Τον Δεκέμβριο του 2014 το περιοδικό «ΤΙΜΕ» είχε απονείμει τον τίτλο του προσώπου της χρονιάς σε όλους εκείνους που βρέθηκαν στην ζώνη πυρός στη μάχη ενάντια στον θανατηφόρο ιό Εμπολα. Στην ομάδα ανθρώπων δηλαδή που αφιερώθηκαν για έναν σκοπό. Να σώσουν εκατοντάδες ζωές από μια ασθένεια που ναι μεν είχε γνωρίσει εξάρσεις και υφέσεις στην αφρικανική ήπειρο, όμως εκείνη τη χρονιά είχε μετατραπεί σε πανδημία, ξεπερνώντας τα σύνορα της Αφρικής.
Οπως κατέγραφε τότε το αμερικανικό περιοδικό, περισσότεροι από 17.800 άνθρωποι είχαν μολυνθεί από τον ιό σε Γουινέα, Σιέρα Λεόνε, Λιβερία, Νιγηρία, Σουδάν και Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και πάνω από 6.300 πέθαναν από τη στιγμή που καταγράφηκε το πρώτο γνωστό κρούσμα σε αγροτική περιοχή της Γουινέας τον Δεκέμβριο του 2013. Ο ιός εξαπλώθηκε σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, με τον συνακόλουθο φόβο να ξεπερνά κάθε πραγματική απειλή για τη δημόσια υγεία. Στη Δυτική Αφρική ωστόσο ο αντίκτυπος υπήρξε καταστροφικός.
Σήμερα ο φονικός ιός Εμπολα επιστρέφει στο Κονγκό, που αντιμετωπίζει τη δέκατη επιδημία της ασθένειας που προκαλεί. Είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1967, όταν ακόμη η χώρα ονομαζόταν Ζαΐρ. Οπως αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν χάσει τη ζωή τους από τον ιό στη χώρα αναμένεται να ξεπεράσει τους 1.000, ενώ κάθε εβδομάδα από τα τέλη Φεβρουαρίου η εξάπλωση αυξάνεται. Οι επιθέσεις ένοπλων ομάδων, οι συγκρούσεις, οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και η αποτυχία να κερδηθεί η εμπιστοσύνη της τοπικής κοινότητας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια.
Από το ξέσπασμα της επιδημίας τον περασμένο Αύγουστο, στις επαρχίες Βόρειο Κίβου και Ιτούρι, έχουν καταγραφεί 1.510 κρούσματα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το υπουργείο Υγείας, και έχουν πεθάνει 994 άνθρωποι. Περισσότερα από τα μισά κρούσματα έχουν μέχρι σήμερα επηρεάσει γυναίκες και σχεδόν τρία στα 10 αφορούν παιδιά κάτω των 18 ετών, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Το πειραματικό εμβόλιο και οι προειδοποιήσεις του ΠΟΥ
Ενα πειραματικό εμβόλιο, που θεωρείται ιδιαίτερα αποτελεσματικό, έχει ήδη προσφερθεί στους εργαζομένους στον τομέα της υγείας, στους ασθενείς και στις οικογένειές τους, όμως πρόκειται για λύση που εξαρτάται από την ασφάλεια και τη γρήγορη πρόσβαση των ομάδων που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά στις πληγείσες περιοχές.
Σε δήλωση που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα, ο ΠΟΥ προειδοποίησε ότι η κατάσταση της ασφάλειας παραμένει ασταθής και πως πρόκειται για «σημαντικό εμπόδιο» στην αντιμετώπιση της επιδημίας. Από τον περασμένο Ιανουάριο έχουν σημειωθεί 119 επιθέσεις εναντίον εργαζομένων ή ομάδων που δίνουν μάχη κατά του ιού και 42 από αυτές τις επιθέσεις στοχοποίησαν ιατρικές εγκαταστάσεις, με αποτέλεσμα 85 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας να έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, τα κρούσματα του ιού αυξήθηκαν σημαντικά έπειτα από την επίθεση στο νοσοκομείο Μπουτέμπο τον περασμένο μήνα, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο δρ Ρίτσαρντ Βάλεϊ Μουζόκο Κίμπουνγκ και όπως είναι φυσικό κάθε φορά που σημειώνονται τέτοια περιστατικά η επιδημία χειροτερεύει.
Οι επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στα κέντρα υγείας καθώς και ο μεγάλος αριθμός ασθενών που δεν ζητεί βοήθεια από εξειδικευμένους εργαζομένους δίνουν το κίνητρο σε διάφορες οργανώσεις να κάνουν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη εμπιστοσύνης στις τοπικές κοινωνίες. Ωστόσο αυτό από μόνο του δεν αρκεί.
«Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής της κυβέρνησης ή του ΠΟΥ η τοπική κοινότητα», όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο επικεφαλής του ανθρωπιστικού προγράμματος Oxfam στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ο Τάμπα Εμάνουελ Ντάνμπισα που μιλάει στον «Guardian» προσθέτει ότι εκεί που δίνεται μεγαλύτερη έμφαση είναι η χρηματοδότηση σε επίπεδο ιατρικό. «Οι άνθρωποι έχουν υποστεί συνεχείς ένοπλες επιθέσεις, έχουν χάσει τα αγαπημένα τους πρόσωπα και περιουσίες και βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση εκτοπισμού».
Πρόκειται για μια κρίση που έχει αναδείξει τεράστια κενά στο ζήτημα της ανθρωπιστικής αντιμετώπισης. Εχει υπάρξει εκτεταμένη παραμέληση των κοινοτήτων και το σχέδιο ανθρωπιστικής βοήθειας, το οποίο χρηματοδοτείται ξεχωριστά από αυτό που αφορά στον ιό, απαιτεί 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά χρηματοδοτείται μόνο κατά 12%. Ο κίνδυνος διάδοσης της νόσου σε εθνικό ή διασυνοριακό επίπεδο παραμένει πολύ υψηλός σύμφωνα με την αξιολόγηση του ΠΟΥ, που κάνει έκκληση να συγκεντρωθούν περισσότεροι πόροι για την αντιμετώπιση της κρίσης.