Αύριο πάμε να ψηφίσουμε για την Ευρωβουλή, όπου θα στείλουμε 21 Έλληνες εκπρόσωπούς μας. Το θέμα όμως είναι τι θα κάνουν αυτοί , τι θα ψηφίζουν ; Υπάρχει περίπτωση να εισακουστεί η γνώμη τους, αν βέβαια έχουν κάτι να πουν, μέσα στο σύνολο των 750 ανθρώπων;
Βέβαια, εκεί οι εκπρόσωποί μας, δεν θα λειτουργήσουν ως Έλληνες, αλλά θα ενταχθούν, σύμφωνα με την ιδεολογία του κόμματος, που τους εξέλεξε στην Ελλάδα, σε κάποιον αντίστοιχο ευρύτερο σχηματισμό, όπως έχει διαμορφωθεί το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και θα ακολουθούν τη γραμμή που κάθε φορά θα προκύπτει. Δηλαδή, θα μπουν στους δεξιούς του Λαϊκού Συνασπισμού, του Σοσιαλδημοκρατικού Σχηματισμού, τους Πράσινους, τους Αριστερούς κομμουνιστές, τους Εθνικιστές φασίστες , κλπ. Έτσι, αυτούς τους Έλληνες Ευρωβουλευτές θα τους δούμε πάλι κανονικά, μετά πέντε χρόνια, όταν θα έρθουν να ζητήσουν ξανά την ψήφο μας.
Σίγουρα, πέρα από τις ποικίλες κριτικές που ασκούνται για την Ε.Ε. ο θεσμός αυτός είναι πολύ χρήσιμος για τους Ευρωπαίους , καθώς και για μας. Όμως, ο στόχος του μεγάλου Ομόσπονδου , ενιαίου κράτους, έχει ατονήσει σφόδρα, ώστε ο εθνικισμός έχει πάρει το επάνω χέρι. Τα πλούσια κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, κλπ) ζητούν να αποτελέσουν ξεχωριστή ομάδα μέσα στο σύνολο, για να μην επιβαρύνονται με υποχρεώσεις προς τα φτωχά και μικρά κράτη, π.χ. Ελλάδα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαγράψει ένα κύκλο ζωής 70 περίπου χρόνων, χωρίς να καταφέρει να ικανοποιήσει πλήρως τους οραματιστές πολιτικούς, που την δημιούργησαν , όπως ο Γάλλος Σουμάν, ο Γερμανός Αντενάουερ, ο Γιόζεφ Μπεχ – Λουξεμβούργο, ο Γιόχαν Βίλελμ Μπέγιεν – Κάτω Χώρες, ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι – Ιταλία, ο Βάλτερ Χάλσταϊν – Γερμανία, ο Σίκο Μάνσχολτ – Κάτω Χώρες, ο Πωλ Ανρί Σπάακ – Βέλγιο, ο Αλτιέρο Σπινέλι – Ιταλία και πολλοί άλλοι.
Έτσι, εμείς σήμερα, έχοντας όχι μόνο τη γνώση, την επιθυμία, αλλά και την εμπειρία της πράξης τόσων ετών, θα θέλαμε οι εκπρόσωποί μας, που θα τους εκλέξουμε , να μεταφέρουν στις Βρυξέλες και στο Στρασβούργο τις επιθυμίες και τις προσδοκίες μας, που πιστεύουμε πως όλοι οι υγιώς σκεπτόμενοι Ευρωπαίοι , ασπάζονται.
Πώς θέλουμε την Ευρώπη
Η σημερινή ιδιαίτερη πολιτική του κάθε κράτους, δε συμβάλλει στη βελτίωση της λειτουργίας του θεσμού και της ζωής του κάθε Ευρωπαίου πολίτη.
Ως εκ τούτου θέλουμε :
Την προώθηση της δημιουργίας, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, ως ενιαίο κράτος, με στόχο την Πολύπολιτιστική Ένωση, όπου θα λειτουργούμε ως ενιαίο κράτος, χωρίς όμως να χάσουμε τον ξεχωριστό μας πολιτιστικό χαρακτήρα. Προς τούτο είναι αναγκαίο, όπως γίνουν τα εξής :
• Η δημιουργία Ενιαίας κυβέρνησης, που θα εκλέγει ο λαός της Ευρώπης
• Η δημιουργία ενιαίου ετήσιου οικονομικού προϋπολογισμού, που θα λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαίτερες ανάγκες, όλων των επιμέρους Πολιτειών.
• Η δημιουργία των Ευρωπαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων, γιατί ένας λαός 511 εκατομμυρίων κατοίκων, δεν μπορεί να στηρίζεται απόλυτα στις ξένες δυνάμεις. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα φύγουμε από το ΝΑΤΟ. Έτσι τα σύνορα του Ομόσπονδου κράτους θα γίνουν από τον οποιονδήποτε σεβαστά.
• Η καθιέρωση ενιαίας εξωτερικής πολιτικής.
• Η προσπάθεια για τη βελτίωση της πρωτογενούς παραγωγής, ώστε να καλύψουμε πλήρως τις διατροφικές μας ανάγκες, τόσο σε γεωργικά όσο και κτηνοτροφικά προϊόντα. Προς τούτο βέβαια είναι αναγκαίος ο επανασχεδιασμός της όλης αγροτικής πολιτικής.
• Η δημιουργία ενός ενιαίου Εκπαιδευτικού Συστήματος, καθόσον η προσπάθεια της εφαρμογής των προτάσεων της Μπολώνιας, ουδόλως βοήθησε. Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα την καθιέρωση , παράλληλα προς την εθνική γλώσσα, μιας ενιαίας γλώσσας, για να μπορούμε όλοι να επικοινωνούμε και να συνεννοούμαστε. Μάλλον η αγγλική, που καθιερώθηκε πλέον ως διεθνής γλώσσα και γλώσσα της επιστήμης.
• Η δημιουργία ενός ενιαίου Συστήματος Υγείας, που θα φροντίζει τον κάθε πολίτη σ’ όλη του τη ζωή.
• Η ομαλή οικονομική ανάπτυξη όλων των μελών – Πολιτειών της Ομοσπονδίας, με την καθιέρωση ενιαίου φορολογικού συστήματος και τις κατάλληλες επενδύσεις. Χωρίς παράλληλη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των πολιτών και αντιμετώπιση της όποιας ανεργίας, δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει η προσπάθεια.
Ο κ. Θεόδωρος Αυγερινός είναι συνταξιούχος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας