Eισήλθαμε πλέον σε καθαρά προεκλογική περίοδο και όλα κινούνται στο σύνηθες ανταγωνιστικό πλαίσιο των ύβρεων, της προπαγάνδας και της διαχείρισης των όποιων εικόνων. Της παραπολιτικής οι περισσότερες, μικρές και ανούσιες, χωρίς βάθος και πολύ μακριά από τα πραγματικά προβλήματα και τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει στο μέλλον η χώρα.
Για ορισμένους η παραπάνω διαπίστωση είναι καίρια και δηλωτική της ποιότητας του πολιτικού αγώνα και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Ιδιαιτέρως για τους ξένους παρατηρητές των ελληνικών υποθέσεων η απουσία των μεγάλων θεμάτων από τον εσωτερικό μας πολιτικό διάλογο προκαλεί απολύτως αρνητική εντύπωση.
Και τούτο επειδή κατά τις δικές τους προσεγγίσεις η Ελλάδα φαντάζει κρίσιμη και ξεχωριστή. Βρίσκεται στο μεταίχμιο Δύσης και Ανατολής, επιδρά στη μονίμως ταραχώδη Βαλκανική, κινείται στο σύνορο των γεωπολιτικών και ενεργειακών ανταγωνισμών και γειτνιάζει με την πιο εύφλεκτη περιοχή του κόσμου, όπου ασκούνται αναθεωρητικές ηγεσίες και επιβιώνουν ασταθή και ευάλωτα καθεστώτα.
Η Ελλάδα αναγνωρίζεται από τις μεγάλες δυνάμεις ως μια δημοκρατική όαση σταθερότητας σε μια έρημο αστάθειας και αβεβαιότητας, όπως αυτή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Λογικά λοιπόν αναμένουν από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις να αφιερώνουν χρόνο στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που πηγάζουν από αυτήν ακριβώς την ξεχωριστή θέση που κατέχει σε μια από τις κρισιμότερες περιοχές του κόσμου.
Πιστεύουν επίσης ακράδαντα ότι από την αξιοποίηση των γεωπολιτικών δυνατοτήτων μπορούν να αναδυθούν και τα επιχειρήματα για τις ευρύτερες οικονομικές επιλογές της χώρας, για το μοντέλο και τις προτεραιότητες της πολύπαθης ελληνικής οικονομίας, που παρά τη μοναδική στον κόσμο προσαρμογή κινείται στο όριο με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οσοι παρακολουθούν στενά τις ελληνικές υποθέσεις γνωρίζουν ότι η χώρα μας μεγαλούργησε μόνο όταν ανοίχθηκε στον κόσμο, όταν συνδέθηκε με μεγάλα σύνολα και δυνάμεις, όταν επέλεξε ξεχωριστούς δυναμικούς συμμάχους και όταν βρέθηκε στη σωστή πλευρά στους καιρούς των μεγάλων ανακατατάξεων.
Και όντως οι καιροί που ζούμε είναι μεταβατικοί και εξ αυτού του λόγου δυναμικοί και ενδιαφέροντες. Για να προσεγγίσουμε ωστόσο τις ευκαιρίες που μπορεί να δημιουργούν, οφείλουμε να μελετούμε, να αξιολογούμε και να συζητούμε εσωτερικά τις όποιες επιλογές.
Δηλαδή με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε, αν θα γίνουμε όντως ενεργειακός παράγοντας στην ευρύτερη περιοχή ή θα παραμείνουμε ένας τυπικός κρίκος που διεκδικεί απλώς διόδια από τη μεταφορά υδρογονανθράκων. Και βεβαίως αν επιλέξουμε τον πρώτο ρόλο θα πρέπει να συζητήσουμε εσωτερικά τι ακριβώς σημαίνει αυτή η επιλογή, τι υποχρεώσεις γεννά και πόσο είμαστε διατεθειμένοι ως κοινωνία και έθνος να τις αναλάβουμε.
Οπως επίσης οφείλουμε να συζητήσουμε ως κοινωνία αν θέλουμε να εξελιχθούμε σε μια φιλόδοξη, σύγχρονη, δυναμική και παραγωγική οικονομία ή να συμφιλιωθούμε με την ιδέα μιας μίζερης, χαμηλών προσδοκιών κρατικοδίαιτης κοινωνίας. Και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεται αποτύπωση και περιγραφή των υποχρεώσεων και των κόπων, όπως και των θυσιών, αλλά και των εθνικών προοπτικών μας.
Τέτοια συζήτηση για τα μεγάλα και τα σημαντικά δεν γίνεται δυστυχώς στη χώρα. Ομως οι καιροί αυτήν επιβάλλουν και οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν επιτέλους να ξεκινήσουν…