Μια προεκλογική εκστρατεία είναι μια μεγάλη δοκιμασία για όποιον συμμετέχει. Κυρίως γιατί όσο και εάν υποστηρίζουμε ότι οι ειδικοί της επικοινωνίας «κατασκευάζουν» μια εικόνα, στην πραγματικότητα από ένα σημείο και μετά μετράει αυτό που πραγματικά εκπροσωπεί ο κάθε υποψήφιος, είτε μιλάμε για κόμμα, είτε μιλάμε για στέλεχος και αναδεικνύονται τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία του.
Αυτό είναι ακόμη πιο έντονο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου βρισκόμαστε ταυτόχρονα στο τέλος μιας προεκλογικής εκστρατείας για τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές και στη μέση μιας προεκλογικής εκστρατείας που ουσιαστικά καλύπτει ήδη όλο το 2019 και η οποία αφορά τις βουλευτικές εκλογές όποτε και εάν αυτές προκηρυχθούν.
Επιπλέον και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν επικεντρώσει σε μεγάλο βαθμό στα πρόσωπα των αρχηγών τους. Και η ΝΔ κάνει μια προεκλογική εκστρατεία με έντονη επικέντρωση στον Κυριάκο Μητσοτάκη ακριβώς για να μπορέσει να τον κατοχυρώσει ως επόμενο πρωθυπουργό, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει να βγάζει μπροστά τον πρωθυπουργό σε πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα υποδείκνυε η παραδοσιακή άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής που θέλει να βγαίνουν πιο μπροστά οι υπουργοί ώστε να χρεώνονται και την όποια φθορά από την άσκηση της εξουσίας ή τη δυσαρέσκεια για συγκεκριμένα μέτρα ή αθετήσεις υποσχέσεων.
Αλέξης Τσίπρας: οι αντιφάσεις και τα ισχυρά σημεία
Η μεγάλη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά είναι το ίδιο το γεγονός της επιλογής της στροφής του 2015. Η αναδίπλωση μετά το δημοψήφισμα, για ορισμένους η συνθηκολόγηση έναντι των δανειστών, μπορεί να μην είχε άμεσα αποτελέσματα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, εκφράστηκε όμως μετά σε μια εντυπωσιακή υποχώρηση της δημοτικότητας της κυβέρνησης που ουσιαστικά μόνο μετά το 2017 άρχισε κάπως να αντιστρέφεται.
Σε αυτό συνέβαλε τόσο μια αίσθηση αθέτησης υπόσχεσης ή ακόμη και προδοσίας όσο και η συνολικότερη αίσθηση ότι τα πράγματα δεν θα βελτιωθούν ότι διαψεύδονται οι προσδοκίες που είχαν σχηματιστεί στην περίοδο 2012-2015.
Σημαντικό ρόλο σε αυτό το κλίμα έπαιξαν και συγκεκριμένα μέτρα που χρειάστηκε να πάρει η κυβέρνηση και που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Ειδικά η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος από τον Γιώργο Κατρούγκαλο προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δυνάμεων (από δικηγόρους και μηχανικούς μέχρι αγρότες) και βιώθηκε έντονα ως «επίθεση στη μεσαία τάξη».
Ο συνδυασμός ανάμεσα στην έστω και καθυστερημένη απογοήτευση από τη στροφή του 2015 και το κόστος από συγκεκριμένα μέτρα οδήγησε σε μια κρίσιμη απομάκρυνση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ, που σε σημαντικό βαθμό δεν αντιστράφηκαν.
Το δεύτερο αδύναμο σημείο αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ο κύριος όγκος των ανθρώπων που υποστηρίζουν τη συμφωνία υποστηρίζουν και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ιστορικά ο κομματικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πρόβλημα με τη συμφωνία. Όμως, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ψηφοφόροι που είχαν μετακινηθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ σε προηγούμενες εκλογές και είχαν απομακρυνθεί σε επόμενες φάσεις, βίωσαν τη συμφωνία ως επικύρωση της ρήξης τους με το κυβερνών κόμμα, ως την παράμετρο που τους αποτρέπει από την επιστροφή.
Το τρίτο αδύναμο σημείο του Αλέξη Τσίπρα είναι ότι για πρώτη φορά υπήρξαν σκιές στην εικόνα του. Αυτό αφορά και τα προβλήματα που υπάρχουν πια στο να υποστηριχθεί η θέση για το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς», εάν αναλογιστούμε τις σκιές που υπάρχου π.χ. από την υπόθεση Πετσίτη, αλλά και το πλήγμα στην εικόνα που επέφερε η ίδια η υπόθεση με το κότερο. Και αυτό γιατί οι αποσιωπηθείσες αρχικώς διακοπές του πρωθυπουργού με το κότερο της οικογένειας Παναγοπούλου μπορεί να μην παρέπεμπαν σε κάποια συναλλαγή όμως έφεραν ένα εμφανές ράγισμα στην εικόνα ενός πρωθυπουργού «που δεν προέρχεται από τις ελίτ».
Τα ισχυρά σημεία του Τσίπρα
Το ισχυρό σημείο του Αλέξη Τσίπρα είναι κατά μία παράξενη ειρωνεία της ιστορίας αυτό που του φέρνει και μεγαλύτερο κόστος: η οικονομία. Γιατί μπορεί να υπάρχει το κόστος από μέτρα όπως το ασφαλιστικό ή από την παράταση της λιτότητας, όμως την ίδια στιγμή ο Αλέξης Τσίπρας είναι αυτός που πιστώνεται την τυπική έξοδο από τη μνημόνια αλλά και τα πρώτα μέτρα αναδιανεμητικού χαρακτήρα.
Ιδίως τον τελευταίο χρόνο ο Αλέξης Τσίπρας έχει επιδιώξει σε σημαντικό βαθμό να κατοχυρωθεί ως ο ηγέτης που ανακοινώνει φιλολαϊκά μέτρα. Αυτά μπορεί να μην αντιστρέφουν τις επιπτώσεις από τη λιτότητα, αλλά κατοχυρώνουν την απήχησή του, ενώ ως προς αυτή την πλευρά έχει μια ορισμένη πρωτοβουλία των κινήσεων έναντι του αντιπάλου του.
Το άλλο ισχυρό σχετικά σημείο είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει για συγκεκριμένα τμήματα του εκλογικού σώματος το φόβο για τυχόν ακύρωση των έστω και μικρών παραχωρήσεων. Εκμεταλλεύεται εδώ και το γεγονός ότι η ΝΔ συμμετείχε πολύ πρόσφατα σε κυβέρνηση που ταυτίστηκε με επιθετικά μέτρα π.χ. εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και την τάση ορισμένων στελεχών της αντιπολίτευσης να παρουσιάζουν τη φιλελεύθερη πολιτική κυρίως ως αναίρεση κατακτήσεων.
Και το τρίτο ισχυρό σημείο είναι ότι αποτελεί για τα δεδομένα του σημερινού κοινοβουλίου έναν καλό ρήτορα. Ο πρωθυπουργός μπορεί να σταθεί στη Βουλή, απέκτησε με τα χρόνια την αίσθηση του μπαλκονιού (έστω και εάν σε αρκετές περιπτώσεις θυμίζει μίμηση του Αντρέα Παπανδρέου), και μπορεί να δίνει εικόνα άνεσης στην επικοινωνία με τον κόσμο.
Τα ισχυρά σημεία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ μπαίνουν σε αυτή την εκλογική μάχη έχοντας καταρχάς την ενίσχυση από μια υψηλή συσπείρωση της κομματικής βάσης αλλά και μία εμφανή ανακοπή της απώλειας ψήφων προς τα δεξιά.
Μάλιστα, ακόμη και τακτικές επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως ήταν μια μεγαλύτερη συμπόρευση με την πιο συντηρητική πτέρυγα της ΝΔ, τον βοηθούν στο να έχει ένα κόμμα πιο ενωμένο, χωρίς τις έντονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος. Άλλωστε, ιστορικά η ελληνική κεντροδεξιά πάντα συσπειρώνεται όταν βλέπει την προοπτική της εξουσίας.
Την ίδια στιγμή οι ποιοτικές έρευνες δείχνουν ότι στον πυρήνα πλευρών του οικονομικού του προγράμματος όπως είναι η μείωση της φορολογίας έχει σημαντική απήχηση και αυτό του επιτρέπει ένα σημαντικό άνοιγμα σε στρώματα που προέρχονται από αυτό που θα λέγαμε μεσαία τάξη.
Παράλληλα έχει κατοχυρώσει να εκπροσωπεί το αίτημα της «ασφάλειας», ιδίως από τη στιγμή που η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα συνειδητά σχεδόν το έχει εκχωρήσει, καθώς προκρίνει την συσπείρωση ενός ακροατηρίου με αριστερόστροφα και «δικαιωματικά» αντανακλαστικά. Η ρητορική περί της ασφάλειας, ανεξαρτήτως του εάν και σε ποιο βαθμό όντως έχει επιδεινωθεί η κατάσταση, επίσης προσφέρει ένα σημαντικό άνοιγμα στον Κυριάκο Μητσοτάκη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που αισθάνεται και πιο επισφαλής και πιο ανασφαλής.
Έχει κατορθώσει επίσης να δίνει την εικόνα ότι εκπροσωπεί μια ομάδα που μπορεί να κυβερνήσει και έχει μια καταρχήν κατεύθυνση για το προς τα πού πρέπει να πάνε τα πράγματα.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί ταυτόχρονα να υποδέχεται ένα μέρος της ψήφου διαμαρτυρίας ή δυσαρέσκειας από την κυβερνητική πολιτική αλλά και να μπορεί να την κατοχυρώνει με τρόπο θετικό, ως ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβερνητική πολιτική που θέλει να ασκήσει.
Τα αδύναμα σημεία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Όμως έχουν φανεί και τα αδύναμα σχετικά σημεία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Καταρχάς φαίνεται ότι στο επιτελείο της ΝΔ υπήρξε υποτίμηση των περιθωρίων που θα είχε η κυβέρνηση να ανακοινώσει παροχές και αυτό δημιουργούσε μια αμηχανία όποτε η κυβέρνηση έπαιρνε την πρωτοβουλία και ανακοίνωνε μέτρα «κοινωνικού προφίλ».
Αυτό συνδυάστηκε για ένα διάστημα από μια απουσία συγκεκριμένων θετικών μέτρων που συχνά υποκαταστάθηκαν από μια κάπως γενικόλογη καταγγελία της κυβέρνησης και επίκληση των θετικών που θα επιφέρει η δική του διακυβέρνηση. Ιδιαίτερα μέτρησε ότι δεν υπήρξε μια προσπάθεια να καθησυχαστούν οι φόβοι που καλλιέργησε η κυβέρνηση ως προς τις υποτιθέμενες ανατροπές που θα φέρει η ΝΔ.
Σε αυτό προστέθηκε και μια δυσκολία στο να αποσείσει την εικόνα του πολιτικού που δεν έχει σχέση με το λαό εφόσον προέρχεται από μια μεγάλη πολιτική οικογένεια και είχε μια ζωή αρκετά πιο «προνομιούχα» από την πλειοψηφία των πολιτών.
Όλα αυτά συνδυάστηκαν με το ότι δεν είναι ένας χαρισματικός ρήτορας και σε ορισμένες περιπτώσεις δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να παρερμηνεύει δηλώσεις του Ενδεικτική η πολεμική γύρω από την υποτιθέμενη κατάργηση του δώρου Χριστουγέννων – ενώ εννοούσε τα κατά περίπτωση «κοινωνικά μερίσματα», ή σύγχυση ανάμεσα σε επταήμερη λειτουργία των επιχειρήσεων και επταήμερη εργασία των εργαζομένων. Ωστόσο, πια η κλασική ρητορική μετρά λιγότερο ως κριτήριο ψήφου, ενώ αντίθετα μετρά η εικόνα και εκεί ο πρόεδρος της ΝΔ τα πάει σχετικά καλύτερα.
Η μάχη για τους αναποφάσιστους
Παρότι η παράσταση νίκης της ΝΔ συνεχίζει να επιβεβαιώνεται στις έρευνες, υπάρχουν ακόμη αναποφάσιστοι και γύρω από αυτούς δίνεται η μάχη. Σημαντικό μέρος τους προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και μένει να δούμε εάν θα πειστούν να δώσουν έστω κα με «μισή καρδιά» μια ψήφο ακόμη ή εάν το ρήγμα είναι μη αντιστρέψιμο. Αντίστοιχα, η ΝΔ για να εξασφαλίσει μια ικανή πλειοψηφία χρειάζεται εκείνο το παραπάνω άνοιγμα πέραν της συσπείρωσής της. Και σε αυτή την αναμέτρηση είναι που θα κριθούν και τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία Τσίπρα και Μητσοτάκη.