Παρά τις διάφορες καταδικαστικές δηλώσεις που έχουν υπάρξει για την απόφαση της Τουρκίας να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέχρι στιγμής το μόνο που δείχνει να έχει εμποδίσει την εκκίνηση της αναγνωριστικής γεώτρησης εντός των ορίων της κυπριακής ΑΟΖ είναι τα τεχνικά προβλήματα που συναντούν οι Τούρκοι και οι δυσκολίες στην εξεύρεση αξιόπιστης τεχνικής υποστήριξης.
Αυτό δείχνει και την πραγματική δυσκολία στην οποία βρίσκεται η κυπριακή κυβέρνηση που βλέπει την όποια ρητορική υποστήριξη να μην μετατρέπεται σε έμπρακτη στήριξη με όρους που να συνεπάγονται πίεση προς την Τουρκία.
Ακόμη χειρότερα, υπήρξε και η επιλογή της βρετανικής κυβέρνησης, δια στόματος του υφυπουργού για ζητήματα Ευρώπης Σερ Άλαν Ντάνκαν αρχικά αλλά και αργότερα του ίδιου του Φόρειν Όφις να υποστηρίξει ότι η κυριαρχία εντός της κυπριακής ΑΟΖ είναι υπό αμφισβήτηση. Ακόμη και εάν κανείς θέλει να το αποδώσει σε ένα συνδυασμό του αποικιακού παρελθόντος και των όποιων τωρινών προτεραιοτήτων της βρετανικής διπλωματίας, δεν παύει αντικειμενικά να αποτελεί πλήγμα μια χώρα που είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να θεωρεί ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες σε μια ΑΟΖ που χαράχθηκε και ανακηρύχθηκε με βάση το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο των Θαλασσών.
Η Γαλλία παίρνει θέση
Η κυπριακή κυβέρνηση ήξερε εδώ και καιρό ότι το πρόβλημα ως προς την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στην ΑΟΖ θα προέκυπτε γύρω από συγκεκριμένα «οικόπεδα» που είτε θα ήταν «ορφανά» είτε οι εταιρείες που πήραν τα συμβόλαια δεν έχουν τόσο έντονη υποστήριξη των χωρών τους.
Αυτό έγινε πολύ έντονα αισθητό πέρσι όταν η Τουρκία κατάφερε να παρεμποδίσει την έναρξη εργασιών από την ιταλική ΕΝΙ στο οικόπεδο, κάτι που για παράδειγμα δεν έγινε στο οικόπεδο 10 όπου η αμερικανικών συμφερόντων ExxonMobil ανακάλυψε εκμεταλλεύσιμα αποθέματα.
Αυτό οδήγησε την κυπριακή κυβέρνηση στο να επιταχύνει την προσπάθεια για να δημοπρατηθούν ακόμη περισσότερα οικόπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο δημοπρατήθηκε και το οικόπεδο 7, με τις πληροφορίες να συγκλίνουν ότι θα δοθεί τελικά η άδεια στην κοινοπραξία ανάμεσα στη γαλλική Total και τη ιταλική ENI, μια που συμφωνία που πιθανόν να σημάνει και παρουσία της γαλλική εταιρείας και στα άλλα οικόπεδα για τα οποία έχει άδεια η ιταλική εταιρεία. Σε αυτή την περίπτωση η κοινοπραξία Total – ENI θα έχει παρουσία σε 7 από τα 9 οικόπεδα που έχουν δημοπρατηθεί μέχρι τώρα (τα άλλα δύο είναι το 10, της ExxonMobil. και το 12 της κοινοπραξίας Noble Energy, Shell και της ισραηλινής Delek), συμπεριλαμβανομένου και του επίμαχου οικοπέδου 3.
Η κυπριακή κυβέρνηση θεωρεί ότι η αναβάθμιση της συνεργασίας με τη γαλλική πλευρά θα επεκταθεί και στο πολιτικό επίπεδο και ότι η Γαλλία θα ρίξει το βάρος της απέναντι στις τουρκικές πλευράς, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι η Γαλλία τα τελευταία χρόνια έχει κρατήσει μια αρκετά επιθετική στάση έναντι της Τουρκίας, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας.
Η αναβάθμιση της γαλλοκυπριακής αμυντικής συνεργασίας
Σε αυτό το πλαίσιο επιδιώκεται και η αναβάθμιση της αμυντικής συνεργασίας ανάμεσα στην Κύπρο και τη Γαλλία. Αυτό ήταν και το αντικείμενο της συνάντησης ανάμεσα στο Κύπριο υπουργό Άμυνας Σάββα Αγγελίδη και την Γαλλίδα ομόλογό του Φλοράνς Παρλύ στο Παρίσι στις 15 Μαΐου, στο πλαίσιο της οποίας υπογράφηκε και συμφωνία για χρήση της ναυτικής βάσης «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί από τον γαλλικό στόλο.
Στην επίσημη ανακοίνωση που εκδόθηκε αναφέρεται πως «οι δύο υπουργοί επιβεβαίωσαν εγγράφως την πρόθεση των δύο χωρών για συνεργασία με σκοπό την ενίσχυση των στρατιωτικών ναυτικών δυνατοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και για ευρεία στρατηγική συνεργασία προς όφελος των ναυτικών δυνάμεων των δυο χωρών».
Εδώ και μήνες στη ναυτική βάση στο Μαρί γίνονται έργα διεύρυνσης του λιμανιού για να μπορεί να φιλοξενεί μεγάλα πολεμικά πλοία και υποβρύχια του Γαλλικού Ναυτικού, που θα σταθμεύουν σε μόνιμη βάση, ενώ το επιχειρησιακό τους κέντρο θα βρίσκεται στο αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle που περιπολεί στην ανατολική Μεσόγειο.
Η κίνηση αυτή αποτυπώνει και τη γαλλική επιθυμία για ισχυρότερη στρατιωτική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ενώ η κυπριακή κυβέρνηση επιθυμεί και την αγορά πλοίου ανοιχτής θαλάσσης από τη Γαλλία.
Το πλαίσιο της αμυντικής συνεργασίας το είχε παρουσιάσει και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κατά τη συνάντησή του με τον Κύπριο Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη στη συνάντηση στις 30 Ιανουαρίου στο Παρίσι στο περιθώριο της Συνόδου MED 7 των μεσογειακών χωρών της ΕΕ.
Τότε ο κ. Μακρόν είχε υποστηρίξει ότι «η διμερής σχέση μεταξύ της Κύπρου και της Γαλλίας είναι εξαιρετική και τροφοδοτείται από μια υποδειγματική συνεργασία ιδιαίτερα στους τομείς της άμυνας και της ενέργειας». Ειδικότερα, είχε πει ότι «η Κύπρος αποτελεί έναν ενδιάμεσο σταθμό για το γαλλικό Ναυτικό και ιδιαίτερα για το αεροναυτικό συγκρότημα που σχηματίστηκε γύρω από το αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle. Υπολογίζω πολύ σε αυτή τη συνεργασία, η οποία απεικονίζει τη φιλοδοξία μιας κυρίαρχης Ευρώπης, η οποία εξασφαλίζει τα μέσα για να προφυλάξει τον εαυτό της. Αυτή η συνεργασία αποτελεί για μένα ένα σημαντικό στοιχείο του ευρωπαϊκού σχεδιασμού άμυνας, τον οποίο έχουμε ενισχύσει πολύ στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου». Παράλληλα, ο Γάλλος πρόεδρος είχε επιμείνει «την αναγκαιότητα να τύχει σεβασμού η κυριαρχία της Κύπρου», εκφράζοντας ανησυχία για τα «περιστατικά που κατ’ επανάληψη λαμβάνουν χώρα στην κυπριακή θάλασσα».
Θα υπάρξει απάντηση στις τουρκικές κινήσεις;
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει και αφορά το εάν θα υπάρξει απάντηση τελικά στις τουρκικές κινήσεις. Μέχρι τώρα αυτό που έχει υπάρξει είναι ότι Τουρκία δεν έχει αμφισβητήσει περιοχές όπου δραστηριοποιούνται συμφέροντα χωρών με τις οποίες δεν θέλει τώρα να έρθει σε πλήρη σύγκρουση, όπως οι ΗΠΑ. Μένει να δούμε εάν αυτό θα υπάρξει και για τη Γαλλία.
Όπως επίσης μένει να δούμε ποια μορφή μπορεί να πάρει η πίεση απέναντι σε μια Τουρκία που προσπαθεί ταυτόχρονα να αποφύγει τις ευθείες αντιπαραθέσεις αλλά και να δημιουργεί τετελεσμένα όπου μπορεί σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απλή αμυντική παρουσία, που εν μέρει αντανακλά και σχεδιασμούς που δεν αφορούν την ίδια την Κύπρο, δεν φαίνεται να αποτρέπει τις κινήσεις της Άγκυρας, έστω και εάν μπορεί να τις περιορίσει σε συγκεκριμένα όρια.
Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας αποτελεί ακόμη βασική πλευρά της ευρωπαϊκής πολιτικής για το μεταναστευτικό – προσφυγικό και δύσκολα θα ήθελαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διακυβευτεί. Άλλωστε, μπορεί να έχει παγώσει χρόνια τώρα η ενταξιακή διαδικασία, αλλά λίγοι θα ήθελαν μια πιο συνολική ρήξη.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί παρότι σε επίπεδο ευρωπαϊκών οργάνων υπήρξαν αρκετές δηλώσεις που να καταδικάζουν τις τουρκικές κινήσεις δεν λήφθηκαν προς το παρόν συγκεκριμένα μέτρα.