Στην τελική ευθεία για τις ευρωεκλογές το κρίσιμο ερώτημα αφορά το ποιοι παράγοντες θα επηρεάσουν τελικά τις επιλογές των ψηφοφόρων αλλά και το τελικό αποτέλεσμα.
Ο λόγος είναι ότι παρότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν λίγο πολύ μια σταθερή τάση, που αφορά την πρωτιά της ΝΔ, την ίδια στιγμή υπάρχουν παράγοντες σε αυτές τις εκλογές που μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, χωρίς να μπορεί εύκολα να σταθμιστεί το ποια ακριβώς θα είναι η επίδραση.
Το ερώτημα της συμμετοχής
Ένα πρώτο ερώτημα αφορά τη συμμετοχή. Στις προηγούμενες ευρωεκλογές ήταν για τα ευρωπαϊκά δεδομένα σχετικά υψηλό φτάνοντας το 59.33%, αρκετά πιο πάνω από το 52,54% των ευρωεκλογών του 2009.
Ήταν ένα ποσοστό πιο υψηλό από το 55,95% των εθνικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, έστω και εάν εκεί μέτρησε ιδιαίτερα και ένα κλίμα απογοήτευσης των ψηφοφόρων μετά τις παλινωδίες που ακολούθησαν το δημοψήφισμα.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η εκτίμηση από τις μετρήσεις που κάνουν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων παραπέμπουν σε ανάλογη συμμετοχή και σε αυτή την αναμέτρηση, δηλαδή λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 60%.
Σε αυτό θα συνεισφέρει και η σύμπτωση με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ειδικά φέτος που μετά την καθιέρωση της απλής αναλογικής υπήρξε μια άνοδος του συνολικού αριθμού των υποψηφιοτήτων άρα και της πιθανότητας ένας ψηφοφόρος να πάει να ψηφίσει έστω και επειδή έχει έναν συγγενή ή φίλο που έχει υποψήφιο.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2014 το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές για περιφέρειες ήταν στον πρώτο γύρο 61,56%.
Τι θα σημάνει η αυξημένη συμμετοχή;
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν θα επιβεβαιωθεί η τάση για μια σχετικά αυξημένη συμμετοχή και με ποιο τρόπο θα επηρεάσει το αποτέλεσμα.
Μια βασική παράμετρος είναι η αδιευκρίνιστη ψήφος που σε σημαντικό ποσοστό προέρχεται και από ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που εξηγεί και τον ακόμη χαμηλό βαθμό συσπείρωσης που εμφανίζει το κυβερνών κόμμα.
Μια υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει είναι ότι εάν αυτοί οι ψηφοφόροι φτάσουν στην κάλπη – έστω και επειδή κατά βάση θέλουν να συμμετέχουν στις αυτοδιοικητικές εκλογές – είναι πιθανό να στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως από τη στιγμή που μέχρι τώρα δεν είχε μπορέσει να τους κερδίσει η Νέα Δημοκρατία.
Σε μια τέτοια περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να ελπίζει σε μια σχετική μείωση της διαφοράς του από τη Νέα Δημοκρατία και αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη στροφή της ρητορικής και την απόπειρα ξανακερδίσματος ψηφοφόρων μέσω μέτρων με «κοινωνικό προφίλ».
Πόσο θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα οι παροχές;
Η αντιπολίτευση προσπάθησε τις τελευταίες μέρες να αποδομήσει το κυβερνητικό αφήγημα υποστηρίζοντας ότι οι παροχές δεν ήταν τόσο μεγάλες (π.χ. επειδή η 13η σύνταξη φορολογήθηκε κανονικά) ή καταγγέλλοντας ότι η παροχολογία της τελευταίας στιγμής δεν θα μεταπείσει ψηφοφόρους αποφασισμένους να τιμωρήσουν ούτως ή άλλως την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Όμως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση θα έδειχνε μια πιο αντιφατική κατάσταση. Σε αντίθεση με άλλες εκλογικές μάχες όπου η διαχωριστική γραμμή χαρασσόταν με πολύ πιο εμφανή τρόπο, τώρα τα όρια είναι οι πιο ρευστά.
Υπάρχουν κομμάτια της κοινωνίας που απογοητεύτηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ακόμη και εάν τον ψήφισαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, και τα οποία δεν θα επιστρέψουν. Αυτό έχει αποτυπωθεί σε ποσοτικές και ποιοτικές μετρήσεις και είναι και εκείνα τα κομμάτια που επίσης δείχνουν να επηρεάζονται από εξελίξεις όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, που μπορεί να μην είναι από μόνη της καθοριστικός παράγοντας (στις έρευνες μπορεί να απορρίπτεται αλλά δεν ιεραρχείται στα προβλήματα και τα κριτήρια ψήφου), όμως «επικυρώνει» για ένα τμήμα του εκλογικού σώματος την αντιπαλότητα προς την κυβέρνηση.
Όμως, υπάρχουν και κομμάτια που επηρεάζονται από τις εξαγγελίες μέτρων. Σε μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών, η μόνιμη παροχή π.χ. 13ης σύνταξης, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η νέα δομή των επιδομάτων, οι 120 δόσεις έχουν πραγματικό αντίκτυπο.
Το γεγονός ότι η αντιπολίτευση δεν τα απέρριψε (αποφεύγοντας να υιοθετήσει μια ρητορική περί «παροχών που θα οδηγήσουν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό»), δεν σημαίνει ότι μπόρεσε και να κρύψει την αμηχανία, καθώς η ΝΔ δεν είχε κάνει ανάλογες προτάσεις έγκαιρα, έχοντας περιοριστεί κυρίως στις προτάσεις για τη φορολογία.
Το πώς τελικά όλα αυτά θα επηρεάσουν τα πράγματα, είναι κάτι που θα φανεί στην κάλπη. Θα φανεί, δηλαδή το εάν κυρίως μέτρησε ο υπολογισμός του άμεσου οφέλους από τα κυβερνητικά μέτρα ή η προηγούμενη δυσαρέσκεια για τη διάψευση του 2015 και τα μνημονιακά μέτρα που εφαρμόστηκαν μετά.
Το δύσβατο έδαφος και για τους δύο μονομάχους
Όλα αυτά έχουν ένα πιο συνολικό υπόβαθρο που αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και τα δύο κόμματα μπροστά στις κάλπες.
Η ΝΔ είναι ενισχυμένη από προηγούμενα ρεύματα δυσαρέσκειας, εκμεταλλεύεται την σταθερή αντιπολιτευτική τοποθέτηση που είχε σε όλες τις κυβερνητικές επιλογές, έχει υψηλή συσπείρωση και την ίδια στιγμή η «παράσταση νίκης» που διαθέτει περιορίζει τις διαρροές προς τα δεξιά.
Όμως, έχοντας δεσμευτεί και αυτή στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου και έχοντας επιλέξει από νωρίς να μην υποσχεθεί άμεσα μέτρα βελτίωσης της θέσης των ασθενέστερων στρωμάτων, υποστηρίζοντας ότι προείχε η ανάπτυξη, άργησε να καταλάβει ότι τόσο η δημοσιονομική συνθήκη όσο και η συνολική πολιτική συνθήκη, εντός και εκτός Ελλάδας, άφηνε περιθώρια για περιορισμένης κλίμακας παροχές. Το αποτέλεσμα είναι να δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει ένα άμεσο πακέτο παροχών και ότι απλώς προσπαθεί να απαντήσει στις κυβερνητικές εξαγγελίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη εκμεταλλεύεται σε μεγάλο βαθμό τα όποια φιλολαϊκά και «δικαιωματικά» μέτρα πήρε στη διάρκεια της θητείας του, καθώς και τις παροχές και υποσχέσεις που κάνει. Πάνω σε αυτά θέλει να οικοδομήσει μια νέα πόλωση, όπως και να εκμεταλλευτεί το σχετικό φόβο που υπάρχει ακόμη σε τμήματα του εκλογικού σώματος για το ποιες θα είναι οι πολιτικές που θα ασκήσει, π.χ. σε τμήματα των δημοσίων υπαλλήλων, ή σε τμήματα της μισθωτής εργασίας που δεν βλέπουν με αισιοδοξία τις απόψεις για την επταήμερη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Όμως, από την άλλη δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει και αυτή τη φορά, όπως το 2015, να πετύχει να εμπεδώσει την ιδιότυπη δική του εκδοχή του «δεν υπάρχει εναλλακτική» και άρα οι ψηφοφόροι να τον εμπιστευτούν στην ίδια κλίμακα. Ιδίως όταν αντικειμενικά δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα παραπάνω από μικρής κλίμακας «παροχές» που δεν αλλάζουν τις βασικές παραμέτρους μιας συγκυρίας δυσμενούς για τα ασθενέστερα στρώματα.
Στην πραγματικότητα, η δυσκολία και των δύο κομμάτων είναι ότι προγραμματικά δεν μπορούν να υποσχεθούν κάτι πολύ διαφορετικό από μια παράταση της σημερινής κατάστασης, έστω και με βελτίωση κάποιων κοινωνικών δεικτών.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί και τα δύο κόμματα είναι τόσο ευαίσθητα σε ζητήματα εικόνας, χωρίς ωστόσο αυτό να μπορεί να συγκαλύψει και ένα βαθμό στρατηγικής αμηχανίας που φαίνεται και από το πόσο λίγη κουβέντα γίνεται πραγματικά ως προς τα πολιτικά και οικονομικά σχέδια για την «επόμενη μέρα».