Τα πράγματα είναι απλά: στη Βενεζουέλα είναι σε εξέλιξη ένα πραξικόπημα.
Μια μερίδα της αντιπολίτευσης με την υποστήριξη ενός τμήματος των ενόπλων δυνάμεων θέλει να ανατρέψει την κυβέρνηση Μαδούρο.
Οι πραξικοπηματίες όπως και η αντιπολίτευση έχουν από πίσω τους την κυβέρνηση των ΗΠΑ που δεν ενδιαφέρεται προφανώς για τη δημοκρατία, αλλά θέλει να μην υπάρχουν ενοχλητικές φωνές στην «πίσω αυλή τους», ιδίως όταν μιλάμε για μια χώρα, τη Βενεζουέλα που έχει από τα μεγαλύτερα αποθέματα υδρογονανθράκων στον κόσμο.
Γιατί όπως και να το δει κανείς οι ΗΠΑ ξέρουν από πραξικοπήματα, ειδικά στη Λατινική Αμερική.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την άλλη «11η Σεπτεμβρίου», αυτή του 1973 όταν στη Χιλή ο στρατηγός Πινοσέτ με τις πλάτες των αμερικάνων ανάτρεψε τον Σαλβαδόρ Αλιέντ;
Έχει προβλήματα η Βενεζουέλα;
Μεγάλα και για αρκετά από αυτά ευθύνεται η κυβέρνηση Μαδούρο.
Όμως, το πραξικόπημα δεν θα λύσει κανένα από αυτά.
Για την ακρίβεια το πραξικόπημα θα φέρει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.
Απειλεί να σπρώξει την Βενεζουέλα σε έναν εμφύλιο πόλεμο και την ίδια ώρα το πρόγραμμα της αντιπολίτευσης απειλεί τις κατακτήσεις που είχαν τα λαϊκά στρώματα όλα αυτά τα χρόνια.
Θα φέρει βία και καταστολή.
Θα ενισχύει το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Θα σημάνει ξανά την ώρα του ΔΝΤ και των διαβόητων «προγραμμάτων δομικής προσαρμογής».
Αυτά θέλουν οι ΗΠΑ για τη Βενεζουέλα.
Καμιά δημοκρατία και καμία ευημερία του λαού δεν έχουν στο νου τους.
Γι’ αυτό το λόγο και πρέπει να είμαστε πολύ δύσπιστοι απέναντι στην εικόνα που διαμορφώνουν τα δυτικά ΜΜΕ.
Γιατί είναι μια εικόνα υπαγορευμένη και χωρίς καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Είναι ένας πόλεμος προπαγάνδας.
Κυρίως πρέπει να είμαστε δύσπιστοι απέναντι σε όποιον προτείνει το να «κατέβει ο στρατός» και τη λογική του πραξικοπήματος. Γιατί αυτό απλώς θα κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Το βασικό είναι να πει ο λαός τη δική του γνώμη. Ο λαός και όχι τα τανκς. Και στην Ελλάδα ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει όταν… μιλούν τα τανκς.