Όχι σε πολύ καιρό από τώρα οι πολλοί από εμάς θα βρούμε τον εαυτό μας σε μία ουρά μαζί με άλλους ανθρώπους περιμένοντας να μπούμε σε μια αίθουσα.
Σε αυτή θα αντικρύσουμε μια κατάσταση γνώριμη. Ψηφοδέλτια, κάλπες, παραβάν, εφορευτική επιτροπή. Ασφαλώς και μιλάω για την Κυριακή της 26ης Μαΐου. Την Κυριακή του πρώτου γύρου των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, αλλά και την –πρώτη και τελευταία- Κυριακή των Ευρωεκλογών.
Τι ακριβώς καλούμαστε να κάνουμε ως πολίτες; Η απάντηση, θα μου πείτε, είναι προφανής. Να επιλέξουμε τους δημοτικούς και περιφερειακούς μας άρχοντες και ταυτόχρονα να επιλέξουμε εκείνους που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ασφαλώς και σε μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία αυτό είναι μια αυτονόητη διαδικασία: ο πολίτης είναι εκείνος που σε τακτά χρονικά διαστήματα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει εκείνες και εκείνους που θα τον εκπροσωπήσουν σε διαφορετικές βαθμίδες πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν αμφισβητεί κανείς.
Μήπως όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά;
Και εξηγούμαι.
Η κάθε εκλογική αναμέτρηση –θεωρητικά- σκοπό έχει να φέρει στα πράγματα τους ανθρώπους εκείνους που είναι ικανοί και κατάλληλοι να χειριστούν τα δημόσια πράγματα και να δώσουν λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη.
Θεωρητικά. Πρακτικά τι γίνεται;
Πρακτικά, ο πολίτης είναι απλά μπερδεμένος. Πρακτικά, εκείνη την Κυριακή θα κληθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών. Και πολύ φοβάμαι ότι θα βρεθεί απροετοίμαστος.
Και αυτό γιατί πρώτον δεν είναι απολύτως ενήμερος για τι πρόκειται ακριβώς να εκλέξει και για τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνει.
Δεύτερον, η πληθώρα των συνδυασμών και η ανάγκη ‘κλεισίματος’ ψηφοδελτίων οδηγεί σε πληθώρα υποψηφιοτήτων πολλές από τις οποίες είναι εξαιρετικά επιφανειακές στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Και τρίτον γιατί η εσκεμμένη έλλειψη συνειδητοποίησης της σπουδαιότητας των εκλογών θα τον οδηγήσει στον πειρασμό να ψηφίσει με θυμικό και όχι με λογική.
Η απάντηση σε αυτούς τους ορατούς κινδύνους είναι η αναζήτηση της πολιτικής ουσίας. Είναι η πολιτική εκπαίδευση –έστω και αυτή την ύστατη ώρα- ότι το διακύβευμα δεν είναι η κατάληψη μίας θέσης Δημάρχου, ή Περιφερειάρχη, Δημοτικού ή Περιφερειακού Συμβούλου ή Ευρωβουλευτή, αλλά τι θα κάνει κανείς με αυτή. Δεν είναι να εκφράσουμε την αντίδρασή μας αλλά να εκφράσουμε την ελπίδα μας. Δεν είναι να αποκαθηλώσουμε ένα σύστημα αλλά να ενισχύσουμε ένα θεσμό.
Και πως θα γίνει αυτό; Όπως έλεγα και πιο πάνω, στις σοβαρές δημοκρατίες αυτό γίνεται μέσα από την επίπονη, βασανιστική και συνειδητή επιλογή προσώπων. Προσώπων που εκπληρώνουν συγκεκριμένα κριτήρια αξιοσύνης.
Ανθρώπων οι οποίοι εκπροσωπούν κάτι μεγαλύτερο από το εγώ τους. Προσωπικοτήτων οι οποίες έχουν φιλοδοξία ευρύτερη από αυτή της κατάκτησης μίας καρέκλας.
Αυτοί πρέπει να είναι άνθρωποι που επιλέγουν να εκτεθούν στο δημόσιο στίβο όχι για να προωθήσουν την προσωπική τους ατζέντα, ή να αυξήσουν την επιρροή τους και να δημιουργήσουν προσωπικό πελατολόγιο, ή να επιλύσουν τα υπαρξιακά τους, ή ακόμα-ακόμα και τα βιοποριστικά τους προβλήματα.
Να είναι εκείνοι που φιλοδοξούν να γίνουν οι αυριανοί πρωταγωνιστές της ορατής αλλαγής στους δήμους και τις περιφέρειες και όχι στα δελτία ειδήσεων.
Εκείνοι που θα μας πείσουν με τη διάθεσή τους για δουλειά και όχι απλά με τα πτυχία και το βιογραφικό τους. Να είναι εκείνοι που κάτι έχουν κάνει στη ζωή τους μέχρι και σήμερα, υπαρκτό και μετρήσιμο.
Άνθρωποι με φρέσκια ματιά, νέα αντίληψη και νέα νοοτροπία ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Να είναι εκείνοι που μετά από τέσσερα χρόνια θα είναι έτοιμοι να λογοδοτήσουν στον πολίτη για την προσφορά τους και τη δημιουργία τους.
Όσο για εμάς, την κάθε μία και τον κάθε έναν από εμάς που καλούμαστε να επιλέξουμε, ας αποφασίσουμε επιτέλους να αναμετρηθούμε με το μέγεθος της ευθύνης που μας αναλογεί. Και η ευθύνη αυτή δεν είναι άλλη από την ευθύνη της επιλογής.
Την ευθύνη να βασανίσουμε την επιλογή μας. Την ευθύνη της ευθυκρισίας ώστε να κοιτάξουμε λίγο μακρύτερα και να μπορέσουμε να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα.
Την ευθύνη του να μπούμε στον κόπο να μάθουμε, να ρωτήσουμε, να διαβάσουμε, να συγκρίνουμε, να πληροφορηθούμε.
Την ευθύνη της συνειδητοποίησης ότι με τις επιλογές μας εμείς οι ίδιοι νομιμοποιούμε αυτό που θέλουμε να μας συμβεί.
Να διαλέξουμε του καταλληλότερους με στοιχεία αξιοσύνης μακριά από τις σειρήνες φανταχτερών επιλογών και ‘δυνατών’ βιογραφικών.
Μακριά από όλους αυτούς τους δήθεν παλιούς και νέους κομματικούς εκπροσώπους ή εκπροσώπους μεγάλης μερίδας συγγενών, φίλων και κολλητών, ή ακόμα ακόμα ποικίλων συμφερόντων.
Ας σταματήσουμε επιτέλους να στρουθοκαμηλίζουμε αναζητώντας πάντα αποδιοπομπαίους τράγους.
Αντ’ αυτού, ας επιλέξουμε να γίνουμε επιτέλους πολίτες σοβαροί, σκεπτόμενοι, ρεαλιστές.
O Κώστας Πάσχος είναι καθηγητής