Το πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών, την Τρίτη 14 Μαΐου ήταν πολύ χαρακτηριστικό: «Το φιάσκο των δημοσκοπήσεων». Το ίδιο το άρθρο, γραμμένο από τον Κώστα Ζάμπα προσπαθούσε να αποδομήσει τις δημοσκοπήσεις με αναφορές σε μεθοδολογικά προβλήματα (που όμως δεν προσδιορίζονται ακριβώς) και κυρίως με την επίκληση των προβλημάτων στις προβλέψεις το 2015 και τις μεγάλες αποκλίσεις ακόμη και σήμερα σε διάφορες δημοσκοπήσεις.
Το συμπέρασμα του συγγραφέα, που διευκρινίζει ότι δεν είναι «επαγγελματίας των ερευνών αγοράς» είναι ότι υπάρχει κίνδυνος ‘fake mathematics’ και ότι στην πραγματικότητα «όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά».
Το άρθρο αυτό είναι ενδεικτικό ενός κλίματος που προσπαθεί να δημιουργηθεί σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις και στο οποίο συμβάλλει και το κυβερνών κόμμα. Στο βαθμό που οι δημοσκοπήσεις είναι πολύ κομβικές όχι μόνο στο να μετρήσουν την «παράσταση νίκης» ενός κόμματος αλλά και να τη δημιουργήσουν ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει ότι στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ένα «στημένο παιχνίδι» που δεν επιτρέπει να φανούν οι πραγματικές τάσεις του εκλογικού σώματος και να διαμορφωθεί μια πλασματική εικόνα «βέβαιης» νίκης της ΝΔ.
Τα πραγματικά μεθοδολογικά προβλήματα
Η συζήτηση για την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων είναι έντονη και στην Ελλάδα και διεθνώς τα τελευταία χρόνια. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που οι κοινωνίες μας γίνονται πιο περίπλοκες, τον τρόπο που όλο και πιο συχνά το τυχαίο δείγμα δεν είναι και αντιπροσωπευτικό αλλά και τα προβλήματα που δημιούργησε εδώ και κοντά δύο δεκαετίες η αλλαγή συλλογής των ερωτηματολογίων από το «πόρτα πόρτα» (που επέτρεπε καλύτερη εξαρχής γεωγραφική και κοινωνική κατανομή άρα αντιπροσωπευτικότητα) στις τηλεφωνικές συνεντεύξεις (με τη δυσκολία να εντοπιστούν οι νέοι ψηφοφόροι ή οι κάτοχοι κινητών), που συνδυάζουν υψηλά ποσοστά άρνησης απάντησης και ανάγκη για στάθμιση που οδηγεί σε μεγάλη «διόρθωση» του αρχικού δείγματος.
Αυτό εξηγεί και γιατί αρκετοί δημοσκόποι προτιμούν αντί για τις διαδοχικές σταθμίσεις τη χρήση χρονοσειρών για να μπορούν να εντοπίζουν τάσεις και πάνω σε αυτές να γίνονται προβλέψεις.
Σε όλα αυτά προστίθεται και προβλήματα που αφορούν την ίδια τη διάθεση των πολιτών να συμμετέχουν, η δυσπιστία έναντι των δημοσκόπων, οι παραπλανητικές απαντήσεις, οι απαντήσεις με σκοπό να «σταλεί μήνυμα».
Και βέβαια υπάρχουν και τα πάγια ερωτήματα για το πώς θα αποφύγει το ίδιο το ερωτηματολόγιο και η διαδικασία να μην είναι εμμέσως μεροληπτική ή να μην κατατείνει προς ορισμένες απαντήσεις. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: στις ελληνικές πολιτικές δημοσκοπήσεις είναι καταγεγραμμένο ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις αυθόρμητες απαντήσεις για το ποια είναι τα προβλήματα της χώρας και στο ποια επιλέγουν όταν υπάρχει συγκεκριμένος κατάλογος: το μεταναστευτικό είναι χαμηλά στις πρώτες και ψηλότερα στις δεύτερες, ως εάν ο ερωτώμενος εμμέσως να προκαλείται να το συμπεριλάβει.
Το πρόβλημα του 2015
Είναι γεγονός ότι το 2015 υπήρξαν πολλά προβλήματα με τις δημοσκοπήσεις. Αυτά, όμως, είχαν κυρίως να κάνουν με το ιδιαίτερο πολιτικό κλίμα και τις μεγάλες ανατροπές που είχαν προηγηθεί.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δημοσκοπήσεις πάντα στο τέλος έχουν και ένα χαρακτήρα εκτίμησης. Αυτή για να μην είναι αβάσιμη πρέπει να στηρίζεται πάνω σε προηγούμενα δεδομένα. Η ελληνική πολιτική συγκυρία μετά το 2010 είχε ως χαρακτηριστικό τις μεγάλες ανατροπές. Αποδιαρθρώθηκε η εκλογική επιρροή των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, υπήρξαν μεγάλες μετακινήσεις ψηφοφόρων, εμφανίστηκαν νέες δυναμικές. Αυτό αντικειμενικά δημιούργησε μια δυσκολία στα σημεία αναφοράς των όποιων εκτιμήσεων και μπορεί να εξηγήσει και τις μεγάλες αποκλίσεις που καταγράφονται.
Και εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι σημαντικό: είναι μύθος ότι γενικά οι εταιρείες δημοσκοπήσεων βγάζουν τα αποτελέσματα που θέλουν οι πελάτες τους. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πέραν των δημοσκοπήσεων που δημοσιοποιούνται υπάρχουν και οι έρευνες που δεν δίνονται στη δημοσιότητα και εκεί προφανώς η μη εγκυρότητα δημιουργεί προβλήματα.
Όταν και ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει δημοσκοπήσεις που τον βολεύουν
Την ίδια στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει κριτική στις δημοσκοπήσεις που τον φέρνουν σε απόσταση από τη ΝΔ και ετοιμάζεται να κάνει κεντρικό θέμα την πολεμική στις δημοσκοπήσεις, δεν έχει πρόβλημα να χρησιμοποιεί δημοσκοπήσεις με μεθοδολογία που έχει δεχθεί αρκετή κριτική.
Για παράδειγμα η εφημερίδα Documento δημοσίευσε έρευνα της εταιρείας Vox Pop Analysis που όντως δίνει την εικόνα ενός εκλογικού ντέρμπι εφόσον παρουσιάζει τη ΝΔ να προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ με μόλις 2,5%. Αυτό είναι μάλιστα μια εκτίμηση που έχουν δώσει και άλλες έρευνες αυτής της εταιρείας.
Όμως, η συγκεκριμένη εταιρεία επιμένει να χρησιμοποιεί την τεχνική του river sampling, δηλαδή της συλλογής στοιχείων μέσω διαδικτύου και την επιλογή από αυτά τυχαίου και αντιπροσωπευτικού δείγματος χωρίς όμως στάθμιση.
Η συγκεκριμένη τεχνική χρησιμοποιείται στο χώρο της έρευνας αγοράς, όμως δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να δώσει εκείνο το βαθμό εγκυρότητας που απαιτούν οι πολιτικές δημοσκοπήσεις.
Αυτό ωστόσο δεν πτοεί την κυβέρνηση στο να αξιοποιεί επικοινωνιακά τέτοιες έρευνες και για να υποστηρίζει ότι οι υπόλοιπες είναι μη αξιόπιστες και για να συσπειρώνει το κομματικό ακροατήριο.
Η προληπτική επικοινωνιακή διαχείριση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών
Όλα αυτά προφανώς και έχουν να κάνουν με την προσπάθεια διαχείρισης από τώρα του αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση έχει διαλέξει, ακόμη και δια στόματος κορυφαίων στελεχών, του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου, τρεις εναλλασσόμενους τρόπους αντιμετώπισης: Την αναμενόμενη υποστήριξη της θέσης ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα». Την θέση που υποστήριξε και ο πρωθυπουργός ότι θα είναι «ντέρμπι» οι ευρωεκλογές. Και τη θέση ότι οι εκλογές είναι είδος δημοσκόπησης που αποτυπώνει την τάση της στιγμής αλλά δεν προεξοφλεί το αποτέλεσμα των βουλευτικών.
Είναι προφανές ότι οι τρεις αυτές θέσεις, παρότι λογικά αντιφατικές εάν τις υποστηρίζει ο ίδιος φορέας (διότι δεν μπορούν να ισχύουν και οι τρεις ταυτόχρονα), παραπέμπουν στην προσπάθεια προληπτικής διαχείρισης του αποτελέσματος.
Το κυβερνών κόμμα παρότι τυπικά διακηρύσσει ότι θα κερδίσει τις ευρωεκλογές, προλειαίνει το έδαφος για να υποστηρίξει ότι ακόμη και εάν τις χάσει αυτό είναι απλώς ένα «δημοσκοπικό στιγμιότυπο» και όχι μια παγιωμένη τάση. Προσπαθεί να προετοιμάσει το κομματικό δυναμικό ότι ακόμη και ήττα δεν αναιρεί ότι είναι «ντέρμπι» και άρα ότι όλα θα κριθούν στη ρεβάνς των εθνικών εκλογών. Και φυσικά έχει βρει και ένα αποδιοπομπαίο τράγο στις εταιρείες δημοσκοπήσεων ώστε να συντηρείται και το αφήγημα μιας «πανταχόθεν βαλλόμενης από συμφέροντα» κυβέρνησης.
Και βέβαια με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει να δει τα πραγματικά συμπεράσματα των δημοσκοπήσεων. Το γεγονός ότι η διατήρηση ακόμη χαμηλής συσπείρωσης παραπέμπει σε ένα ρήγμα στις σχέσεις εκπροσώπησης που δεν μπορεί να ανατραπεί μέχρι τις εκλογές τόσο εύκολα, έστω και εάν προφανώς και η τελική διαφορά θα είναι μικρότερη. Ένα ρήγμα που αφορά το συνολικό χνάρι της διακυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και δεν αντιστρέφεται ακόμη και από αλλεπάλληλα μπαράζ «φιλολαϊκών μέτρων».