Είναι ορισμένες δημόσιες υποθέσεις χαρακτηριστικές της ποιότητας διακυβέρνησης. Μία από αυτές ήταν και παραμένει της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, της δικής μας ΔΕΗ.
Στα πανεπιστημιακά συγγράμματα Δημόσιας Οικονομικής του Σάκη Καράγιωργα το παράδειγμα της ΔΕΗ κατείχε περίοπτη θέση, γιατί απέδιδε τη δυνατότητα του κράτους να δημιουργήσει και να λειτουργήσει αποτελεσματικά προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και της οικονομίας μια μεγάλη δημόσια επιχείρηση.
Και όντως στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού λειτούργησε ως πρότυπο αποδοτικής επιχείρησης. Δημιούργησε μεγάλα εργοστάσια παραγωγής ρεύματος, αξιοποίησε τους εγχώριους λιγνίτες, κατασκεύασε εντυπωσιακές υδροηλεκτρικές μονάδες, διασυνέδεσε ηλεκτρικά όλη τη χώρα, οργάνωσε πρωτοποριακό και αξιόπιστο για τα δεδομένα της εποχής δίκτυο μεταφοράς και διανομής, επέτυχε ακόμη και την κάλυψη των πιο απομακρυσμένων νησιών και, το κυριότερο, συγκέντρωσε στις τάξεις της εξαίρετους μηχανικούς και τεχνικούς να καλύψουν όλες τις ανάγκες της.
Επίσης επέτυχε να προσφέρει στους πελάτες της φθηνό ρεύμα σε σχέση με άλλες χώρες. Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια η ΔΕΗ προσέθετε με τις τιμές της στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής παρά αφαιρούσε. Το αποτέλεσμά της βεβαίως στηριζόταν σε αρχές συγκεκριμένες και σε ξεχωριστές διοικήσεις, που έχαιραν εκτίμησης των πάντων.
Οι αρχές αυτές που εκθείαζε ο Σάκης Καράγιωργας υπονομεύθηκαν στην πορεία, κυρίως από κυβερνήσεις που θέλησαν να αξιοποιήσουν πολιτικά τη μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση των Βαλκανίων. Τα πρώτα ρήγματα στη λειτουργία της φανερώθηκαν στα χρόνια του ΠαΣοΚ, όταν διείσδυσαν ο κακώς εννοούμενος συνδικαλισμός και η προκλητική κομματοκρατία.
Ο Κώστας Μητσοτάκης, παρότι αρχικώς διακήρυξε την εξυγίανση, πιεζόμενος στα τέλη της θητείας του το 1993 την κατέστησε βάση φαυλοκρατίας προσλαμβάνοντας μαζικά περίπου 6.000 υπαλλήλους, με μόνο προσόν την κομματική τους ταυτότητα. Ακολούθησε μια περίοδος απλής διαχείρισης και το 2000 στις αρχές της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη, επί υπουργίας Νίκου Χριστοδουλάκη, επιχειρήθηκε η ριζική αναδιοργάνωσή της. Μεταξύ 2000 και 2005, με πρόεδρο τον καθηγητή Δημήτρη Παπούλια και διευθύνοντα σύμβουλο τον Στέργιο Νέζη, η ΔΕΗ έζησε μέρες αναγέννησης και πραγματικής ανασυγκρότησης.
Αντιμετώπισε τις οργανωτικές της αδυναμίες, μείωσε τον δανεισμό της, προέβη σε επενδύσεις, εισήλθε με αξιώσεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών και κατέστη υπερκερδοφόρος. Ετεινε τότε να ξαναγίνει πρότυπο δημόσιας επιχείρησης και μοντέλο για ολόκληρο τον δημόσιο τομέα.
Με τον ερχομό της κυβέρνησης Καραμανλή και την παράδοσή της στον Γιάννη Παλαιοκρασσά γυρίσαμε στα παλιά. Δεν χρειάστηκαν περισσότερα από δύο χρόνια για να παραδοθεί και πάλι στον κύκλο της υποτίμησης και της απαξίας, από την οποία δυστυχώς δεν βγήκε ποτέ.
Εκτοτε έρχονταν και παρέρχονταν λειψές και ανίκανες διοικήσεις να τη συνεφέρουν και να την ξαναφέρουν σε τροχιά ανάπτυξης και κερδοφορίας.
Το κακό παράγινε από το 2015. Ο ιδεοληπτικός και μη έχων εμπειρίες διοίκησης τέτοιων σχημάτων Παναγιώτης Λαφαζάνης παρέδωσε την επιχείρηση στους συνδικαλιστές. Τέσσερα χρόνια μετά η επιχείρηση εξαερώνεται και σχεδόν τελεί υπό χρεοκοπία. Επειδή δε το βάρος των χρεών της είναι μεγάλο, κινδυνεύουν μαζί της και οι τράπεζες που την έχουν δανείσει. Το πρόβλημά της έχει καταστεί πλέον συστημικό. Η αποτυχία και η κατάρρευσή της αποτυπώνουν όλες τις αδυναμίες και παθογένειες του τρέχοντος σχήματος διακυβέρνησης. Και βεβαίως αποδεικνύουν την προβληματικότητά του.