Η κότα (αρχ. κόττα) ανήκει στο ζωικό είδος των πτηνών (το όνομα των οποίων ετυμολογείται από τη ρίζα του ίπταμαι), αν και, παρότι διαθέτει φτερά, εξαιτίας του όγκου της δεν μπορεί να πετάξει. Η επιστημονική ονομασία της είναι gallus domesticus (στα αρχαία ελληνικά όρνις ενοίκιος, δηλαδή κότα σπιτίσια ‒ διότι όρνις σήμαινε αδιακρίτως το πτηνόν, είτε πετούμενο είτε επίγειο). Το αρσενικό του επίγειου (στα αρχαία: αλέκτωρ) ονομάζεται πετεινός ή κόκορας, ενώ τα νεαρά του τέκνα λέγονται κοτόπουλα (γενικώς), και επί το θηλυκόν πουλάδες. Από την κόττα παρήχθη, κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, η λέξη κόττος, η οποία, κατά τον Ησύχιο (5ος αιώνας μ.Χ.), σήμαινε τον φοβητσιάρη κόκορα.
Ο άνθρωπος εκτρέφει τις κότες κυρίως για τα αβγά που γεννούν, τα οποία περιέχουν συστατικά υψηλής βιολογικής θρεπτικότητος. Παράλληλα οι κότες προσφέρουν και το κρέας τους, το οποίο ‒ ιδίως μιας ορισμένης κατηγορίας τους (οι αλανιάρες) ‒ έχει μεγάλη διατροφική αξία. Στην εποχή μας ο άνθρωπος σε κάποιες περιπτώσεις (κυρίως στις καλλιέργειες της πολιτικής) αξιοποιεί από τις κότες ακόμη και την κοπριά τους.
Οπως και με πολλά άλλα ζώα, η αναζήτηση ομοιοτήτων μεταξύ του ανθρώπου και της κότας είναι συχνή και ποικίλλουσα από εποχή σε εποχή, με διαφοροποιούμενο ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ‒ ενίοτε και αντίθετο ‒ το περιεχόμενο της παρομοίωσης. Λ.χ. κατά τον Μεσοπόλεμο η μεταφορική έννοια της λέξης αναφερόταν μόνο στα θήλεα και ήταν εντελώς διαφορετική από τη σημερινή. Ενα παράδειγμα: ενώ το σχετικό λήμμα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (τόμ. 15, 1931) έχει ως εξής: «κόττα (η)· δημοτ., όρνις η κατοικίδιος/ θωπευτικόν προς κοράσιον και γενικώς προς γυναίκα·/ υποκορ. κοττούλα, κοττίτσα, κοττάκι (το)», στα τρία σημαντικότερα σημερινά λεξικά της νεοελληνικής (Ακαδημίας, Μπαμπινιώτη, Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη) η μεταφορικότητα έχει υποστεί μια διπλή ανατροπή: Αφενός έχει αντιστραφεί («κότα· μεταφ.-υβριστικά: γυναίκα ελαφρόμυαλη και κουτσομπόλα·/ υποκορ. κοτούλα, κοτίτσα, κοτάρα»· και αφετέρου έχει, ως αντεστραμμένη, επεκταθεί, με διαφοροποιούμενη όμως σημασία, και στους άνδρες («κότα·/ μεταφ.: άνδρας δειλός, φοβιτσιάρης»).
Ως ‒ λόγω επαγγελματικής ιδιότητας ‒ μελετητής των μεταφορικών νεολογισμών αλλά και της ρητορικής των κοινοβουλευτικών αντιπαραθέσεων, έχω διαπιστώσει ότι η επέκταση αυτή έχει αρχίσει να τελείται σταδιακά από το 1989-90, οφειλόμενη κυρίως στην ιδιοτυπία του πρόσφατου κοινοβουλευτικού μας βίου. Βέβαια η κότα στο πολιτικό μας ρεπερτόριο εμφανίζεται και στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όμως μόνο ως ζωγραφική απεικόνιση και με σημασία διαφορετική ‒ υπαινικτική των ιπτάμενων πουλιών ‒ από αυτή την οποία προσπαθώ εδώ να περιγράψω (αναφέρομαι στις περίφημες, τότε, γελοιογραφίες του Φωκίωνος Δημητριάδη στο Βήμα, με την κότα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο οποίος, ως υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως, είχε απαγορεύσει την παράσταση των Ορνίθων του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν επειδή μια σκηνή της θεωρήθηκε ότι διακωμωδούσε τη Θεία Λειτουργία).
Στη Βουλή, όπου εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα από το τέλος της δεκαετίας του ’90 και κατά συρροήν από το 2015, τη νεότερη μεταφορική έννοια της κότας ‒ στη διττή εκδοχή της (αμφοτέρων των φύλων) ‒ εκτρέφει (και θα συνεχίσει να εκτρέφει ως τις επόμενες εθνικές εκλογές) η βουλευτική ασυλία. Ενα από τα κύρια γνωρίσματα αυτής της κότας είναι ότι εμφανίζεται συχνά με τη μορφή κόκορα, επιδαψιλεύοντας τον χαρακτηρισμό κότα στους πολιτικούς αντιπάλους της. Εξέχοντα παραδείγματα ως προς αυτό είναι οι κ.κ. Πολάκης και Καμμένος (ο Πάνος) που σκορπούν απλόχερα αυτόν τον χαρακτηρισμό (όχι μόνο από το βήμα της Βουλής), την ίδια στιγμή που ικετεύουν να μην αρθεί η ασυλία τους, γιατί τρέμουν μη βρεθούν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Δεν είναι ανεξήγητο ότι ο πρώτος απεικονίζεται γελοιογραφικώς, ως ηθικά παχύδερμος, υπό μορφήν χοίρου με πόδια κότας, ούτε ότι ο δεύτερος αποκαλείται από πολιτική του αντίπαλο κότα λειράτη, τρίλειρη και μακροπουπουλάτη (το λειράτη, λέξη της αργκό, σημαίνει τον «πολύ φοβιτσιάρη άνθρωπο, τον «χέστη»» ‒ βλ. Λ.Κ. Σέμογλου, Λεξικό της πιάτσας).
Για τις πολύ έξυπνες κότες, που είναι συνήθως αρχηγοί κυβερνητικών κομμάτων ή «Προοδευτικών Συμμαχιών», καταλληλότερη είναι η ονομασία κόττος ή ψευδοκόκορας. Για τον κόττο, το λεγόμενο ότι «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται» δεν ισχύει. Απεναντίας. Διότι το μέγεθος του φόβου μη χάσει τα αγαθά που του προσφέρει το κουμάντο του είναι τέτοιο, ώστε να έχει αναπτύξει την ικανότητα «να πιάνει κότες στον αέρα»: να καταστέλλει εν τη γενέσει της κάθε κίνηση κότας που θα εκδήλωνε την επιθυμία να πετάξει, έστω για μια στιγμή, έξω από το κοτέτσι. Ως παράδειγμα αναφέρω το αναμενόμενο αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην πρόταση μομφής του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας εναντίον του Πολάκη για την εμετική επίθεσή του εναντίον του Στέλιου Κυμπουρόπουλου, έπειτα από τη διατυμπανισθείσα από τον Πρωθυπουργό, ψευδοκοκορικώς, αντιστροφή της σε ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση. Πιστεύει κανείς ότι κάποιος από τους κυβερνητικούς βουλευτές που ψέλλισαν την αποδοκιμασία τους ή εξέφρασαν τη μη συμφωνία τους με τον τραμπουκισμό του Πολάκη θα τολμήσει να ξεμυτίσει από τον ορνιθώνα;
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.