Περί το 1482, σε ηλικία 30 ετών, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, γιος του Μεσέρ Πιέρο ντα Βίντσι, συμβολαιογράφου μιας μικρής πόλης της Τσοκάνης, γνωστό πρόσωπο της κοινωνίας της Φλωρεντίας, απεύθυνε μια επιστολή στον Λουδοβίκο Σφόρτσα με την οποία επεδίωκε να θέσει στην υπηρεσία του ισχυρού δούκα του Μιλάνου τις πολυάριθμες ικανότητές του.
Για δέκα ολόκληρες παραγράφους προέτασσε τις γνώσεις του στη μηχανική – την ευχέρειά του στον σχεδιασμό γεφυρών, καναλιών, κανονιών, θωρακισμένων οχημάτων. «Μόνο στο τέλος της ενδέκατης παραγράφου προσθέτει πως είναι και καλλιτέχνης», επισημαίνει στην πιο πρόσφατη, εξαντλητική και γλαφυρή βιογραφία του («Leonardo Da Vinci», εκδ. Ψυχογιός) ο Γουόλτερ Αϊζακσον: «Ομοίως, στη ζωγραφική μπορώ να δημιουργήσω οτιδήποτε είναι δυνατόν».
Ο άνθρωπος που ήδη στον καιρό του θα αποκτούσε τη φήμη ενός από τους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών προτιμούσε ενίοτε να βλέπει τον εαυτό του ως μηχανικό.
Λίγο πριν από την επέτειο των 500 χρόνων από τον θάνατο του Λεονάρντο στις 2 Μαΐου 1519 ο Μάρκος Καρασαρίνης εξιστορεί στο το BHMAgazino που κυκλοφορεί μαζί με το «Βήμα της Κυριακής» τον πολυκύμαντο βίο του φλωρεντινού καλλιτέχνη που ισορροπώντας μεταξύ προσωπικής απόλαυσης της τέχνης και ανάγκης για ισχυρούς πάτρωνες πορεύτηκε για σχεδόν σαράντα χρόνια μεταξύ Φλωρεντίας, Μιλάνου, Ρώμης και Γαλλίας και κατέλιπε στην Ιστορία το πρότυπο του κατεξοχήν πολυμαθούς «αναγεννησιακού ανθρώπου».