Το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας μετά το «σκάνδαλο Ίμπιζα», έχει οδηγήσει στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού της Αυστρίας με ορατό τον κίνδυνο να χάσει το αξίωμά του ακόμη και ο ίδιος ο καγκελάριος επειδή φλέρταρε με τους ακροδεξιούς και τους έδωσε κυβερνητικά αξιώματα.
Μετά από αυτό, πολλοί στην ΕΕ ελπίζουν τώρα ότι οι ψηφοφόροι στα κράτη – μέλη θα τιμωρήσουν τους ακροδεξιούς ψηφίζοντας παραδοσιακά κόμματα. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται οι υποψήφιοι ακροδεξιών κομμάτων στα τοκ σόου, έτσι ώστε να μην προκαλούνται αντανακλαστικά συμπάθειας στους ψηφοφόρους.
Θρίαμβος της ερευνητικής δημοσιογραφίας
Ο επικοινωνιολόγος Μπέρνχαρντ Πέρξεν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τίμπιγκεν, μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία περιγράφει το δίλημμα. «Όσο πιο αντικειμενικά, στοχευμένα και άμεσα γίνεται, τόσο το καλύτερο», λέει. «Γενικά υπάρχει το δίλημμα πώς αντιμετωπίζει κανείς τον πολιτικό του αντίπαλο, πώς μπορεί να βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην προθυμία για διάλογο και στην κατά μέτωπο επίθεση. Είναι δύσκολο διότι χρειάζεται να εξαντλήσει κανείς τα όρια του διαλόγου ώστε να μην δώσει την εντύπωση ότι αφήνει να περάσουν εθνικιστικές φαντασιώσεις ή ανοησίες. Αλλά και η κατά μέτωπο επίθεση προκαλεί κάποιες φορές τη συμπάθεια που ακριβώς πρέπει να αποφύγει κανείς».
Σύμφωνα με τον γερμανό επικοινωνιολόγο η περίπτωση της Αυστρίας αποκαλύπτει μια διπλή εικόνα. Από τη μια γίνεται σαφής η επίδραση που έχουν αυτά τα σκάνδαλα μέσω των κλασσικών ΜΜΕ στο κοινό. Υπό αυτήν την έννοια αποτελούν έναν θρίαμβο της ερευνητικής δημοσιογραφίας οι αποκαλύψεις που έκαναν η Süddeutsche Zeitung και το Spiegel.
«’Αμεσα, συγκεκριμένα, αντικειμενικά»
Από την άλλη όμως παρατηρούνται μαζικές αντιδράσεις των ακροδεξιών κομμάτων, που αποτυπώνουν το αλλαγμένο κλίμα στην κοινωνία. «Τα ακροδεξιά κόμματα», επισημαίνει ο Μπέρνχαρντ Πέρξεν, «προσπαθούν, όπως έδειξαν οι αντιδράσεις του Χανς Κρίστιαν Στράχε ή ακόμη και των μελών του γερμανικού εθνολαϊκιστικού κόμματος AfD, να παρουσιάσουν το σκάνδαλο στην Αυστρία ως μεμονωμένη περίπτωση ή να προβάλλουν δικαιολογίες για θεωρίες συνομωσίας. Και εδώ βγαίνουν στην επιφάνεια αντιδράσεις που ξεπερνούν τα όρια της λεκτικής ευπρέπειας και που δείχνουν έναν νέο σκληρό τρόπο άμυνας». Αυτό συνοψίζεται στην αρχή ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
Σε αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις πώς θα πρέπει κανείς να αντιδρά; «Καταρχήν, δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές, δεύτερον όσο πιο άμεση, συγκεκριμένη και αντικειμενική είναι αντιπαράθεση, τόσο το καλύτερο. Δεν θα πρέπει να διακόπτονται οι προσπάθειες διαλόγου με τους οπαδούς αυτών των κομμάτων, θα ήταν λάθος, κατά τη γνώμη μου. Αντίθετα, τους αρχηγούς αυτών των κομμάτων και τους επικεφαλείς υποψηφίους τους, θα πρέπει να τους επικρίνει κανείς με σαφήνεια. Αυτός ο συνδυασμός νομίζω ότι αποτελεί τον καλύτερο τρόπο».
DLF / Κριστιάνε Χόιερ
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου