Στην πολιτική εγγύτητα με τον υποψήφιο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μάνφρεντ Βέμπερ υπολογίζει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να καταφέρει να μετριάσει την αυστηρότητα του σχεδίου διάσωσης που επιβλήθηκε από την ΕΕ στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της βελγικής εφημερίδας LeSoir, η οποία φιλοξενεί συνέντευξη του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.
Η LeSoir αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι δημοσκοπήσεις υπόσχονται ότι ο κ. Μητσοτάκης θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας, με το κόμμα του, τη Νέα Δημοκρατία, να συγκεντρώνει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 35-37% και να προηγείται κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια αποτελούν για την ΕΕ την πρώτη εμπειρία ανόδου στην εξουσία ενός κόμματος της ριζοσπαστικής και αντισυστημικής Αριστεράς, μία εμπειρία που σημαδεύτηκε από την προσπάθεια αμφισβήτησης από την πλευρά της Ελλάδας της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν στη χώρα με αντάλλαγμα τη διάσωσή της από την οικονομική κρίση, προσπάθεια η οποία ωστόσο, αφού οδήγησε σε μία εξάμηνη κρίση με την ΕΕ και τη χώρα στο χείλος της εξόδου από την Ευρωζώνη, είχε ως αποτέλεσμα ένα τρίτο και πιο σκληρό από ποτέ σχέδιο διάσωσης.
Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξηγεί στην εφημερίδα πώς σχεδιάζει να επανατοποθετήσει την Ελλάδα στους κόλπους της ΕΕ και να διαχειριστεί την κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δηλώνει καταρχάς ότι ανέκαθεν ήταν υπέρ της ιδέας του «spitzenkadidaten» και ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον κ. Βέμπερ, μια και αυτός προέρχεται από μία νέα γενιά πολιτικών, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας έτσι εμπειρία στη δημιουργία συνασπισμών, ενώ δεν κρύβει το γεγονός ότι διατηρεί καλές προσωπικές σχέσεις με τον Γερμανό, το οποίο – όπως υπογραμμίζει – δεν είναι άνευ σημασίας στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Για το ότι στηρίζει ένα Γερμανό υποψήφιο στην Ελλάδα, ο Μητσοτάκης σχολιάζει ότι ήταν ο Τσίπρας αυτός που κατηγόρησε τον κ. Βέμπερ ότι δεν είναι φίλος της Ελλάδας, ενώ στην πραγματικότητα ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος επέκρινε τον ΣΥΡΙΖΑ για τα όσα έκανε τους πρώτους έξι μήνες της διακυβέρνησής του, φέρνοντας τη χώρα κοντά στην ολοκληρωτική καταστροφή, συμπληρώνοντας ότι ο ίδιος έχει μιλήσει μαζί του για τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα και θεωρεί ότι μοιράζονται τις ίδιες απόψεις.
Πιστεύει μάλιστα ότι στην επόμενη Επιτροπή θα υπάρχει κάποιος που κατανοεί τις ελληνικές θέσεις, ότι δηλαδή η χώρα χρειάζεται μεγαλύτερη ανάπτυξη και ότι δεν μπορεί αυτή να ανέρχεται στο 2%, όταν κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει χαθεί το 25% της οικονομίας της.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει λέγοντας ότι αρχικά σκοπεύει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ευρώπης και ότι αναμένει να διεξαχθεί μία ειλικρινής συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αποτελούν το τίμημα της πολιτικής Τσίπρα. Ο ίδιος δηλώνει αποφασισμένος να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές είναι σημαντικές για τη χώρα και όχι γιατί κάποιος άλλος τις επιβάλλει, και να κάνει την Ελλάδα ένα success story, χαρακτηρίζοντας την εμπιστοσύνη σημαντικό παράγοντα στις πολιτικές διαπραγματεύσεις.
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία για λαϊκισμό που απευθύνει στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα και το κατά πόσο εξακολουθεί να το πιστεύει αυτό μετά από τέσσερα χρόνια της συγκεκριμένης διακυβέρνησης, κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα σχέδιο λιτότητας και μεταρρυθμίσεων εξαιρετικά βαρύ και αντιλαϊκό, ο Μητσοτάκης αναφέρει ότι το τρίτο πρόγραμμα δεν ήταν αναγκαίο και ότι ήταν αποτέλεσμα της περιόδου Βαρουφάκη, ενώ σημειώνει ότι η χώρα εμφανίζει σήμερα πρωτογενή πλεονάσματα πιο υψηλά από αυτά που ζητά η Ευρώπη, επειδή, όπως έχει εξάλλου υποστηρίξει ανοιχτά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, η κυβέρνηση θέλει να επιτεθεί στη μεσαία τάξη, προκειμένου να επιτύχει μία αναδιανομή, με καταστροφικές συνέπειες για την ανάπτυξη.
Ως προς τη συμφωνία των Πρεσπών, ο επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας τη χαρακτηρίζει εξαιρετικά προβληματική για την Ελλάδα, αφού για πρώτη φορά αναγνωρίζεται μακεδονική γλώσσα και εθνικότητα, τροφοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο τον αλυτρωτισμό και τον εθνικισμό στη ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, και διατυπώνει την πρόθεσή του να προσπαθήσει με ηρεμία και υπευθυνότητα να αμβλύνει τις σοβαρά αρνητικές συνέπειές της και να προστατέψει τη χώρα από τους κινδύνους που αυτή θέτει, γεγονός που εξηγεί το γιατί δεν έχει αποποιηθεί του δικαιώματος του βέτο που διαθέτει αναφορικά με την ένταξη της γειτονικής χώρας στην ΕΕ.
Καταλήγοντας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε τη διαφωνία του σε σχέση με την υπόσχεση Βέμπερ να τερματιστούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, θεωρώντας ότι θα πρέπει να διεξαχθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος μία συζήτηση πιο λεπτή.