«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση…»
Αυτά έγραφε ο «πάπας» της μπιτ γενιάς Αλεν Γκίνσμπεργκ στο περίφημο ποίημα «Ουρλιαχτό» το 1956, στο Σαν Φρανσίσκο.
Σήμερα, 63 χρονιά μετά, οι πρώτες επτά λέξεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποιους άλλους στίχους.
«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διακτινισμένα από την αναξιοκρατία,
απαξιωμένα και αποστεγνωμένα
να πηγαινοέρχονται σε γραφεία από μέρα σε μέρα, γυρεύοντας μιαν αναγκαία ελπίδα…»
Αναγκαία εξήγηση: Δεν μιλάμε για την καταραμένη Αμερική και τη γενιά των μπιτ, αλλά για τη μνημονιακή Ελλάδα και τη γενιά της κρίσης. Μιλάμε για το brain drain, τη φυγή των καλύτερων, των πιο εξειδικευμένων μυαλών μας στο εξωτερικό. Γεγονός που, εάν προστεθεί στο δημογραφικό πρόβλημα που σταδιακά αποκτά εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις, κάνει την εικόνα της μελλοντικής Ελλάδας, φέρ’ ειπείν εκείνης του 2050, να μοιάζει εξόχως ζοφερή.
Ο Ελληνας που πραγματικά ξεχωρίζει μοιάζει με τον αρχαίο πρόγονό του ως προς τούτο: αναζητεί την υπέρογκη εμπειρία του βάθους. Αναζητεί κάτι πέρα από το προφανές, πέρα από το να μπει σφήνα ανάμεσα σε δυο παρενθέσεις. Δεν μιλάμε για τον Ελληνα που θέλει να «εξασφαλιστεί», να καταφέρει να επιβιώσει, κάτι που στις μέρες μας δεν είναι αυτονόητο. Αναφέρομαι σε εκείνον που αποζητεί το άλμα, την κίνηση της έμπνευσης. Περιττό να αναρωτηθούμε τι είδους ελατήρια ήταν και είναι στη διάθεσή του ώστε να πραγματοποιηθεί το άλμα αυτό. Μηδενικά; Ελάχιστα;
Ετσι λοιπόν η φυγή ήταν η λύση. Πεντακόσιες πενήντα χιλιάδες Ελληνες, μεταξύ των οποίων και «τα καλύτερα μυαλά της γενιάς τους», έχουν ήδη φύγει στο εξωτερικό. Σε μελέτη που έγινε από την ICAP People Solutions, όπως αναφέρθηκε και σε μια πρόσφατη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία πολύ γνωστής πολιτικού, όσοι έφευγαν προέβαλλαν ως πρώτο λόγο, ως πρώτη αιτία, την αναξιοκρατία και κατ’ επέκταση τη διαφθορά.
Είναι μια θλιβερή διαπίστωση μια χώρα σαν τη δική μας να είναι αδύναμη να συγκρατήσει τους πιο μορφωμένους νέους της και να αντιμετωπίζει έτσι αυτούς που εν δυνάμει μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Εάν μεταφράσουμε στην κυριολεξία τον όρο «brain drain», έχουμε το «νοητικό στράγγισμα» ή τη «διαρροή εγκεφάλων», και οι αιτίες δεν είναι λίγες. Σχεδόν ένας στους δύο νέους είναι άνεργος στη χώρα. Πριν από την κρίση τα ποσοστά ανεργίας των νέων ήταν ελαφρώς πιο υψηλά σε σχέση με αυτά της Ευρώπης. Αν και δεν αγγίζει πλέον το ιστορικό ποσοστό του 60,5% που σημείωσε τον Φεβρουάριο του 2013, η ανεργία στους νέους, παρ’ όλα αυτά, είναι σε απαράδεκτα υψηλό επίπεδο.
Η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας στρέφεται ακόμη και σήμερα σε παραγωγή προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και έχει πολύ περιορισμένη ζήτηση πτυχιούχων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Τα καλύτερα μυαλά διαπρέπουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία, στον Καναδά, ως την Αμερική και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ετσι διοχετεύονται στην παραγωγικότητα οικονομιών με μεγάλες επενδύσεις και η δική μας οικονομία στερείται το πιο ελπιδοφόρο και νευραλγικό δυναμικό της, ενώ το κράτος χάνει το κεφάλαιο που δαπανήθηκε για την εκπαίδευση και εξειδίκευσή τους. Επιπλέον χάνει τα έσοδα που θα εισέπραττε από τη δραστηριοποίησή τους στον τόπο μας και την προοπτική ανέλιξης της οικονομίας.
Αυτοεπιβαλλόμενη εξορία όμως σημαίνει και πιθανή επιστροφή; Ο ένας στους τρεις «πνευματικούς μετανάστες» δεν θέλει να επιστρέψει. Διότι πολύ σωστά θα αναρωτηθεί εκείνος που έφυγε να σπουδάσει, για παράδειγμα, στην Αγγλία: «Τι έχει κάνει η Ελλάδα για εμένα; Γιατί να ξαναγυρίσω;». Πού να γυρίσει; Σ’ έναν τόπο όπου παραδοσιακά εδώ και δεκαετίες κυριαρχεί η ευνοιοκρατία, όπου οι άξιοι απαξιώνονται και οι ανάξιοι αξιοποιούνται, όπου η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις καθορίζουν σχεδόν τα πάντα με τα μέσα και τις άκρες, τα βύσματα, τα ρουσφέτια, τα διαπλεκόμενα και τη συγκάλυψη παραβατικών συμπεριφορών. Ενα τεράστιο ηθικό έλλειμμα που αποτελεί την κύρια τροχοπέδη και ταυτόχρονα σχεδόν αναγκάζει τον άνθρωπο που θέλει να εξερευνήσει, να προχωρήσει, να ζήσει μια δημιουργική ζωή, να εγκαταλείψει τη χώρα. Η νοσταλγία μόνο δεν αρκεί για την επιστροφή.
Εάν σε αυτή τη θλιβερή εικόνα προσθέσουμε και το διαρκώς επιδεινούμενο δημογραφικό πρόβλημα, σκεφτείτε πως σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον θα είμαστε μια κοινωνία γερόντων. Δεν βρισκόμαστε βέβαια στην εποχή του Ροΐδη που έλεγε «γέρων ετών τεσσαράκοντα», ωστόσο ο μέσος όρος επιβίωσης τον προηγούμενο αιώνα διπλασιάστηκε σχεδόν και από τα 42 έφτασε τα 84, οπότε με αυτή την ανοδική τάση τα πράγματα λίγο-πολύ είναι αναμενόμενα. Οι γεννήσεις μειώθηκαν και η Ελλάδα έχει γίνει χώρα υποδοχής μεταναστών, ενώ η έξοδος των Ελλήνων είναι πολύ μεγάλη. Σύμφωνα με τις προβολές πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα).
Το δημογραφικό είναι το νούμερο ένα πρόβλημα της κοινωνίας. Ποια μέση οικογένεια θα αρχίσει να κάνει παιδιά μέσα στην ανασφάλεια και στην υπερφορολόγηση; Η Ελλάδα πάει αντίθετα. Ο πληθυσμός μειώνεται και ταυτόχρονα αυξάνεται ο αριθμός των συνταξιούχων.
Σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα σκέφτεται κανείς πώς θα συγκρατήσει και την επόμενη «διαρροή μυαλών». Με τι κίνητρα; Η μόνη λύση είναι μια κοινωνική πολιτική που να λαμβάνει υπ’ όψιν της τις αλλαγές αυτές. Η συζήτηση περί γονιμότητας διεθνώς τείνει να φέρνει στο τραπέζι πεπαλαιωμένες ιδέες περί οικογενειακών προτύπων, μια συζήτηση που εκτός από γραφική είναι πλέον και ανέφικτη. Παραδείγματα από σκανδιναβικές χώρες μάς δείχνουν ότι η οικογενειακή πολιτική «ποτέ δεν έχει κατευθυνθεί στοχευμένα στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης, αλλά αντίθετα αποσκοπεί στην ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην προώθηση της ισότητας των φύλων». Προσπαθεί να τους προσφέρει τη σωστά σχεδιασμένη στήριξη, πρόσβαση σε υποδομές και υψηλής ποιότητας φροντίδα και εκπαίδευση από πολύ πρώιμη ηλικία, ώστε να έχουν οι γονείς την ευχέρεια να επιλέξουν πότε θα κάνουν παιδιά – και πόσα.
Εδώ βέβαια δεν είμαστε Σουηδία ή Νορβηγία. Εδώ κινδυνεύουμε σε λίγα χρόνια να είμαστε μια χώρα 8 εκατομμυρίων σχετικά φτωχών ανθρώπων με τα «καλύτερα μυαλά» μας να διακρίνονται στο εξωτερικό και εμείς να καθόμαστε να τσακωνόμαστε πολιτικά σαν φανατικοί οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων, να μην πω σε επίπεδο Δελφιναρίου.
Η «αστερόεσσα καταπληξία του ελέους, ο αιώνιος πόλεμος είναι εδώ» θα πει στο τέλος του ποιήματός του ο Γκίνσμπεργκ. Η διαρροή είναι αναστρέψιμη μόνο εάν υπάρξει ένας «πόλεμος» κατά της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας με ενίσχυση της διαφάνειας, αλλαγή πλεύσης της οικονομίας και στήριξη ουσίας με ανοίγματα της νέας επιχειρηματικότητας, που θα πραγματωθεί εάν βοηθήσουν και οι ίδιοι οι νέοι έλληνες απόδημοι με τις ιδέες τους, την τεχνογνωσία τους και τη συνεργασία με τα επιχειρηματικά κέντρα και τα ΑΕΙ, για να καλλιεργηθεί έτσι το έδαφος για τον βαθμιαίο επαναπατρισμό τους.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.