Πλησιάζουμε στις εκλογές. Ερχεται πάλι με φόρα καταπάνω μας ο χειρότερος εαυτός μας, αλλά αυτό δεν δείχνει να ανησυχεί κανέναν. Νομίζουμε πως κάποια στιγμή θα πατήσουμε το κουμπί και ως διά μαγείας θα ξαναγίνουμε φυσιολογικοί. Δηλαδή νοήμονες διαφωνούντες. Πιστεύουμε πως καταπίνοντας σαράντα τσιγάρα την ημέρα όποτε θέλουμε το κόβουμε και αποχαιρετάμε τη νικοτίνη από το αίμα μας. Οτι δεν θα μας επιστραφούν ποτέ η χολή και το δηλητήριο. Οτι δεν θα λογοδοτήσουμε – ή τουλάχιστον δεν θα πληρώσουμε άσχημα ως κοινωνία – την απαξίωση του δημόσιου διαλόγου και της ελεύθερης έκφρασης αφού πρώτα την πετάξαμε στη λάσπη, ώστε κάποιοι να τη θεωρούν μέρος του προβλήματος πια και να επενδύουν σε αυτό το ολοκληρωτικό ξενέρωμα οποιασδήποτε κουβέντας από οποιονδήποτε.
Νομίζουμε πως όσο πιο αιχμηρές φράσεις, όσο περισσότερες βρισιές και όσο περισσότερες δολοφονίες χαρακτήρων καταφέρουμε, τόσο καλύτερη υπηρεσία προσφέρουμε στην όποια ιδεολογία μας. Θα πάρουμε τα πρόσκαιρα like και τα μπράβο για την τόλμη μας από τους ομοϊδεάτες τιμητές του πληκτρολογίου και, το χειρότερο, θα έχουμε την απόλυτη ψευδαίσθηση πως πήραμε θέση, δεν κρυφτήκαμε, χτυπήσαμε άγρια και πονέσαμε με λίγα ανέξοδα οργίλα posts τους εχθρούς.
Σκάβουμε τον λάκκο κατακτήσεων αιώνων, αλλά δεν βαριέσαι, σημασία έχει να πλειδοτήσουμε στη σκληρότητα των χαρακτηρισμών, γιατί απλά δίχως αυτούς το κείμενό μας δεν έχει από μόνο του καμία απολύτως αξία, δεν φέρει τίποτα, δεν κομίζει τίποτα, υπάρχει – και μέσω αυτού κι εμείς – μόνο μέσω της κακοποίησης.
Φυσικά και όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις είναι κρίσιμες. Οχι εξίσου – δεν είμαστε χθεσινοί πια -, αλλά πάντα κάτι μικρό ή μεγάλο διακυβεύεται. Φυσικά και υπάρχουν διαφορετικές ιδεολογίες και δεν θα πεθάνει ποτέ η διάκρισή τους, και χρέος μας να υπερασπιζόμαστε τα «πιστεύω» μας και τις αρχές μας.
Φυσικά επίσης και η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια σε πολύ αιχμηρές φράσεις, που καλό είναι να τις διαφυλάξουμε και εκείνες γιατί είναι μέρος του γλωσσικού μας πλούτου αλλά και της συναισθηματικής μας αντιστοιχίας. Δεν μιλάω για ευγένεια. Είναι πολύ σοβαρότερο το πρόβλημα. Αναφέρομαι στα τυφλά χτυπήματα που δεν έχουν την παραμικρή ουσία και χρησιμότητα.
Συγγνώμη, αλλά έχω αρχίσει να πιστεύω πως όσο πιο «θυμωμένα» είναι τα κείμενα – και αναφέρομαι κυρίως σε επώνυμους αρθρογράφους – τόσο περισσότερο φωνάζουν πως από κάπου πληρώνονται. Πως περιμένουν την άμεση ανταμοιβή των υπηρεσιών τους. Δεν μπορεί να μην έχουν τη στοιχειώδη φιλοσοφική και πολιτική σκέψη και εμπειρία πως οι μάχες δεν κερδίζονται έτσι. Δεν τους ενδιαφέρει να κερδηθεί καμία ιδεολογική μάχη. Δεν έχουν ιδεολογία. Αλλού προσβλέπουν. Εχουν κάπου ποντάρει και περιμένουν την μπίλια να τους κάνει το χατίρι. Εντυπωσιακό και το πόσο σιγοντάρουν, ανέχονται αλλά και πριμοδοτούν τα ίδια τα κόμματα τέτοιους κράχτες.
Τέτοιους γελωτοποιούς της έκφρασης. (Ουπς, μου ξέφυγε κι εμένα αιχμηρή λέξη.)
Αδέξιοι και επικίνδυνοι εκτελεστές του διαλόγου αλλά και της σοφής στρατηγικής που μπορεί να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Και εν τέλει εκτελεστές των ιδεολογιών.
Εκείνα που ίσως διασώζονται κάπως είναι τα κείμενα που κατέχουν και διακονούν με επιτυχία την τέχνη του λίβελου, και αυτό μόνο από καλλιτεχνικής απόψεως. Διακρίνεις δηλαδή να έχουν ένα ταλέντο σε αυτή την αρχαία μορφή επιθετικού και ενίοτε απολαυστικού κειμένου. Από εκεί και πέρα, καλή τύχη σε όλους μας.
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.