Ελάχιστες μέρες πριν από τις ευρωεκλογές η Ευρώπη εμφανίζεται χωρίς καθαρούς στρατηγικούς στόχους και όραμα. Η άτυπη διάσκεψη κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) στο Σιμπίου της Ρουμανίας (9/5) είχε προαναγγελθεί ως «η ιστορική κρίσιμη στιγμή» για την Ευρώπη με αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα για το μέλλον της και ιδιαίτερα για τον επόμενο πενταετή θεσμικό κύκλο (2019-2024). Κι όμως, εάν κρίνει κάποιος από τη Δήλωση που προετοιμάστηκε καθώς και το κείμενο για τους υποτιθέμενους στρατηγικούς στόχους για την επόμενη πενταετία (η λεγόμενη Ατζέντα των Ηγετών / Leaders’ Agenda), αυτό που προκύπτει είναι ότι η Ενωση εμφανίζεται να μη διαθέτει ούτε συγκεκριμένο συνολικό προσανατολισμό ή όραμα ούτε ξεκάθαρους στρατηγικούς στόχους.
Στη Δήλωση τονίζονται μάλλον τα αυτονόητα και τετριμμένα. Οτι δηλαδή οι ηγέτες δεσμεύονται να στηρίξουν μια ενιαία, ενωμένη Ευρώπη η οποία θα λαμβάνει συλλογικές αποφάσεις και θα εργάζεται για την ασφάλεια των πολιτών και την προοπτική των μελλοντικών γενεών. Απαριθμούνται σειρά δεσμεύσεων αλλά πάνω στο απολύτως αυτονόητο. Η μελλοντική στρατηγική Ατζέντα των Ηγετών, ένα κείμενο τεσσάρων βασικών αξόνων (προστασία των πολιτών, ανάπτυξη της οικονομικής βάσης, οικοδόμηση μιας περισσότερο πράσινης, δίκαιης και περιεκτικής Ευρώπης, προώθηση των συμφερόντων της Ευρώπης στον κόσμο), είναι σημαντική όχι τόσο για αυτά που περιλαμβάνει όσο για όσα παραλείπει ή υποβαθμίζει. Επισημαίνω τρεις τουλάχιστον κύριους στρατηγικούς στόχους που υποβαθμίζονται ενώ εξακολουθούν να παραμένουν κρίσιμα έγκυροι:
(α) Η ολοκλήρωση της ΟΝΕ (οικονομικής και νομισματικής ένωσης – ευρωζώνης).
(β) Η προικοδότηση της Ενωσης με ένα νέο ισχυρό πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (προϋπολογισμό).
(γ) Η νέα διεύρυνση προς τις χώρες των Δ. Βαλκανίων.
Α. Ολοκλήρωση της ΟΝΕ. Παρά τα ορισμένα βήματα που έγιναν στη διάρκεια της κρίσης για τη βελτίωση της ευρωζώνης – ΟΝΕ με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ – ESM), την προώθηση της ημιτελούς τραπεζικής ένωσης, τις νέες ρυθμίσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας κ.λπ., η ΟΝΕ παραμένει εν πολλοίς ένα ατελές αρχιτεκτόνημα. Προτάσεις επί προτάσεων που έχουν διατυπωθεί για την ολοκλήρωσή της έχουν τοποθετηθεί στο ράφι. Οπως π.χ. για τη δημοσιονομική ένωση (fiscal union), την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη θέσπιση ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, τη θέσπιση «safe asset» κ.λπ. Το σχετικό κείμενο των συζητήσεων περιείχε μόνο δύο λέξεις για το θέμα – «to deepen EMU» / «να εμβαθύνουμε την ΟΝΕ» -, χωρίς καμία άλλη αναφορά ή δέσμευση. Είναι προφανές ότι κυρίαρχες χώρες-μέλη της Ενωσης (Χανσεατική Ενωση, Γερμανία κ.ά.) δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για παραπέρα βήματα προς την κατεύθυνση ολοκλήρωσης της ευρωζώνης. Νομίζουν ότι το πρόβλημα λύθηκε. Λάθος. Ειδικότερα οι χώρες που συγκροτούν τη Χανσεατική Ενωση (Ολλανδία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Αυστρία κ.ά.) έχουν ανοιχτά ταχθεί ενάντια σε κάθε νέο μέτρο ανάπτυξης της ΟΝΕ. Στην ίδια περίπου λογική κινείται η Γερμανία. Είναι ενδεικτικό ότι σε σχετική συζήτηση την περασμένη εβδομάδα ο υποψήφιος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PES) για την Επιτροπή Φρανς Τίμερμανς κατηγόρησε ευθέως το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και τον υποψήφιό του Γερμανό Μάνφρεντ Βέμπερ ότι αντιτάσσονται στη δημοσιονομική ένωση που είναι τόσο αναγκαία για τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ ενώ «προτεραιοποιούν» τη δημιουργία του ευρωπαϊκού στρατού που κατά τον Τίμερμανς δεν είναι και τόσο αναγκαίος. Αλλά χωρίς την ολοκλήρωση της ΟΝΕ (τελικά και με Πολιτική Ενωση) το σύστημα θα παραμείνει εγγενώς ασταθές, έτσι που μια νέα κρίση να μπορεί να το κλονίσει συθέμελα, ιδιαίτερα καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν θα είναι μάλλον σε θέση να παίξει τον σωστικό ρόλο που υπό τον Μάριο Ντράγκι διαδραμάτισε τα τελευταία χρόνια.
Β. Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ – προϋπολογισμός ΕΕ) για την περίοδο 2021-2027 βρίσκεται σε μια αποτελματωμένη διαπραγμάτευση εδώ και καιρό. Απαιτείται επομένως ισχυρή πολιτική ώθηση για να ξεκολλήσει η διαπραγμάτευση αυτή και κυρίως για να διασφαλιστούν οι επαρκείς πόροι στήριξης των πολιτικών της Ενωσης σε μια μακροχρόνια σταθερή βάση με ένα νέο σύστημα χρηματοδότησης της ΕΕ. Τα κείμενα της Διάσκεψης δεν λένε τίποτα ουσιαστικό. Αγνοούν το θέμα.
Γ. Διεύρυνση της Ενωσης. Μαζί με την ΟΝΕ, η διεύρυνση της Ενωσης προς τις χώρες των Δ. Βαλκανίων (Σερβία, Μαυροβούνιο, Β. Μακεδονία, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο) και ίσως την Τουρκία υπήρξε το δεύτερο μεγάλο project ως προϋπόθεση για την εδραίωση της σταθερότητας και δημοκρατίας στην Ευρώπη. Κι όμως, αυτό το στρατηγικό σχέδιο φαίνεται τώρα να παγώνει. Η Ενωση μιλά αορίστως για «την ευρωπαϊκή προοπτική» των χωρών αυτών, με «τις θύρες της να παραμένουν ανοιχτές». Καμία συγκεκριμένη δέσμευση. Ακόμα και η περυσινή δέσμευση για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Β. Μακεδονία και την Αλβανία τον Ιούνιο φέτος φαίνεται να τίθεται τώρα σε αμφισβήτηση. Χώρες όπως η Γαλλία (κυρίως), η Ολλανδία κ.ά. αντιτίθενται σφοδρά στη διεύρυνση της Ενωσης με τις χώρες των Δ. Βαλκανίων με κύριο επιχείρημα ότι οι εν λόγω χώρες είναι εντελώς απροετοίμαστες για ένταξη στον μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα. Για την Τουρκία δεν μπορεί βεβαίως να γίνεται καν λόγος κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν. Η εγκατάλειψη όμως του σχεδίου για τη διεύρυνση θα αποτελούσε μείζον στρατηγικό λάθος από πλευράς Ενωσης. Καθώς θα αφαιρούσε ένα ισχυρό κίνητρο για τις χώρες της περιοχής να προχωρήσουν στις μεταρρυθμίσεις αλλά και να ξεπεράσουν οριστικά τον κίνδυνο να διολισθήσουν σε νέες συγκρούσεις. Από μια τέτοια εξέλιξη μόνο δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία θα έβγαιναν κερδισμένες επεκτείνοντας την επιρροή τους στην περιοχή.
Χρειάζεται πραγματικό στρατηγικό όραμα, ιδιαίτερα εάν πρόκειται να αντιμετωπιστούν οι δυνάμεις του εθνολαϊκισμού.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης
είναι ομότιμος καθηγητής
του Πανεπιστημίου Αθηνών
και υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΙΝΑΛ.