Η προσδοκία της Ανάστασης απαντάται σε όλες τις κουλτούρες με τη μία ή την άλλη μορφή (του μύθου, της αφήγησης κ.λπ). Από τη βαθιά αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Υπάρχει και επιβιώνει ως παρηγορητική υπέρβαση της τραγικότητας της ανθρώπινης φύσης. Και όπως γράφει ο J. Gray στο πρόσφατο βιβλίο του «Seven types of atheism» («Επτά τύποι αθεϊσμού», Allen Lane, 2018), ακόμη και οι επίγειες, κοσμικές θρησκείες άνευ θεών εμπεριέχουν την προσδοκία κάποιας Ανάστασης – είτε ως απελευθέρωση από δεσμά, είτε με τη μορφή της επίκλησης της προόδου, ορθολογισμού, διαφωτισμού, ουτοπίας κ.ά. Με άλλα λόγια, ο φόβος του θανάτου, η απειλή του χρόνου, που ορίζουν την ανθρώπινη τραγικότητα, παράγουν και αναπαράγουν την προσδοκία της Ανάστασης.
Ωστόσο η γεωγραφική περιοχή που έντονα παράγει την προσδοκία (ή μύθο) αυτή, της Ανάστασης, είναι αυτή της Μεσογείου από τη μια άκρη ως την άλλη. Αν και περισσότερο στο ανατολικό της άκρο. Την παράγει και συντηρεί όπως όλες οι δημοσκοπικές καταγραφές το δείχνουν. Η Ελλάδα σήμερα είναι π.χ. από τις χώρες με την υψηλότερη θρησκευτικότητα, την ακράδαντη πίστη στην ύπαρξη του Θεού, στη μεταθανάτια ζωή και τελικά στην Ανάσταση.
Αλλά γιατί ο μεσογειακός χώρος;
Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο φόβος του θανάτου, η δυσκολία αποδοχής της θνησιμότητας του ανθρώπου, είναι πολύ ισχυρότερος στον μεσογειακό χώρο. Και είναι ισχυρότερος γιατί ο μεσογειακός χώρος είναι η αποθέωση της ζωής και του φωτός. Ο μεσογειακός άνθρωπος βιώνει ζωή, φως, έρωτα «που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης» (Ο. Ελύτης). Και μέσα σ’ αυτή τη μεσογειακή αποθέωση αρνείται να δεχθεί, να εσωτερικοποιήσει την πραγματικότητα του θανάτου. Ο φόβος, η απόγνωση εγκαθίστανται ισχυρότερα στο βάθος της ύπαρξης. Και όπως ο Μ. Χατζιδάκις κραυγάζει:
«Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι /ουρανέ, φίλε μακρινέ / πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή / πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη / πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό /αχ ουρανέ πόνε μακρινέ».
Και ο φόβος και η απόγνωση αυτή μπορεί να εκφράζονται με μια ξέφρενη κατάφαση στην έννοια της ζωής, με ένα ζεϊμπέκικο, ας πούμε, ως περιφρόνηση προς τον θάνατο. Οταν ο Ελληνας ακούει «η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου» μπορεί να χορεύει. Και ένας βορειοευρωπαίος φίλος μου, βλέποντας αυτό το θέαμα σε ελληνική ταβέρνα, απόρησε: «Μα αυτό είναι ένα requiem, πώς είναι δυνατόν να το χορεύει;». Γιατί εδώ είναι Μεσόγειος, ήταν η εξήγηση. Μπορεί όμως παράλληλα φόβος και απόγνωση να μετουσιώνονται σε προσδοκία του Παραδείσου και της Ανάστασης, ως απελευθέρωση και λύτρωση από τα δεσμά του θανάτου. Από την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης.
Η ίδια όμως αναζήτηση της απελευθέρωσης και λύτρωσης οδηγεί και στην τέχνη, ιδιαίτερα στην τραγική τέχνη, στο δράμα, στην ποίηση, στη μουσική. Τι είναι το αρχαίο δράμα; Η διαλεκτική της υπέρβασης της ανθρώπινης τραγικότητας. Αισχύλος, Σοφοκλής, Σαίξπηρ, Bach, Beethoven, Mahler (πιο νεότερα) την τραγικότητα, δηλαδή την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης όπως ορίζεται από τον ενδόμυχο φόβο του θανάτου, ανατέμνουν ως λύτρωση. Σε όλα σχεδόν τα έργα του Σαίξπηρ π.χ. έρχεται και επανέρχεται η τραγική αναγνώριση ότι «…we are such stuff / As dreams are made on; and our little life is rounded with a sleep» («…είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη των ονείρων και η ζωούλα μας τελειώνει με έναν ύπνο»).
Αλλά – και αυτό είναι το μεγάλο «αλλά» / τομή – στην ίδια περιοχή, στη Μεσόγειο, η αναζήτηση της απελευθέρωσης και λύτρωσης, της υπέρβασης από την τραγικότητα, γέννησε και τον ορθολογισμό (rationality), δηλαδή την επιστημονική μέθοδο. Η προσδοκία της Ανάστασης δεν έρχεται μέσα από έναν μύθο, αλλά «μέσα από την κατανόηση της πραγματικότητας και τον ανθρώπινο έλεγχό της, μέσα από τα επιτεύγματα της προόδου και του πολιτισμού» (H. Marcuse). Η επαγγελία (ή ουτοπία) του επίγειου παραδείσου στηρίζεται στην ορθολογική, επιστημονική προσδοκία της ατελεύτητης προόδου και στη σχετικοποίηση των πάντων και κυρίως της πλέον κρίσιμης παραμέτρου στην εννοιολόγηση της ανθρώπινης τραγικότητας, του χρόνου. Ολες οι έγκυρες επιστημονικές θεωρήσεις, είτε πρόκειται για την ειδική θεωρία της σχετικότητας, την κβαντομηχανική, τη θεωρία των μαύρων τρυπών κ.λπ., συγκλίνουν σε αυτό που γράφει ο C. Roveli στο τελευταίο βιβλίο του, ότι δηλαδή «δεν υπάρχει ένας, μοναδικός χρόνος, υπάρχει μια τεράστια ποικιλία χρόνων» (C. Roveli, «The order of time» – «Η διάταξη του χρόνου», σελ. 15). Και ο χρόνος είναι μια απόλυτα σχετική έννοια, εάν τελικά υπάρχει. Ή, όπως το απέδωσε ο T.S. Eliot, «χρόνος παρών και χρόνος παρελθών / είναι και οι δύο ίσως παρόντες στον χρόνο του μέλλοντος / και ο χρόνος του μέλλοντος περιέχεται στον χρόνο του παρελθόντος» («Τέσσερα κουαρτέτα», Burnt Norton).
Αλλά είναι τελικά αυτή η ορθολογική προσδοκία και η σχετικοποίηση που καταλήγουν στη δημοκρατία ως πολιτική απελευθέρωση. Γιατί τι είναι στη ρίζα της η δημοκρατία παρά η ορθολογική απόρριψη του απόλυτου, η αναγνώριση της σχετικής, πρόσκαιρης αξίας, ιδεών, απόψεων ως προϋπόθεσης ελευθερίας και απελευθέρωσης;
Η προσδοκία της Ανάστασης έχει πολλαπλές αφετηρίες και πολλαπλές εκφράσεις ως υπέρβαση της τραγικότητας και πραγμάτωση της ελευθερίας. Η θρησκευτική είναι μία απ’ αυτές. Αλλά ίσως η ισχυρότερη…
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΙΝΑΛ.