Ο Πρωθυπουργός, όλα τα προηγούμενα χρόνια, διακρίθηκε ως τιμητής και επικριτής των πάντων.
Από τα πρώτα του πολιτικά βήματα απέδιδε, με περισσή ευκολία, βαρύτατες κατηγορίες σε πρόσωπα και δυνάμεις, «φόρτωνε» στους πολιτικούς του αντιπάλους – και όχι µόνο – όλα τα κακά του κόσµου τούτου, τους απέδιδε στην κοινωνία ως λυµεώνες του δηµοσίου χρήµατος, ως άλλους εχθρούς του λαού, ως κυνικούς εκπροσώπους µιας άθλιας πολιτικής τάξης που δρούσε κατά τα συµφέροντά της και µόνο, αδιαφορώντας για τις ανάγκες του λαού και των πολιτών.
Καταδίκαζε και στηλίτευε δηµόσια, επίσης, στάσεις και συµπεριφορές, αποκήρυττε τον υποτιθέµενο τρυφηλό και πολυτελή βίο των άλλων, ενοχοποιούσε κοινωνικές συνευρέσεις και φιλικές σχέσεις, σχεδόν τις αντιµετώπιζε ως βάσεις συνωµοσίας, ως ευκαιρίες διαπλοκής και παράνοµου πλουτισµού.
«Τσουβάλιαζε» έτσι αδιακρίτως τους πάντες και τα πάντα, δεν ξεχώριζε προσωπικότητες, ούτε στιγµές, όλοι, αυτοί και οι οικογένειές τους, ήσαν εκπρόσωποι της άλλης πλευράς και άρα καταδικαστέοι και εξοβελιστέοι.
Και βεβαίως τους απέδιδε στη χλεύη της κοινωνίας και στα χέρια των άθλιων προπαγανδιστών του κόµµατός του, οι οποίοι ασυγκράτητοι όπως ήταν – κινούµενοι πολλές φορές από προσωπική ιδιοτέλεια και από την υποτιθέµενη δική τους µόνη αλήθεια – υπερέβαλλαν εαυτούς, πολλαπλασιάζοντας τις κατηγορίες και διαχέοντας τις όποιες ευθύνες, πραγµατικές ή κατασκευασµένες.
Στη βάση αυτής της στάσης και επιλογής στήθηκε η επιχείρηση ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής, στο όνοµα της δήθεν υπεράσπισης των συµφερόντων του ελληνικού λαού εγκαταστάθηκε το αντισυστηµικό µίσος, ο διχασµός και η διαίρεση της κοινωνίας.
Εδρασε ο Πρωθυπουργός παριστάνοντας σχεδόν τον Ρωµαίο Κάτωνα τον τιµητή, τον πρεσβύτερο. Με τη διαφορά ότι εκείνος άσκησε το αξίωµα του κήνσορα και του πολεµίου της τρυφηλότητας επιβάλλοντας στον εαυτό του σχεδόν ασκητικό βίο.
Ο Πρωθυπουργός αντιθέτως εξετέθη από την αρχή της ανάληψης των υψηλών καθηκόντων του. Την ώρα που καταδίκαζε τους άλλους για συνευρέσεις µε επιφανείς επιχειρηµατίες και πολυτελείς διακοπές στα κότερα της πλουτοκρατίας, υπέκυπτε και ο ίδιος στα αγαθά και στις υπηρεσίες του πλούτου, που όπως απεδείχθη γνώριζε εν τέλει από µικρός, καθότι γόνος εύπορης, αν όχι πλούσιας, οικογένειας.
Ετσι και τις διακοπές σε θαλαµηγούς πολυτελείας αποδέχθηκε και τα πούρα αγάπησε και τα ακριβά ρούχα φόρεσε και τη συναναστροφή µε αµφιλεγόµενους επιχειρηµατίες ετίµησε και τις «θωπείες» και τις κολακείες επίσης απήλαυσε.
Ταυτόχρονα συνέχισε να επιτιµά, να επικρίνει και να λοιδορεί τους άλλους, να τους περνάει γενεές δεκατέσσερις, να θίγει υπολήψεις και οικογένειες, να υπερτονίζει µε κάθε ευκαιρία την οικογενειακή ευθύνη.
Με άλλα λόγια, προκάλεσε την τύχη του. Και τώρα πληρώνει τα επίχειρα των πράξεών του.
Για πρώτη φορά βρίσκεται σε εξαιρετικά δεινή θέση. Το ηθικό πλεονέκτηµα που υποτίθεται ότι τον χαρακτήριζε «κάηκε» στα αποδεδειγµένα επικοινωνιακά κόλπα της µεγάλης φωτιάς στο Μάτι, «πνίγηκε» ανοιχτά της Ιθάκης πάνω στα κότερα της πλουτοκρατίας, χάθηκε στην υπεράσπιση του αψύ παλικαρά Κρητικού που βρήκε να τα βάλει µε έναν µαχητή της ζωής.
Και το χειρότερο, έφθασε να υπερασπίζεται την αριστεροσύνη του απολογούµενος για την αµφιλεγόµενη ιστορία του πατέρα του και του θείου του στα χρόνια της χούντας των συνταγµαταρχών.
Ουδείς αποδέχεται την έννοια της οικογενειακής ευθύνης, αλλά ουδέποτε ο ίδιος σκέφθηκε τις οικογένειες των άλλων.
Πληρώνει έτσι το τίµηµα της αφροσύνης του, και µάλιστα παραµονές εκλογών, µε απόλυτα δική του ευθύνη. Ουσιαστικά βιώνει την εκδίκηση της Ιστορίας.
Το πάθηµα ας γίνει µάθηµα για τον Πρωθυπουργό. Υστερα από όσα αποκαλύφθηκαν τις τελευταίες µέρες, έχει, αν µη τι άλλο, την ευκαιρία να αναθεωρήσει στάση και συµπεριφορά και να συµβάλει έτσι στην ειρήνευση της χώρας.