Τον Μάο Τσε Τουνγκ θυμήθηκε ο Αλέξης Τσίπρας και τη γνωστή του φράση «ο ιμπεριαλισμός και όλοι οι αντιδραστικοί είναι χάρτινες τίγρεις», μιλώντας στο Αγρινιο.
Η επιλογή της συγκεκριμένης φράσης είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Μάο με τη φράση αυτή, που τη χρησιμοποίησε κατ’ επανάληψη, αναφερόταν στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για να δείξει ότι παρότι είχε πυρηνικό οπλοστάσιο, στην πραγματικότητα οι λαοί είχαν τη δύναμη να αντισταθούν.
Μάλιστα, στην περίοδο του σινοσοβιετικού ρήγματος όπου πέραν όλων των άλλων η Κίνα κατηγορούσε την ΕΣΣΔ ότι ακολουθεί συμφιλιωτική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ, η φράση χρησίμευε στο να υπογραμμίζει ότι μπορεί να είναι νικηφόρα μια σύγκρουση. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Χρουτσώφ για να υπογραμμίζει τη διαφωνία του με την κινεζική στάση είχε πει «o χάρτινος τίγρης έχει πυρηνικά δόντια!».
Κατά συνέπεια, εάν κανείς έκανε μια αναλογία με την πρόσφατη ελληνική ιστορία, αυτή θα ήταν μια φράση που κάποιος κανονικά θα απηύθυνε στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, που το 2015 εκτιμώντας ακριβώς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ δεν ήταν «χάρτινες τίγρεις», αλλά μηχανισμοί που μπορούν να εκβιάσουν μια χώρα να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας.
Κοντολογίς, όταν βρέθηκε ο Αλέξης Τσίπρας αντιμέτωπος με το διεθνή παράγοντα, συμπεριφέρθηκε ως να είναι πραγματικές και όχι χάρτινες τίγρεις.
Όταν ο Αλέξης Τσίπρας θυμάται τον Άρη Βελουχιώτη αλλά ξεχνά τη Βάρκιζα…
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι προφανές ότι έχει ένα ιδιότυπο ρεπερτόριο από πολιτικούς ήρωες. Για τον Μάο Τσε Τουνγκ αναφερθήκαμε ήδη. Όμως, πριν από αυτόν είχε αναφερθεί στον Άρη Βελουχιώτη, επικαλούμενος και την περίφημη ομιλία του στη Λαμία.
Και εδώ η επιλογή φιγούρας από το «εικονοστάσιο» του αριστερού κινήματος είναι ιδιοσυγκρασιακή το λιγότερο.
Ο Άρης Βελουχιώτης έχει αυτή τη θέση στην ιστορική μνήμη, όχι μόνο γιατί έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του αντάρτικου, αλλά και γιατί ήταν αυτός που αντιστάθηκε στη συμβιβαστική γραμμή της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ μετά την ήττα στα Δεκεμβριανά. Έμεινε, δηλαδή, στη μνήμη ως αυτός που δεν θα υπέγραφε τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίοδο μετά τη συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα το 2015 δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επικαλέστηκαν τον Άρη Βελουχιώτη ως το αντιπαράδειγμα στην τακτική και πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, ως αυτόν που δεν θα συνθηκολογούσε απλώς μετά από 17 ώρες διαπραγμάτευση με τους άλλους ευρωπαίους ηγέτες.
Τώρα ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι είναι τρόπον τινά στο απυρόβλητο και στη λογική του επικοινωνιακού κουβά που όλα τα χωράει, μπορεί να συμπεριλάβει και τον Άρη, παραβλέποντας τους δικούς του συμβιβασμούς και το κόστος που είχαν για την κοινωνία.
Από τον Στέφανο Τζουμάκα στην Έλενα Κουντουρά
Πάντως για να είμαστε δίκαιοι, η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να πιάσει ξανά το νήμα του αντάρτικού. Ούτε η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πάρει τα βουνά. Ούτε ο κομματικός μηχανισμός μελετά τη θεωρία του «παρατεταμένου λαϊκού πολέμου» και της κίνησης από την περιφέρεια προς το κέντρο για την κατάκτηση της εξουσίας. Ούτε μελετούν στις κομματικές οργανώσεις τις βασικές αρχές του ανταρτοπόλεμου κατά Μάο: «Όταν ο εχθρός προχωρεί, εμείς υποχωρούμε. Όταν ο εχθρός είναι στρατοπευδεμένος, εμείς τον ενοχλούμε. Όταν ο εχθρός είναι εξαντλημένος, του κάνουμε επίθεση. Όταν ο εχθρός υποχωρεί τον καταδιώκουμε».
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατά βάση ετοιμάζεται να εμφανιστεί σε αυτές τις εκλογές ως η πραγματική κεντροαριστερά, η πραγματική «προοδευτική παράταξη».
Αυτό αποτυπώνει και το σχέδιο για την «Προοδευτική Συμμαχία».
Δεν τίθεται θέμα ούτε ρήξεων, ούτε ανατροπών, ούτε καν σκληρής διαπραγμάτευσης. Τα μνημόνια είναι δεδομένα, οι βασικές πλευρές τους δεν θα αναιρεθούν, οι ιδιωτικοποιήσεις θα προχωρήσουν και στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε μέτρα όπως η 13η σύνταξη.
Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητά τους κληρονόμους του Άρη Βελουχιώτη, αλλά του Αντρέα Παπανδρέου.
Και έτσι λοιπόν βρίσκουμε συμπαθείς κατά τα άλλα φιγούρες από τον ευρύτερο χώρο του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Στέφανος Τζουμάκας, χωρίς πολιτική δράση εδώ και αρκετά χρόνια, να αναγορεύονται σε απόδειξη μιας σημαντικής διερεύνησης του ΣΥΡΙΖΑ προς αυτόν τον χώρο, έστω και εάν στην πραγματικότητα η συγκομιδή ήταν μάλλον πενιχρή και τα πιο «βαριά» ονόματα από το χώρο του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτά που ούτως ή άλλως είχαν προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012.
Αντίστοιχα, η διεύρυνση προς το χώρο της ΔΗΜΑΡ (αν και όχι τη «σύνολη ΔΗΜΑΡ») μάλλον έρχεται να επιβεβαιώσει τη μετατόπιση (μετάλλαξη θα έλεγαν οι πιο κακεντρεχείς) του ΣΥΡΙΖΑ σε θέσεις κοντινές σε αυτές της ΔΗΜΑΡ και δη της εποχής που η τελευταία ήταν τμήμα της «μνημονιακής» κυβέρνησης Σαμαρά, παρά σε κάποια αίγλη της απήχησης της κυβερνώντος κόμματος.
Ούτε είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να παρουσιάζει ως «προοδευτική συμμαχία» ακόμη και πολιτικούς που ανήκουν στο χώρο μιας παραδοσιακής δεξιάς. Τόσο η κ. Έλενα Κουντουρά όσο και ο κ. Τέρενς Κουίκ ιστορικά είχαν σαφείς πολιτικές τοποθετήσεις, τις οποίες επανέλαβαν στο πέρασμά τους από του Ανεξάρτητους Έλληνες. Όμως, τώρα παρουσιάζονται από τον επικοινωνιακό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ ως απόδειξη ότι διαμορφώνεται μια νέα κεντροαριστερά.
Από την Άρη Βελουχιώτη στον… Άρη Σπηλιωτόπουλο
Σε αυτό το φόντο, δεν θα πρέπει να ξενίζει η δήλωση του Άρη Σπηλιωτόπουλο ότι τον αφορά το κάλεσμα που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για την προοδευτική συμμαχία, δήλωση που μάλιστα παρουσιάζεται και με όρους ενός αναγκαίου μετώπου των δημοκρατικών δυνάμεων, ώστε να «μην επαναληφθεί η ιστορία με όρους μεσοπολέμου».
Ομολογουμένως εντυπωσιάζει η όψιμη… αντιφασιστική ευαισθησία του κ. Σπηλιωτόπουλου, εάν αναλογιστούμε ότι στις δημοτικές εκλογές του 2014 είχε υποστηρίξει ότι «η Αθήνα δεν χωράει άλλους μετανάστες» και ότι θα έκανε δημοψήφισμα για το τζαμί.
Η συμπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ για τους πάλαι ποτέ καραμανλικούς είναι γνωστή και είχε καταγραφεί ήδη από πριν την άνοδο στην εξουσία. Φαίνεται ότι υπάρχει και ανταπόκριση σε αυτήν, εάν κρίνουμε από την ετοιμότητα του κ. Σπηλιωτόπουλου να ανταποκριθεί στο σχετικό κάλεσμα.
Επί του θέματος των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με τη λεγόμενη «καραμανλική» πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, ας σημειώσουμε και τη συμμετοχή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην κυβέρνηση από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης και με ενεργό ρόλο στην ιδιότυπη εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης και των δικαστικών διώξεων κατά πολιτικών που μεθοδεύει η κυβέρνηση.