H λέξη «φιλοδοξία» αποτυπώνει όσο καμία άλλη τον λόγο ύπαρξης ενός αγώνα στους δρόμους μιας πόλης-κράτους που ανέκαθεν αποτελούσε «μήλον της έριδος» οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Πίσω στη δεκαετία του 1920, όταν η ιδέα της αυτοκίνησης είχε ήδη εδραιωθεί στη συνείδηση των ισχυρών, υπήρχαν Grand Prix – με την αρχική έννοια του όρου – σε ολόκληρη την Ευρώπη, άρα γιατί όχι και στο Μονακό, όπως ένθερμα υποστήριζε ο Ρενέ Ντρέιφους, εβραϊκής καταγωγής γάλλος οδηγός.
Ο πρώτος αγώνας εκεί το 1929 δημιούργησε έναν ακόμη πυλώνα προβολής του τόπου που διαχρονικά αποτελούσε θέατρο εξελίξεων πυροδοτώντας μια σειρά συγκρούσεων με καθοριστική για το μέλλον του Μονακό: εκείνη ανάμεσα στον Πρίγκιπα Ρενιέ και στον Αριστοτέλη Ωνάση.
Η ένταξη του Πριγκιπάτου στο ημερολόγιο της Formula 1 το 1950 θεωρήθηκε η φυσική κατάληξη των πραγμάτων, η οποία ποτέ έως σήμερα δεν έχει αμφισβητηθεί παρά τις αλλαγές των κανονισμών, τα ζητούμενα του σπορ και τη μαγεία της ταχύτητας, η οποία στους στενούς δημόσιους δρόμους περνάει δύσκολα, κάτι που θα πιστοποιούσαν δίχως ενδοιασμούς οι μόλις 17 οδηγοί-νικητές του.
Δύο εβδομάδες πριν από την πραγματοποίηση του εφετινού Grand Prix, στις 26 Μαΐου, ο Βαγγέλης Κιούσης εξιστορεί στο BHMAgazino που κυκλοφορεί με το «Βήμα της Κυριακής» καταστάσεις που καθόρισαν το ύφος του αγώνα, δηλώσεις πρωταγωνιστών για τις ιδιαιτερότητές του και μια βιωματική διαδρομή ίσως στο πιο καίριο σημείο του, ανάμεσα στον δρόμο και τη θάλασσα.