Ο Γιώργος Ιωάννου είχε πει πολλά χρόνια πριν ότι η «αριστερά είναι μια διαρκής ευαισθησία». Με τον τρόπο αυτό ο πεζογράφος είχε εντοπίσει μια κρίσιμη παράμετρο. Η αριστερά δεν μπορεί να οριστεί ως απλώς άλλη μια ιδεολογία στην πολιτική και εκλογική αρένα, ούτε να περιοριστεί στη μια ή την άλλη παραλλαγή του προγράμματός της, μεταρρυθμιστικού ή επαναστατικού.
Η αριστερά ήταν κυρίως αυτή η διαρκής ευαισθησία για οτιδήποτε προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το δικαίωμα των ανθρώπων, πρώτα από όλα των θυμάτων της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, σε ένα καλύτερο αύριο.
Σε τελική ανάλυση, εάν κανείς κοιτάξει την ιστορική διαδρομή της αριστεράς στον τόπο μας και προσπαθήσει να εξηγήσει γιατί σε διάφορες ιστορικές στιγμές μπορούσε να κερδίζει την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους της κοινωνίας, αυτό που θα δει είναι μια αυξημένη ετοιμότητα ανταπόκρισης στο κάλεσμα των καιρών, όποιο και εάν ήταν αυτό: στην υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, στη διεκδίκηση της δημοκρατίας, στην αντίσταση σε κάθε προσπάθεια να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι απλώς ως αναλώσιμα υλικά.
Το πραγματικό ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς
Σε πείσμα μιας προσπάθειας να υποστηριχτεί ότι δεν υπήρξε ποτέ το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς», ή, ακόμη χειρότερα, να αποδοθούν σε μια υποτιθέμενη «ηγεμονία της αριστεράς» τις τελευταίες δεκαετίες όλες οι κακοδαιμονίες της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς ήταν πραγματικό. Μόνο που δεν κατακτήθηκε με διακηρύξεις αλλά με πράξεις. Από την συμμετοχή στην Αντίσταση και το σθένος απέναντι στις εκτελέσεις (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου) μέχρι την πρωτοπόρα συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Το ηθικό πλεονέκτημα οικοδομήθηκε μέσα από χιλιάδες ιστορίες, μικρές και μεγάλες, ηρωισμού και αντίστασης, επώνυμων αλλά και ανώνυμων ανθρώπων, που έδειχναν στην κοινωνία ότι η αριστερά δεν ήταν απλώς ιδεολογική ταυτότητα, ούτε μόνο προσήλωση σε ένα στόχο (που τότε είχε και τη μορφή της ΕΣΣΔ) αλλά πάνω από όλα μια διαφορετική στάση ζωής.
Σε εποχές που από τον χωροφύλακα μέχρι το δάσκαλο και το γυμνασιάρχη και από τον πολιτευτή μέχρι τον υπουργό το κυρίαρχο πρότυπο ήταν η υποταγή στην εξουσία μαζί με την αναζήτηση του ρουσφετιού, αυτή η στάση άφηνε ένα διαφορετικό χνάρι.
Ούτε ήταν τυχαίο ότι για αρκετές δεκαετίες καλλιτέχνες και διανοούμενοι, άνθρωποι κατά τεκμήριο ξεχωριστής ευαισθησίας, στρέφονταν προς την αριστερά, ακριβώς γιατί εμπνέονταν από ένα ξεχωριστό ήθος και μια έντονη ευαισθησία που συναντούσαν.
Αυτό άλλωστε εξηγεί και τα πολλά παραδείγματα ανθρώπων από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που επέλεγαν να στρέφονται προς τα αριστερά, ακόμη και εάν αυτό τους έφερνε σε άμεση σύγκρουση με τον ίδιο τον περίγυρό τους.
Είναι αλήθεια ότι σταδιακά, ιδίως και μετά τις μεγάλες αλλαγές που έφερε η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η αριστερά έχασε και την αίγλη και την απήχηση της, συμπεριλαμβανομένης και τη εμφάνισης πλήθους «πρώην αριστερών».
Σε αυτά συνέβαλαν και τα διάφορα προβλήματα που αποτυπώθηκαν στη σχέση του ΠΑΣΟΚ με την εξουσία, ενός κόμματος που διεκδίκησε και αυτό να εκπροσωπεί την ιστορική κληρονομιά της αριστεράς: φαινόμενα διαφθοράς, νεποτισμού, κομματικής ευνοιοκρατίας.
Όμως, ένα πυρήνας «ηθικού πλεονεκτήματος» διατηρήθηκε, μια αίσθηση διαφορετικότητας. Αυτό ήταν κάτι που το εκμεταλλεύτηκε πολύ έντονα ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία του προς την εξουσία, επιμένοντας ότι εκπροσωπεί κάτι το διαφορετικό απέναντι στα «συστημικά» κόμματα της «διαπλοκής». Μάλιστα, προσπάθησε ο ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει την εικόνα και τη φιγούρα του «αντιμνημονιακού ακτιβιστή, ως συνέχεια των αγωνιστών πιο ηρωικών στιγμών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ή η αποδόμηση του «ηθικού πλεονεκτήματος»
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία σηματοδότησε την πρώτη φορά που η αριστερά στον τόπο μας (σε αντιδιαστολή με το ιστορικό κέντρο ή την κεντροαριστερά) ανέβηκε στην εξουσία. Μπορεί να μην είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το μόνο ρεύμα της αριστεράς, εκείνη τη στιγμή ήταν το βασικό.
Μόνο που ταυτόχρονα, η πορεία αυτή ήταν ταυτόχρονα και μία σταδιακή αποδόμηση στην πράξη του υποτιθέμενου ηθικού πλεονεκτήματος. Με αυτό δεν θέλουμε να αναφερθούμε τόσο ή κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ περιφρόνησαν τη λαϊκή βούληση μετά το δημοψήφισμα του 2015, γιατί σε τελική ανάλυση οι συμβιβασμοί ακόμη και οι οδυνηροί ή οι υποχωρήσεις είναι πάντα ένα ενδεχόμενο.
Κυρίως το κρίσιμο ήταν όλα τα παραδείγματα ενός ήθους και ύφους της εξουσίας που μικρή σχέση είχε με τις παραδόσεις της αριστεράς.
Αυτό αποτυπώθηκε στον τρόπο που αντί για να μπουν πραγματικά κανόνες και τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, προκρίθηκε τελικά η προσπάθεια να βρεθεί «φιλικός επιχειρηματίας» να επενδύσει στα ΜΜΕ, όπως έδειξε η όλη υπόθεση με την Καλογρίτσα.
Αυτό αποτυπώθηκε στη διάχυτη αίσθηση ότι η κυβέρνηση επέλεγε να στηρίζει συγκεκριμένους επιχειρηματίες, με όρους που μόνο ως πολιτικοεπιχειρηματική συναλλαγή μπορούν να περιγραφούν.
Αυτό εκφράστηκε με τον τρόπο που ο κρατικός μηχανισμός και οι δυνατότητες που έχει μια κυβέρνηση να βάλει δικούς της ανθρώπους σε διάφορες θέσεις, αξιοποιήθηκε στον ίδιο αν όχι και μεγαλύτερο βαθμό με τους προηγούμενες κυβερνήσεις και βέβαια όχι πάντα για την κάλυψη πραγματικών αναγκών.
Αυτό φάνηκε, με τραγικό τρόπο, στις τραγωδίες στη Μάνδρα και το Μάτι, όταν η κυβέρνηση αντί να αναλάβει τις ευθύνες της και να παραδεχτεί τις ανεπάρκειες και αντί να ζητήσει συγγνώμη από τους πολίτες, προτίμησε να στήσει αλλεπάλληλα επικοινωνιακά σόου που εκτός όλων των άλλων αποτελούσαν και έμπρακτη προσβολή των ίδιων των θυμάτων.
Αυτό συμπύκνωσε η απαράδεκτη τοποθέτηση του Παύλου Πολάκη, που έφτασε στο σημείο αμφισβητήσει το δικαίωμα που είχε ένας άνθρωπος με αναπηρία να κάνει χρήση θετικών διακρίσεων που υπάρχουν ακριβώς για να τις χρησιμοποιούν οι άνθρωποι με αναπηρία.
Οι πολλαπλοί συμβολισμοί ενός κότερου
Η πολιτική είναι μια πολύ πρακτική διαδικασία που όμως λειτουργεί πάρα πολλές φορές με συμβολισμούς. Κάποιες φορές μάλιστα, τίποτα δεν είναι πιο πολιτικό από το συμβολικό.
Και αυτό είναι το θέμα με το κότερο.
Δεν είναι ότι ο πρωθυπουργός θέλησε να πάει διακοπές, ή να ξεκουραστεί λίγες μέρες μετά την τραγωδία στο Μάτι, παρότι θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι η χώρα βρισκόταν ακόμη τότε σε μια κατάσταση πένθους.
Δεν είναι καν ότι ένας πρωθυπουργός επισκέφτηκε ένα κότερο επιχειρηματία (υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν συνεπάγεται αυτό ειδική μεταχείριση του επιχειρηματία).
Το πρόβλημα βρίσκεται στον τρόπο που αυτές οι διακοπές ούτε ανακοινώθηκαν τότε, ούτε επιβεβαιώθηκαν όταν έγινε η αποκάλυψη, χωρίς ποτέ παράλληλα να επιβεβαιωθεί από την ίδια την κυβέρνηση. Δηλαδή, είναι ως εάν ο πρωθυπουργός να ήθελε ταυτόχρονα να απολαύσει αυτές τις διακοπές και αυτό μην γίνει γνωστό.
Μόνο που αυτό ακριβώς παραπέμπει στην επίγνωση του τι σήμαινε «συμβολικά» η επιλογή του να κάνει διακοπές με αυτόν τον τρόπο. Αντιλαμβανόταν ότι ένα έστελνε ένα μήνυμα μακρινό και εχθρικό προς το «ήθος της αριστεράς». Συνειδητοποιούσε ότι θύμιζε άλλες εποχές και άλλες κυβερνήσεις. Γι’ αυτό και αυτή η συγκεκριμένη επικοινωνιακή διαχείριση.
Μόνο που τελικά γύρισε μπούμερανγκ. Ιδίως τώρα που οι διακοπές έχουν επιβεβαιωθεί.
Γιατί η εικόνα ενός πρωθυπουργού που κάνει αυτές τις διακοπές και τις απολαμβάνει, χωρίς να θεωρεί ότι πρέπει να δώσει λογαριασμό, την ώρα που η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας συναντά πραγματικές δυσκολίες, όπως και να το δει κανείς δεν έχει και τη μεγαλύτερη σχέση με τις παραδόσεις της αριστεράς.