρου και η κατάπτωση του ευρωπαϊκού γοήτρου. Κάτι που οφείλουμε να ερμηνεύσουμε και να εξηγήσουμε, εάν θέλουμε η ιδέα της ΕΕ να αποκτήσει τις σωστές διαστάσεις και τη σωστή σημασία στη συλλογική συνείδηση. Να εξηγήσουμε, δηλαδή, ότι η αποκαθήλωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους στην κοινωνική συνείδηση ήρθε ως συνεπακόλουθο της κατάχρησης που έχει υποστεί η ευρωπαϊκή ιδέα από τον πολιτευτικό λόγο των ιεροφαντών του πελατειακού κράτους, οι οποίοι παρουσίαζαν την ΕΕ σαν τη νέα γη της επαγγελίας και σαν έναν χώρο θαυμάτων, όπου όλα τα προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς την παραμικρή δική μας προσπάθεια, αρκεί να ετίθεντο «εντός του ορθού ευρωπαϊκού πλαισίου», κατά την έκφραση του συρμού.
Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι την άποψη αυτή διακινούσαν για τριάντα χρόνια, 1980-2010, πολλοί αυτοαποκαλούμενοι «ευρωπαϊστές». Και την προωθούσαν με την παράλληλη ροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Επρόκειτο, ίσως, για το μεγαλύτερο ψέμα του πελατειακού κράτους στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Η αποκάλυψη και συνειδητοποίηση αυτού του ψέματος συνιστά βασική προϋπόθεση για μια αποδοτική συμμετοχή μας στην ΕΕ.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι η ΕΕ δεν είναι η γη των θαυμάτων. Και ότι δεν μπορεί αυτή να λύσει τα προβλήματα που εμείς αντιμετωπίζουμε ως έθνος και ως κοινωνία. Είναι, όμως, ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι δικές μας προσπάθειες μπορούν να βρουν πολλά απαραίτητα: έναν πολλαπλασιαστή ισχύος, την απαιτούμενη διεθνή υποστήριξη, τις απαραίτητες συμμαχίες, χρηματοδότηση και, κυρίως, ιδέες και γνώση. Στις σημερινές κρίσιμες για το έθνος μας συνθήκες, η ΕΕ αποτελεί εξ αντικειμένου τον πιο σημαντικό, ίσως, σύμμαχο που μπορούμε να έχουμε ως χώρα.
Ο πολίτης μπροστά στην κάλπη δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι η μεταπολεμική Ευρώπη είναι, ίσως, η πιο δίκαιη, δημοκρατική, αλλά και ευημερούσα κοινωνία που ποτέ υπήρξε στην παγκόσμια ιστορία. Εκείνοι μάλιστα που ξέρουν λίγο περισσότερα γνωρίζουν, ακόμη και εάν δεν το παραδέχονται, ότι αυτό το επίτευγμα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό επίτευγμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Βέβαια, ο πολίτης μπορεί να σκεφτεί ότι αυτά δεν έχουν τόση σημασία εν προκειμένω, γιατί το Ευρωκοινοβούλιο δεν διαδραματίζει τον σημαντικό ρόλο που θα ‘πρεπε στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μειώνει καθόλου τη σημασία των ευρωεκλογών για την ανάδειξη των μελών του, γιατί στο Ευρωκοινοβούλιο συναντώνται, αντιπαρατίθενται αλλά και συντίθενται διαφορετικές οπτικές και απόψεις για την πορεία της Ευρώπης.
Υπάρχει η ρηχή δημαγωγία και ο ανεύθυνος αντιευρωπαϊσμός της ευρωπαϊκής Ακρας Δεξιάς και Ακρας Αριστεράς. Τη γραμμή αυτή στη χώρα μας εκπροσωπούν, συγκαλυμμένα ή μη, κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Πρωθυπουργός. Υπάρχει η συντηρητική αντίληψη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, η οποία, εάν είχε κυριαρχήσει στην Ευρώπη τις προηγούμενες δεκαετίες, η ΕΕ είτε δεν θα υπήρχε καθόλου είτε θα ήταν πολύ λιγότερο εξελιγμένη. Αυτή τη γραμμή και αντίληψη αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα η ΝΔ, «ευρωπαϊκή» στα λόγια αλλά «βαλκανική» στην πράξη, όπως κατέδειξε και η περίοδος 2004-2009. Και υπάρχουν και οι δυνάμεις του «μεσαίου χώρου». Αυτές που προέρχονται ιστορικά από τη σοσιαλδημοκρατία και ουσιαστικά οικοδόμησαν τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό πολιτισμό. Δυνάμεις που, έστω κι αν ακόμη δεν είναι έτοιμες να δώσουν απαντήσεις σε αρκετά ερωτήματα, είναι αυτές που με ανοιχτό πνεύμα αναζητούν τον δρόμο για τη νέα εποχή της Ευρώπης με οδηγό πανανθρώπινες αξίες και οικουμενικές αρχές. Στην Ελλάδα αντιπροσωπεύονται από το Κίνημα Αλλαγής.
Για τον λόγο αυτόν, ο πολίτης μπροστά στην κάλπη θα πρέπει να γνωρίζει ότι δεν ψηφίζει για ένα προσωρινό ξεκαθάρισμα λογαριασμών της εσωτερικής πολιτικής σκηνής, αλλά για κάτι πολύ πιο σοβαρό: για την πορεία της Ευρώπης τις επόμενες δεκαετίες και, σημαντικότερα, για την πορεία της Ελλάδας μέσα στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι υποψήφιος βουλευτής Ιωαννίνων με το Κίνημα Αλλαγής και τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.