Ερωτήματα σχετικά με την προέλευση των κεφαλαίων των offshore της οικογένειας Κόκκαλη που βρέθηκαν στα Panama Papers εγείρονται με τις τελευταίες εξελίξεις που οδήγησαν στη διαγραφή των υπεράκτιων εταιρειών, έπειτα από την επανειλημμένη αθέτηση πληρωμής των τελών για τη λειτουργία τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πριν αλλά και κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων των Panama Papers τον Απρίλιο του 2016, ζητούνταν πληροφορίες για την πηγή των κεφαλαίων των υπεράκτιων εταιρειών, οι οποίες δεν δίνονταν. Λίγο μετά τις αποκαλύψεις, φέρεται να υπήρξε αίτημα για τη διάλυση των εν λόγω υπεράκτιων εταιρειών, όμως και πάλι για να προχωρήσει η διαδικασία θα έπρεπε να γνωστοποιηθεί η προέλευση των κεφαλαίων. Απαντήσεις και αυτή τη φορά δεν φαίνεται να δόθηκαν. Αντ’ αυτού, σταμάτησε η πληρωμή των τελών λειτουργίας των offshore για τρία συνεχόμενα χρόνια και έτσι, πριν από μερικούς μήνες, οδηγήθηκαν στη διαγραφή από τα παναμέζικα μητρώα, χωρίς τελικά να υπάρξουν εξηγήσεις από πού προέρχονταν τα κεφάλαια.
Οι 5 υπεράκτιες εταιρείες
Αρχές Σεπτεμβρίου 2018. Στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης του Παναμά ανακοινώνονται οι αποφάσεις του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για τη διαγραφή εκατοντάδων offshore από τα εταιρικά μητρώα λόγω «παράβασης τριών διαδοχικών ετών» σε σχέση με τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή για τη μη πληρωμή των οφειλομένων τελών. Ανάμεσά τους και πέντε υπεράκτιες εταιρείες, οι οποίες συνδέονταν με τον Σωκράτη Κόκκαλη, τον Πέτρο Κόκκαλη και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε να διαγραφεί η παναμέζικη Upton International Group – κάτι σαν οικογενειακή offshore, αφού μετείχαν τα περισσότερα μέλη, με τον πατριάρχη στο τιμόνι της.
Επίσης, οι «ατομικές» Devaud Consultants, Kerry Resources, Jason Enterprises Services και Childsen Capital, με την τελευταία να συνδέεται με τον υποψήφιο ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Πέτρο Κόκκαλη. Ολες τους είχαν ιδρυθεί μέσα στους πρώτους τρεις μήνες του 2014. Τότε οι ελληνικές αρχές επεξεργάζονταν τα 65 CDs με χιλιάδες κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών από το 2000 έως και το 2012, τις οποίες είχαν αποστείλει οι τράπεζες και βρίσκονταν ξεχασμένες σε κάποια συρτάρια του ΣΔΟΕ. Στο περιεχόμενό τους τα CDs, που είχαν εντοπιστεί τυχαία από οικονομικούς εισαγγελείς τον Δεκέμβριο του 2013, φιλοξενούσαν τα στοιχεία κινήσεων σε καταθέσεις που υπερέβαιναν τις 300.000 ευρώ και αποστολές εμβασμάτων στο εξωτερικό από 100.000 ευρώ και πάνω.
Σε αντίθεση με άλλες υπεράκτιες εταιρείες γνωστών Ελλήνων που βρέθηκαν στα Panama Papers, οι offshore Κόκκαλη είχαν χαρακτηριστικά που κεντρίζουν το ενδιαφέρον όσων ψάχνουν τις ροές χρήματος: από στοιχεία της διαρροής φάνηκε ότι συνδέονταν με τραπεζικά ιδρύματα και λογαριασμούς. Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του 2014 η Upton εμφανιζόταν να ενεργεί ώστε να αποκτήσει λογαριασμό σε παράρτημα της ελβετικής UBS επί αμερικανικού εδάφους, ενώ λίγους μήνες μετά η Childsen είχε προμηθευθεί έγγραφα για λογαριασμό στη Merrill Lynch Wealth Management στη Νέα Υόρκη. Και υπήρχαν και πληρεξούσια, προς τα μέλη της οικογένειας Κόκκαλη, με τα οποία μπορούσαν εκ μέρους των offshore να ανοίγουν και να κλείνουν τραπεζικούς λογαριασμούς, να αγοράζουν και να πωλούν μετοχές, να κάνουν μεταβιβάσεις και πολλά άλλα.
Ενισχυμένοι έλεγχοι
Τον Φεβρουάριο του 2015 στον εσωτερικό έλεγχο της Mossack Fonseca, της παναμέζικης νομικής εταιρείας από την οποία διέρρευσαν τα Panama Papers, χτύπησε «καμπανάκι». Η Mossack Fonseca, ως «πάροχος υπηρεσιών» (εγγεγραμμένος διαχειριστής) των εν λόγω offshore, αποφάσισε να διεξαγάγει ενισχυμένους ελέγχους στην Upton επειδή ο Σωκράτης Κόκκαλης εμπλεκόταν σε υποθέσεις που απασχόλησαν τη Δικαιοσύνη στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, οι υποθέσεις που είχαν εντοπίσει οι υπάλληλοι και ζητούσαν τους ελέγχους ήταν αυτή της Intralot και του ΟΠΑΠ του 2007 και αυτή της κατασκοπείας επί Στάζι τη δεκαετία του 1960. Αν και όλες οι κατηγορίες είχαν καταπέσει, αποφασίστηκε ότι η offshore, τα στοιχεία των ιδιοκτητών της και η προέλευση των κεφαλαίων θα πρέπει να ελεγχθούν. Ετσι, άρχισαν να στέλνουν μηνύματα προς τον εκπρόσωπο/μεσάζοντα των offshore με τα οποία ζητούνταν οι σχετικές πληροφορίες. Ανάμεσα στον Φεβρουάριο και στον Ιούλιο του 2015 φέρεται να στάλθηκαν τουλάχιστον τέσσερα τέτοια μηνύματα, τα οποία δεν απαντήθηκαν.
Σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς της νομοθεσίας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος, οι πάροχοι υπηρεσιών που σχετίζονται με υπεράκτιες υπηρεσίες είναι υποχρεωμένοι να προσδιορίζουν με σαφήνεια τους πραγματικούς ιδιοκτήτες των offshore και την πηγή των κεφαλαίων των offshore. Για αυτούς τους λόγους διεξάγουν ελέγχους για τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτήν.
Διάλυση και εκκρεμότητες
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», με το που δημοσιεύθηκαν οι πρώτες έρευνες των Panama Papers στις αρχές Απριλίου του 2016 ο μεσάζοντας των offshore της οικογένειας Κόκκαλη ζήτησε από τη Mossack Fonseca να προχωρήσει στις απαραίτητες διαδικασίες για τη διάλυσή τους. Υπήρχαν όμως κάποιες εκκρεμότητες: έπρεπε, σύμφωνα με τους υπαλλήλους της Mossack Fonseca, να προσκομιστούν τα απαιτούμενα έγγραφα και να δοθούν απαντήσεις για μία σειρά κενών που υπήρχαν για την οικονομική κατάσταση των offshore – δεν είχαν προσκομιστεί ετήσιες τραπεζικές καταστάσεις -, όσο και για την προέλευση των κεφαλαίων τους. Επιπλέον, χρειάζονταν έγγραφα ταυτοποίησης για τους μετόχους και για τον τόπο διαμονής τους. Δύο εβδομάδες μετά, ο μεσάζοντας φέρεται να διαμηνύει ότι τελικά θα κρατήσουν τις offshore, αλλά θα πρέπει να αλλάξουν οι μέτοχοι – δηλαδή να εμφανίζονται άλλοι, καθώς μέχρι τότε, σύμφωνα με τα Panama Papers, ήταν τα μέλη της οικογένειας Κόκκαλη.
Δεν δόθηκε καμία εξήγηση για την προέλευση των κεφαλαίων
Εξηγήσεις για την προέλευση των κεφαλαίων, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν φαίνεται να είχαν δοθεί έως τον Αύγουστο του 2016, οπότε η Mossack Fonseca έκλεισε την υπόθεση σταματώντας να παρέχει τις υπηρεσίες της. Οπως φαίνεται, οι offshore λειτουργούσαν χωρίς να έχει δηλωθεί από πού προέρχονταν τα κεφάλαιά τους – παρά τα επανειλημμένα ερωτήματα των διαχειριστών – τουλάχιστον για δύο χρόνια, από το 2014 μέχρι και το 2016.
Η απόφαση του Αυγούστου 2018 του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών του Παναμά να διαγράψει από τα μητρώα του και τις πέντε offshore βασίστηκε στο γεγονός ότι δεν πληρώθηκαν τέλη λειτουργίας για τρία συνεχόμενα έτη, όπως υπαγορεύει η νομοθεσία. Υπό τη συγκεκριμένη διαδικασία διαγραφής δεν απαιτείται καμία πληροφορία από την πλευρά των συνδεόμενων προσώπων – ούτε για τα στοιχεία τους ούτε για την προέλευση των κεφαλαίων.