Οι γνωστοί και έγκριτοι δημοσκόποι Γιάννης Μαυρής και Γιώργος Συμεωνίδης εκτιμούν ότι η διαφορά μεταξύ ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ θα φθάσει σε ιστορικό υψηλό πρώτου – δεύτερου κόμματος σε ευρωεκλογές.
Στην ανάλυσή τους επισημαίνουν ότι «στις προσεχείς ευρωεκλογές, η ΝΔ είναι αρκετά πιθανό να υπερβεί το 30% και ο ΣΥΡΙΖΑ το 20%».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση για τα σενάρια επιρροής των κομμάτων στις ευρωεκλογές, το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας αναμένεται να κυμανθεί από 30% (κάτω όριο) έως 35% (άνω όριο). Αντίστοιχα, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να κυμανθεί από 18% (κάτω όριο) έως 24% (άνω όριο).
Με αυτά τα δεδομένα από την συγκεκριμένη ανάλυση προκύπτει ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ πιάσει το ανώτατο όριο και η Νέα Δημοκρατία το κατώτατο, τότε η διαφορά των κομμάτων θα κυμανθεί στις έξι μονάδες υπέρ της ΝΔ. Αν συμβεί το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή πιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ το κατώτατο όριο και η ΝΔ το ανώτερο, τότε η διαφορά των δύο κομμάτων θα εκτοξευθεί στις 17 μονάδες.
Να σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα όρια, στηρίζονται στην τελευταία διαθέσιμη εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue.
Όπως αναφέρουν στην ίδια ανάλυση οι κ.κ. Μαυρής και Συμεωνίδης, τα ποσοστά των δύο σημερινών μεγαλύτερων κομμάτων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) στις ευρωεκλογές, αναμένεται να είναι αισθητά χαμηλότερα, από τα αντίστοιχα που θα κέρδιζαν, αν διεξάγονταν βουλευτικές εκλογές. Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τα ιστορικά δεδομένα του συνόλου των προηγούμενων ευρωεκλογών.
Η αναμενόμενη ευρωεκλογική διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται, κατά 2% – 5%, της εκτιμώμενης -σήμερα- διαφοράς στη βουλευτική επιρροή τους. Συνεπώς, η διαφορά που θα καταγραφεί στις ευρωεκλογές είναι λάθος να συγκριθεί με τη διαφορά που καταγράφουν δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές.
Σύμφωνα πάντα με την τελευταία διαθέσιμη εκτίμηση της Public Issue, η εκλογική επιρροή της ΝΔ, σε ενδεχόμενες σήμερα βουλευτικές εκλογές, θα κυμαίνονταν από 35% ως 42% και του ΣΥΡΙΖΑ από 21% ως 27%.
Ολόκληρη η ανάλυση των Μαυρή και Συμεωνίδη
Βασικά συμπεράσματα
Τα ποσοστά των δύο σημερινών μεγαλύτερων κομμάτων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) στις ευρωεκλογές, αναμένεται να είναι αισθητά χαμηλότερα, από τα αντίστοιχα που θα κέρδιζαν, αν διεξάγονταν βουλευτικές εκλογές. Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τα ιστορικά δεδομένα του συνόλου των προηγούμενων ευρωεκλογών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε το εκλογικό του ποσοστό κατά 9,8% και η ΝΔ κατά 5%, σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014, που είχαν προηγηθεί κατά 8 μήνες.
Στις προσεχείς ευρωεκλογές, η ΝΔ είναι αρκετά πιθανό να υπερβεί το 30% και ο ΣΥΡΙΖΑ το 20%, ενώ η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ να προσεγγίσει τα ιστορικά υψηλότερα, μέχρι σήμερα, καταγεγραμμένα επίπεδα της ψαλίδας πρώτου/δεύτερου κόμματος, σε ευρωεκλογές.
Από την άλλη πλευρά, η αναμενόμενη ευρωεκλογική διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται, κατά 2%-5%, της εκτιμώμενης -σήμερα- διαφοράς στη βουλευτική επιρροή τους. Συνεπώς, η διαφορά που θα καταγραφεί στις ευρωεκλογές είναι λάθος να συγκριθεί με τη διαφορά που καταγράφουν δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές.
Τέλος, το ύψος της αποχής δεν αναμένεται να επιδράσει σημαντικά στο αποτέλεσμα της αναμέτρησης του προσεχούς Μαΐου.
1. Οι δυσκολίες πρόβλεψης των ευρωεκλογών αποκλειστικά με δημοσκοπήσεις
Η πρόβλεψη των ευρωεκλογών με τη χρήση –αποκλειστικά- δημοσκοπήσεων παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες, που έχουν επισημανθεί εκτενώς στη διεθνή βιβλιογραφία (Μαυρής και Συμεωνίδης 2016). Μεταξύ των παραγόντων που δυσχεραίνουν την πρόβλεψη υπάρχουν κάποιοι που έχουν γενική ισχύ, αλλά μπορεί να εμφανίζονται και παράγοντες δυσκολίας, που έχουν συγκυριακό χαρακτήρα.
Ι. Γενικότεροι παράγοντες
Σε γενικές γραμμές, οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται για τις ευρωεκλογές είναι, κατά κανόνα, λιγότερο ακριβείς, από τις αντίστοιχες έρευνες για τις εθνικές εκλογές. Αυτό συμβαίνει, διότι όταν οι ψηφοφόροι απαντούν σε δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές, συνήθως έχουν στο μυαλό τους πάλι τις εθνικές εκλογές.
Όπως επισημάνθηκε στο πρώτο μέρος της παρούσας ανάλυσης[1], λόγω του ιδιότυπου χαρακτήρα και της δευτερεύουσας σημασίας, που έχουν πάντοτε οι ευρωεκλογές, αυξάνεται η εκλογική ρευστότητα και ευνοείται η «χαλαρή» ψήφος. Ως αποτέλεσμα, το πλαίσιο διεξαγωγής τους καθορίζεται ουσιαστικά από την εκάστοτε εγχώρια πολιτική συγκυρία.
Η πρόβλεψη των ευρωεκλογών, με χρήση δημοσκοπήσεων, δυσχεραίνεται επίσης σημαντικά, από το γεγονός ότι δεν υφίσταται (και δεν μπορεί αντικειμενικά να υπάρξει) συστηματική χρονοσειρά ερευνών πρόθεσης ψήφου ευρωεκλογών, αντίστοιχη με αυτή των εθνικών εκλογών.
ΙΙ. Συγκυριακοί παράγοντες
Στους παράγοντες που δημιουργούν γενικά δυσκολίες στις δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές, θα πρέπει να προστεθούν, ειδικά για την επερχόμενη αναμέτρηση του Μαΐου, και οι ακόλουθοι, που οφείλονται σε ειδικούς, συγκυριακούς λόγους.
Η σύγχυση ευρωεκλογών/εθνικών εκλογών γίνεται σήμερα στην Ελλάδα εντονότερη για δύο λόγους. Αφενός, λόγω της φημολογούμενης ταυτόχρονης διεξαγωγής των ευρωεκλογών με τις βουλευτικές εκλογές του 2019, που κυριάρχησε για αρκετούς μήνες στα Μέσα Ενημέρωσης. Αφετέρου, λόγω της προεκλογικής εκστρατείας, με χαρακτηριστικά εθνικών εκλογών, που διεξάγουν οι πολιτικοί αρχηγοί.
Η εκ νέου αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και συγκεκριμένα η διεξαγωγή των ευρωεκλογών ταυτόχρονα με τον πρώτο γύρο των δημοτικών/περιφερειακών εκλογών ενδέχεται να επηρεάσει το ύψος της αποχής.
Η συνεχιζόμενη κινητικότητα και η τάση αναδιάταξης του κομματικού συστήματος εντείνει τη ρευστότητα της εκλογικής συμπεριφοράς. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η εκλογική επιρροή τριών νεοπαγών κοινοβουλευτικών κομμάτων, των ΑΝΕΛ, της Ένωσης Κεντρώων και του Ποταμιού έχει υποχωρήσει αισθητά, ενώ αντίθετα νεότερα κομματικά μορφώματα, όπως πχ. η Ελληνική Λύση φαίνεται να διεκδικούν είσοδο στην επόμενη Βουλή. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο πώς αυτές οι μεταβολές θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές.
2. Η σχέση εκλογικής επιρροής των κομμάτων στις ευρωεκλογές και τις βουλευτικές
Από την παρατήρηση των ιστορικών δεδομένων των βουλευτικών εκλογών και των ευρωεκλογών, προκύπτει το συμπέρασμα, ότι, κατά κανόνα, ανάμεσα στις δύο μορφές εκλογικής αναμέτρησης υφίσταται μια συστηματική σχέση. Η σχέση βουλευτικής επιρροής και ευρωεκλογικής επιρροής των κομμάτων μπορεί να μελετηθεί με πολλούς τρόπους και έχει αποτελέσει, εκτενώς, αντικείμενο έρευνας στη διεθνή βιβλιογραφία (Μαυρής και Συμεωνίδης 2016, 116).
Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η παραπάνω σχέση μπορούσε να διαπιστωθεί με ένα πολύ απλό τρόπο: τη σύγκριση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων στις δύο περιπτώσεις, στις οποίες οι βουλευτικές εκλογές και οι ευρωεκλογές πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα, το 1981 και το 1989. Γενικότερα, η απλή εμπειρική σύγκριση των αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών με τις ευρωεκλογές είναι δυνατόν να οδηγήσει σε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, η συστηματική σχέση των δύο μορφών εκλογών επιτρέπει την κατασκευή στατιστικών υποδειγμάτων για την πρόβλεψη του αποτελέσματος των ευρωεκλογών (Auberger 2008, Hix, Marsh and Vivyan 2009, Manow 2005, Nielsen 1999).
Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί, ότι, στην παρούσα ανάλυση, μελετάται, τόσο εμπειρικά, όσο και με τη βοήθεια στατιστικών υποδειγμάτων, η σχέση βουλευτικής και ευρωεκλογικής επιρροής για τη ΝΔ και το εκάστοτε κυρίαρχο κόμμα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Συγκεκριμένα το ΠΑΣΟΚ, από το 1981 μέχρι το 2009 και τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 μέχρι σήμερα. Ο όρος «κεντροαριστερά» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την ιδεολογική του σημασία. Η κατάταξη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ στην «κεντροαριστερά» δεν αποτελεί μια αξιολογική κρίση με βάση την ιδεολογική τους ταυτότητα, αλλά αναφέρεται στην, ως ένα βαθμό, συνέχεια που διέπει την εκλογική βάση των συγκεκριμένων κομμάτων.
3. Συμπεράσματα από τη εμπειρική σύγκριση των αποτελεσμάτων βουλευτικών εκλογών και ευρωεκλογών
Σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες της προτεινόμενης τυπολογίας για τις ελληνικές ευρωεκλογές, η απόκλιση ευρωεκλογικής/βουλευτικής επιρροής των κομμάτων εμφανίζει σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Ι. Απόκλιση ευρωεκλογικής και βουλευτικής επιρροής, όταν οι ευρωεκλογές ακολουθούν τις βουλευτικές (1994, 2004).
Στις δύο περιπτώσεις, που οι ευρωεκλογές διεξήχθησαν λίγους μήνες μετά τις βουλευτικές, η ευρωεκλογική επιρροή της ΝΔ σημείωσε πτώση 4,5%, κατά μέσο όρο, συγκριτικά με τις βουλευτικές που προηγήθηκαν. Η αντίστοιχη πτώση του ΠΑΣΟΚ είναι ακόμη υψηλότερη, φθάνοντας το 8%, κατά μέσο όρο (Πίνακες 1,2).
ΙΙ. Απόκλιση ευρωεκλογικής και βουλευτικής επιρροής, όταν οι ευρωεκλογές διεξάγονται ταυτόχρονα με τις βουλευτικές (1981,1989).
Από την απλή παρατήρηση των αποτελεσμάτων των δύο αναμετρήσεων, προκύπτει, ότι η εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ υπήρξε στις βουλευτικές 1981 και 1989, κατά μέσο όρο, 5,6% υψηλότερη από την αντίστοιχη επιρροή του στις ευρωεκλογές, ενώ η αντίστοιχη της ΝΔ υψηλότερη κατά 4,3% (Πίνακες 1,2).
ΙΙΙ. Απόκλιση ευρωεκλογικής και βουλευτικής επιρροής, όταν οι βουλευτικές ακολουθούν τις ευρωεκλογές (1984, 1999, 2009, 2014).
Στις τέσσερεις (4) περιπτώσεις, που οι βουλευτικές εκλογές ακολούθησαν, σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, τις ευρωεκλογές, η βουλευτική επιρροή της ΝΔ παρουσίασε αύξηση, κατά μέσο όρο, 3,7%, σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές. Η άνοδος της βουλευτικής επιρροής του κυρίαρχου κόμματος της κεντροαριστεράς ανήλθε, κατά μέσο όρο, σε 8,1%. Αν εξαιρεθεί το ζεύγος ευρωεκλογές 1999/βουλευτικές 2000, που διεξήχθησαν υπό την (ανεπανάληπτη) επίδραση της ραγδαίας ανόδου του χρηματιστηρίου, οι μέσοι όροι της ανόδου υποχωρούν στο 3% για τη ΝΔ και στο 7,1% για το κυρίαρχο κόμμα της κεντροαριστεράς.
Με δεδομένο το χαρακτήρα των ευρωεκλογών αυτής της κατηγορίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορετική μεταβολή της επιρροής του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος και του εκάστοτε κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από τα ιστορικά στοιχεία των εκλογικών αναμετρήσεων, προκύπτει, ότι η επιρροή του κυβερνώντος κόμματος υπήρξε στις βουλευτικές, κατά μέσο όρο, 5,4% υψηλότερη από την αντίστοιχη επιρροή του στις ευρωεκλογές, ενώ η αντίστοιχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης 6,4% υψηλότερη. Εξαιρώντας πάλι το ζεύγος ευρωεκλογές 1999/βουλευτικές 2000, οι μέσοι όροι υπολογίζονται σε 3,5% και 6,6% αντίστοιχα.
Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο μέρος της παρούσας ανάλυσης, οι ευρωεκλογές του 2009 και του 2014 εμφανίζουν σημαντικές ομοιότητες με την αναμέτρηση του προσεχούς Μαΐου και ως εκ τούτου αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ξεχωριστή μελέτη τους. Στην περίπτωση του 2009, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις ευρωεκλογές με διαφορά 4,3% από το δεύτερο κόμμα (ΝΔ), αλλά κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου με διαφορά 10,4%, δηλαδή αύξησε την υπεροχή του κατά 6,1%. Στην περίπτωση του 2014, ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε τη διαφορά του από το δεύτερο κόμμα (ΝΔ) από 3,8% στις ευρωεκλογές σε 8,5% (+4,7%) στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015 (Πίνακας 3). Όπως είναι φανερό, τόσο το 2009, όσο και το 2014, η νίκη στις ευρωεκλογές δημιούργησε μια ισχυρή δυναμική υπέρ του νικητή των εκλογών, γνωστή στη θεωρία των δημοσκοπήσεων και ως bandwagon effect. Αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής υπήρξε, και στις δύο περιπτώσεις, η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων στις ευρωεκλογές να υπερδιπλασιασθεί στις μετέπειτα βουλευτικές εκλογές (Πίνακες 1,2).
ΙV. Απόκλιση ευρωεκλογικής και βουλευτικής επιρροής, όταν η ΝΔ βρίσκεται στην αντιπολίτευση (1984, 1989, 1994, 2014)
Στις τέσσερις (4) ευρωεκλογικές αναμετρήσεις (1984, 1989, 1994, 1999), οι οποίες διεξήχθησαν με τη ΝΔ στην αντιπολίτευση, το ποσοστό που κατέγραψε η ΝΔ είναι, κατά μέσο όρο, 4,5% χαμηλότερο από το ποσοστό που έλαβε στις βουλευτικές εκλογές, που ακολούθησαν ή διεξήχθησαν ταυτόχρονα με αυτές.
Από την άλλη πλευρά, σε αυτές τις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, το τότε κυρίαρχο κόμμα της κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ), που βρισκόταν στην κυβέρνηση, έλαβε ποσοστό, χαμηλότερο κατά μέσο όρο 5,5%, συγκριτικά με εκείνο των αμέσως επόμενων βουλευτικών εκλογών. Αν εξαιρεθεί το ζεύγος ευρωεκλογές 1999/βουλευτικές 2000, οι απώλειες της ΝΔ στις ευρωεκλογές υποχωρούν στο 4% και του ΠΑΣΟΚ στο 3,8%, εμφανίζονται δηλαδή σχεδόν ισοδύναμες (Πίνακες 1,2).
4. Υποδείγματα γραμμικής παλινδρόμησης για τις Ευρωεκλογές του 2019
Με αφετηρία τη συστηματική σχέση βουλευτικών εκλογών και ευρωεκλογών και προσπαθώντας να υπερβεί τις δυσκολίες πρόβλεψης των ευρωεκλογών, η Public Issue ανέπτυξε, ήδη από το 2009, στατιστικά υποδείγματα γραμμικής παλινδρόμησης, για την πρόβλεψη της ευρωεκλογικής επιρροής, με βάση τα πραγματικά αποτελέσματα των προηγούμενων ευρωεκλογών και βουλευτικών εκλογών (Μαυρής και Συμεωνίδης 2016). Τα προτεινόμενα υποδείγματα ποσοτικοποιούν την υφιστάμενη σχέση των δύο μορφών εκλογικής αναμέτρησης.
Η πρόβλεψη της ευρωεκλογικής επιρροής στηρίζεται: α) στην εκτιμώμενη βουλευτική εκλογική επιρροή των κομμάτων, κατά την περίοδο διεξαγωγής των ευρωεκλογών και β) στο αναμενόμενο ύψος της συμμετοχής στις ευρωεκλογές. Συνεπώς, τα προτεινόμενα στατιστικά υποδείγματα «προβάλλουν» την βουλευτική επιρροή σε ευρωεκλογική επιρροή, στηριζόμενα στην ιστορική σχέση μεταξύ εθνικών εκλογών και ευρωεκλογών, υποθέτοντας διάφορα σενάρια για το ύψος της αποχής.
Για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης κατασκευάσθηκαν στατιστικά υποδείγματα για τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες. Όπως είναι γνωστό, η εκλογική του επιρροή σημείωσε ραγδαία άνοδο μετά το 2012, με αποτέλεσμα να καταφέρει να αναδειχθεί για πρώτη φορά, στην κυβέρνηση το 2015. Συνεπώς, η σημερινή ευρωεκλογική του επιρροή δεν μπορεί να προβλεφθεί, με βάση την προ του 2012 εκλογική του συμπεριφορά. Λόγω αυτής της αντικειμενικής δυσκολίας, η λύση που προκρίθηκε είναι η εναλλακτική χρήση ενός «παραταξιακού» υποδείγματος, που προβλέπει την ευρωεκλογική επιρροή του εκάστοτε κυριάρχου κόμματος στο χώρο της κεντροαριστεράς, το οποίο κατά τη περίοδο διεξαγωγής των ευρωεκλογών είναι δυνατόν να βρίσκεται είτε στην κυβέρνηση είτε στην αξιωματική αντιπολίτευση. Συγκεκριμένα, του ΠΑΣΟΚ για την περίοδο 1981- 2009 και του ΣΥΡΙΖΑ για την περίοδο 2012-2019. Τα υποδείγματα εκτιμήθηκαν, χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα των οκτώ (8) προηγούμενων ευρωεκλογικών αναμετρήσεων (βλέπε αναλυτικότερα στο Παράρτημα).
5. Σενάρια ευρωεκλογικής επιρροής των κομμάτων για το Μάιο του 2019
5.1 Υποθέσεις της ανάλυσης
Η ανάλυση στηρίζεται σε δύο υποθέσεις. Πρώτον, τη διαθέσιμη εκτίμηση βουλευτικής επιρροής των κομμάτων, κατά τη χρονική στιγμή των ευρωεκλογών. Δεύτερον, τα πιθανά σενάρια, σχετικά με το ύψος της αναμενόμενης συμμετοχής. Αναλυτικότερα:
α) Η εκλογική επιρροή της ΝΔ, σε ενδεχόμενες σήμερα βουλευτικές εκλογές, θα κυμαίνονταν από 35% ως 42% και του ΣΥΡΙΖΑ από 21% ως 27%. Τα συγκεκριμένα όρια στηρίζονται στην τελευταία διαθέσιμη εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue (Φεβρουάριος 2019).
β) Για τη συμμετοχή στις επόμενες ευρωεκλογές, λαμβάνονται υπ’ όψη τρία βασικά σενάρια.
i) Στο 1ο σενάριο, η συμμετοχή στις ευρωεκλογές του 2019 αναμένεται να είναι ίση με εκείνη των προηγούμενων βουλευτικών (Σεπτέμβριος 2015), άρα ο αναμενόμενος αριθμός ψηφισάντων θα κυμανθεί περίπου στα 5,5 εκατομμύρια. Αυτό ενδέχεται να συμβεί, αν η αποχή παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, όπως εκείνα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών.
ii) Στο 2ο σενάριο, η συμμετοχή στις ευρωεκλογές του 2019 αναμένεται να είναι ίση με εκείνη των ευρωεκλογών του 2014, άρα ο αναμενόμενος αριθμός ψηφισάντων θα κυμανθεί περίπου στα 5,9 εκατομμύρια. Αυτό ενδέχεται να συμβεί, αν η αποχή παραμείνει περίπου σε μεσαία επίπεδα, όπως στις προηγούμενες ευρωεκλογές.
iii) Στο 3ο σενάριο, η συμμετοχή στις ευρωεκλογές του 2019 αναμένεται να είναι ίση με εκείνη των βουλευτικών του Ιανουαρίου 2015, άρα ο αναμενόμενος αριθμός ψηφισάντων θα κυμανθεί περίπου στα 6,3 εκατομμύρια. Αυτό ενδέχεται να συμβεί, αν η αποχή είναι σε χαμηλά επίπεδα, όπως στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 2015.
Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί το εξής: Τα ποσοστά ευρωεκλογικής επιρροής που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση, δεν πρέπει να συγχέονται με τα ποσοστά εκλογικής επιρροής που δημοσιοποιεί η Public Issue, στα πλαίσια των τακτικών ερευνών του Πολιτικού Βαρόμετρου, τα οποία αφορούν σε βουλευτικές εκλογές ή με τις δημοσιευμένες εκτιμήσεις οποιασδήποτε άλλης εταιρίας, οι οποίες αναφέρονται σε βουλευτικές εκλογές.
Δυστυχώς, στη δημοσιογραφική και κομματική αντιπαράθεση παρατηρείται συχνά -αθέλητα ή μη- το λάθος, να συγχέονται οι δημοσκοπικές εκτιμήσεις των εταιριών, που αφορούν τις βουλευτικές εκλογές, τόσο με εκτιμήσεις για τις ευρωεκλογές, όσο και κυρίως, με τα πραγματικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
5.2 Σενάρια ευρωεκλογικής επιρροής της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ
Η εκλογική επιρροή των δύο μεγαλύτερων κομμάτων στις ευρωεκλογές αναμένεται αισθητά χαμηλότερη από τη εκτιμώμενη βουλευτική τους επιρροή. Πιο συγκεκριμένα, η ευρωεκλογική επιρροή της ΝΔ εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερη κατά 5% ως 7%, από την αντίστοιχη εκτιμώμενη βουλευτική (Διάγραμμα 1), ενώ οι αντίστοιχες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζονται από 2,5% ως 3,5% (Διάγραμμα 2).
Το ποσοστό της ΝΔ αναμένεται να κυμανθεί στις ευρωεκλογές, από 30% (κάτω όριο) έως 35% (άνω όριο – Διάγραμμα 1). Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε όλες τις προηγούμενες ευρωεκλογές η ΝΔ σημείωσε ποσοστό άνω του 30%, με εξαίρεση την αναμέτρηση του 2014 (Πίνακας 1). Όμως, το πολιτικό κλίμα εκείνης της περιόδου ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Υπενθυμίζεται, ότι η ΝΔ κατάφερε να κερδίσει μόλις το 27,8% του εκλογικού σώματος, στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 2015, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από εκείνο που καταγράφει σήμερα στη διευκρινισμένη ψήφο όλων των άξιων λόγου δημοσκοπήσεων.
Αντίστοιχα, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να κυμανθεί από 18% (κάτω όριο) έως 24% (άνω όριο – Διάγραμμα 2). Τα εκτιμώμενα όρια της ευρωεκλογικής επιρροής του κυβερνώντος κόμματος είναι αρκετά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, στις τέσσερις (4) ευρωεκλογικές αναμετρήσεις, που διεξήχθησαν, όταν αυτό βρίσκονταν στην κυβέρνηση (Πίνακας 2). Ωστόσο, η απόκλιση αυτή προκύπτει από το ύψος των ποσοστών, με τα οποία το ΠΑΣΟΚ είχε κερδίσει τις αμέσως προηγούμενες βουλευτικές εκλογές (1981, 1985, 1993, 1996) συγκριτικά με το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015. Πιο συγκεκριμένα, το χαμηλότερο ποσοστό που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ σε ευρωεκλογές, όντας στην κυβέρνηση, ανέρχεται σε 32,9%. Αυτό συνέβη το 1999, όταν όμως είχε κερδίσει με 41,5% τις προηγούμενες βουλευτικές του 1996 (έναντι μόλις 35,5% του ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο του 2015). Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο, η βουλευτική του επιρροή προσέγγισε το 33,5%, βρισκόταν δηλαδή σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, από εκείνα στα οποία κυμαίνεται σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η σημειακή εκτίμηση εκλογικής επιρροής του πιο πρόσφατου Πολιτικού Βαρόμετρου της Public Issue (Φεβρουάριος 2019), δίδει στη ΝΔ 39% και στο ΣΥΡΙΖΑ 24,5% – διαφορά 14,5%. Σύμφωνα με τα προτεινόμενα υποδείγματα, η συγκεκριμένη εκλογική δύναμη των δύο κομμάτων, σε ενδεχόμενες βουλευτικές, «προβάλλεται» σε ένα ευρωεκλογικό αποτέλεσμα, κατά το οποίο η ΝΔ θα λάμβανε από 32% ως 33% και ο ΣΥΡΙΖΑ από 21% ως 22%, ανάλογα με το ύψος της συμμετοχής. Σε αυτό το σενάριο, η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές αναμένεται να κυμανθεί από 10% ως 12% (Πίνακες 4-6).
Τέλος, η επίδραση της αποχής στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών αναμένεται να είναι οριακή, σε αντίθεση ίσως με την πεποίθηση πολλών αναλυτών, αλλά και της κοινής γνώμης. Η εκτίμηση της ευρωεκλογικής επιρροής της ΝΔ διαφέρει λιγότερο από 0,5%, στα τρία σενάρια του ύψους της συμμετοχής που εξετάζονται, ενώ εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ διατηρείται σταθερή (Πίνακες 4-6 και Διαγράμματα 1 και 2).
6. Δείχνουν οι ευρωεκλογές τι θα συμβεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές;
Η ΝΔ αναμένεται να κερδίσει τις ευρωεκλογές με διακριτή διαφορά. Ωστόσο, στις 27 Μαΐου, το κύριο ερώτημα θα αφορά το συσχετισμό δυνάμεων στις βουλευτικές εκλογές, που θα ακολουθήσουν λίγο μετά (το αργότερο σε τέσσερις μήνες).
Θα είναι «αντιστρέψιμο» για το κυβερνών κόμμα ένα δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα, όπως το αναμενόμενο;
Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα, από τις τέσσερις περιπτώσεις (1984, 1999, 2009, 2014), που οι ευρωεκλογές διεξήχθησαν κατά το αμέσως προηγούμενο –των αντίστοιχων εθνικών αναμετρήσεων– έτος, στις τρεις από αυτές, ο νικητής των ευρωεκλογών κέρδισε και τις μετέπειτα βουλευτικές εκλογές. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι βουλευτικές του 2000, οι οποίες καθορίσθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από την –μοναδική και ανεπανάληπτη- άνοδο του ελληνικού χρηματιστηρίου. Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι δύο τελευταίες ευρωεκλογές (2009, 2014), οι οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε[1], παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με την αναμέτρηση του Μαΐου. Η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, υποδηλώνει, ότι η αναμενόμενη νίκη της ΝΔ, στις ευρωεκλογές, δεν είναι πιθανό να αντιστραφεί στις βουλευτικές εκλογές. Αντιθέτως, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το πιθανότερο είναι, ότι θα κερδίσει και τις βουλευτικές εκλογές, με σημαντική διαφορά, ενδεχομένως και μεγαλύτερη, από τις ευρωεκλογές.
Η διαφορά 4,3%, με την οποία το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τη ΝΔ στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009, αυξήθηκε κατά 2,4 φορές, τον Οκτώβριο, σε 10,5%, ενώ η διαφορά 3,8%, με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τη ΝΔ στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014, αυξήθηκε κατά 2,2 φορές, τον Ιανουάριο του 2015, σε 8,5%· δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις υπερδιπλασιάσθηκε (Πίνακας 3).
Όπως έχει ήδη ειπωθεί, τα προτεινόμενα υποδείγματα στηρίζονται στη σχέση βουλευτικών/ευρωεκλογών. Συνεπώς, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, εφόσον βρίσκεται εντός των ορίων που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση, μπορεί βάσιμα να αντιστοιχηθεί σε μια ορισμένη βουλευτική επιρροή, ανάλογα και με το ύψος της αποχής που θα σημειωθεί. Με άλλους όρους, τα υποδείγματα παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί η «στιγμιαία» αποτύπωση του κομματικού συσχετισμού, στην αφετηρία της μετεκλογικής περιόδου, πριν ακόμη εκδηλωθεί η όποια δυναμική του ίδιου του νέου εκλογικού αποτελέσματος.