Ηεξωτερική πολιτική της Τουρκίας επηρεάζεται όλο και περισσότερο από την εσωτερική κατάσταση. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίζαμε ότι η πρώτη συχνά υποτάσσεται στη δεύτερη. Ετσι και τώρα, εν όψει μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης στην Κωνσταντινούπολη και με την οικονομία να εμφανίζει σοβαρές αρρυθμίες, ο Ερντογάν πρέπει να βρει ένα success story στο εξωτερικό, είτε για να αποπροσανατολίσει την κοινωνία, είτε για να επενδύσει στα πατριωτικά της αισθήματα, και ασφαλώς προκειμένου να ενισχύσει το εγχώριο αφήγημά του. Σε αυτή την προσπάθειά του η προσφιλής τακτική είναι η εξεύρεση εχθρών και η διέγερση των εθνικιστικών αντανακλαστικών.

Τι σημαίνει αυτό; Οτι ο Ερντογάν στρέφει την προσοχή του στην επικράτηση στον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο οι ισλαμιστές ελέγχουν από το 1994. Εχοντας απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της Βουλής, Γιλντιρίμ, έναν χαρισματικό υποψήφιο, τον Ιμάμογλου, πίσω από τον οποίο έχουν στοιχηθεί όχι μόνο η αντιπολίτευση αλλά και μικρά ισλαμικά κόμματα, η μάχη μοιάζει αμφίρροπη. Μάλιστα, αν οι εκλογές διεξαχθούν υπό απόλυτα κανονικές συνθήκες, ο Ιμάμογλου είναι το ακλόνητο φαβορί.

Από την άλλη, η απόφαση για επανάληψη των εκλογών, που εύλογα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε εσωτερικό και εξωτερικό, επιδεινώνοντας περαιτέρω το κλίμα με τη Δύση, δεν μπορεί παρά να λήφθηκε ώστε να ανατραπεί το προηγούμενο αποτέλεσμα. Αρα, η τουρκική ηγεσία αναμένεται να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα και εργαλεία που διαθέτει για να διασφαλίσει τη νίκη του Γιλντιρίμ. Επειδή, μάλιστα, η προσπάθεια προσέγγισης του κουρδικού στοιχείου (η παρουσία του οποίου στην Κωνσταντινούπολη είναι αξιοπρόσεκτη) μέσω Οτζαλάν φαίνεται να πέφτει στο κενό, η τουρκική ηγεσία επανέρχεται στην πεπατημένη του εθνικισμού μέσω της σύμπλευσης με τον Μπαχτσελί. Σημειωτέον ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ο τελευταίος είναι απαραίτητος σύμμαχος για τον Ερντογάν, παρότι μάλλον θα ήθελε να απεγκλωβιστεί από έναν προβληματικό και απαιτητικό εταίρο όπως είναι ο βετεράνος Μπαχτσελί.

Βέβαια, η νέα προσφυγή στις κάλπες ενίσχυσε και την εκ των έσω αμφισβήτηση προς τον Ερντογάν, και μάλιστα από ιστορικά στελέχη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), με μπροστάρη των πρώη πρόεδρο της χώρας Γκιουλ. Το μέτωπο αυτό εδραιώνεται με παλαιούς συντρόφους του Ερντογάν, όπως οι Αρίντς, Μπαμπατζάν και Νταβούτογλου, αν και ως προς τον τελευταίο υπάρχει σκεπτικισμός από τους υπόλοιπους για την όψιμη πρόσδεσή του στο άρμα τους. Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος διακυβέρνησης και η υπερσυγκέντρωση των εξουσιών στα χέρια ενός πολιτικού όχι μόνο απορρυθμίζουν τη λειτουργία της γραφειοκρατίας διαφόρων υπουργείων, αλλά και αποστερούν τη δυνατότητα από τον τούρκο πρόεδρο να αναδείξει νέα και ικανά στελέχη που θα τον πλαισιώσουν. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική από τα φαινόμενα οικογενειοκρατίας που είναι περισσότερο εμφανή παρά ποτέ και τον εγκλωβισμό Ερντογάν σε έναν στενό κύκλο (λόγω και της εκτεταμένης ανασφάλειάς του).

Ο τούρκος πρόεδρος έχει ενώπιόν του – και υπό δυσμενείς συνθήκες – τουλάχιστον πέντε μεγάλα μέτωπα: τις επαναληπτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, τη φθίνουσα πορεία της οικονομίας, τις δοκιμαζόμενες σχέσεις με τη Δύση και δη τις ΗΠΑ, τη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο. Και όλα αυτά μέσα σε ένα ασταθές εγχώριο περιβάλλον και έντονη ρευστότητα σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα. Εν τέλει, η έκβαση στη διαχείριση των ανοιχτών μετώπων θα κρίνει εν πολλοίς τις τύχες τόσο του Ερντογάν όσο και της χώρας του.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι γενικός διευθυντής του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».