Ηταν το πιο μισητό πρόσωπο της Χούντας. Αδιαμφισβήτητος ηγέτης του Κινήματος που έβαλε την Ελλάδα στο γύψο για επτά χρόνια. Ανθρωπος πονηρός, συνωμότης, αντικομμουνιστής, με βαθιά αίσθηση της προδοσίας της Δημοκρατίας στο DNA του.
Αν και αρχικά ορκίστηκε υπουργός Προεδρίας στην κυβέρνηση Κόλλια, υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της Χούντας ενώ μετά το Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία και μερικά χρόνια αργότερα, το 1973, ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στην επίσημη προπαγάνδα του χουντικού καθεστώτος αναφερόταν ως «Αρχηγός της Επανάστασης» και «Πρόεδρος της Εθνικής Κυβερνήσεως». Τον Νοέμβριο του 1973 ανατράπηκε από τον Δημήτριο Ιωαννίδη και τέθηκε σε περιορισμό.
Ήταν ένα πρόσωπο που συγκέντρωσε το μίσος των δημοκρατικών πολιτών, αλλά και τον θαυμασμό των ένθερμων υποστηρικτών του. Ο Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1919 στο Ελαιοχώρι της Αχαΐας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του δασκάλου, Χρήστου Παπαδόπουλου και της Χρυσούλας. Ο πατέρας του ήταν μία δυναμική φυσιογνωμία, τίμιος, αλλά εξαιρετικά αυστηρός με τα παιδιά του. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Γιώργος, ακολουθούσε κάθε εντολή του με τυφλή υπακοή. Ήταν ένα από τα πιο συνεσταλμένα και πειθαρχημένα παιδιά του χωριού….
Σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, ο πατέρας του είχε φιλικές σχέσεις με τον «Γέρο της Δημοκρατίας», Γεώργιο Παπανδρέου, καθώς ήταν κοντοχωριανοί. Η πληροφορία αυτή έτυχε μεγάλης δημοσιότητας στη μεταπολίτευση, όταν ο πρώην Υπουργός Άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς αρθρογράφησε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» υποστηρίζοντας ότι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, πριν από τη χούντα, ήταν προστατευόμενος του Γεωργίου και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου ζούσε στο γειτονικό χωριό Καλέντζι και συναντούσε τον Χρήστο Παπαδόπουλο για να περπατήσουν μαζί μέχρι το σχολείο, όπου φοιτούσαν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο Παπανδρέου βάφτισε τον γιο του φίλου του, Γεώργιο, που έμελλε να καταλύσει τη δημοκρατία…
Με τον Παττακό
Αφού αποφοίτησε από το σχολείο, ο Παπαδόπουλος μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων, όπου γνώρισε και τους περισσότερους από τους μετέπειτα συνεργάτες του στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ήταν συμμαθητής με τον Νικόλαο Μακαρέζο και τον Ιωάννη Λαδά.
Ο Στυλιανός Παττακός ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός τους. Ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στις 10 Αυγούστου του 1940, μόλις πέντε μέρες πριν από τον τορπιλισμό της φρεγάτας «Έλλης» στην Τήνο από τους Ιταλούς.
Πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όπου και παρασημοφορήθηκε. Κατά τη διάρκεια της κατοχής κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε στα τάγματα ασφαλείας, τα οποία συνεργάζονταν με τους Γερμανούς. Βέβαια, δεν υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις και σύμφωνα με τον πραξικοπηματία Στυλιανό Παττακό, οι κατηγορίες δεν ισχύουν. Το 1943 εντάχθηκε στην αντικομουνιστική οργάνωση του Γεώργιου Γρίβα, «Χ».
Υπερηφανευόταν μάλιστα ότι πολέμησε στην πρώτη γραμμή κατά τον εμφύλιο πόλεμο. 1952. Το «όχι» στον Μπελογιάννη και το πραξικόπημα του Παπάγου Το 1952 δικάστηκε και εκτελέστηκε ως κατάσκοπος το στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκος Μπελογιάννης.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν μέλος του στρατοδικείου που τον οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ήταν όμως ο μοναδικός που δεν ζήτησε τη θανατική καταδίκη. Την ίδια χρονιά, ο Παπαδόπουλος έκανε την πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο στρατάρχης Παπάγος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Η επιχείρηση απέτυχε, αλλά ο Παπαδόπουλος δεν τιμωρήθηκε.
Η ιδέα του πραξικοπήματος όμως, του έχει γίνει εμμονή. Η ευκαιρία που περίμενε ήρθε μετά την κρίση του 1965, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου παραιτήθηκε και οι δεξιοί αξιωματικοί που μέχρι τότε υπηρετούσαν στα σύνορα, επέστρεψαν στις επιτελικές θέσεις. Ο Παπαδόπουλος ανέλαβε τη νευραλγική θέση στο τρίτο επιτελικό γραφείο του ΓΕΣ. Οι στρατηγοί του ανέθεσαν να οργανώσει το σχέδιο για το δικό τους πραξικόπημα. Ο Παπαδόπουλος έφτιαξε το σχέδιο, αλλά δεν περίμενε τους στρατηγούς. Ανέτρεψε ο ίδιος τη δημοκρατία….
Το σαμποτάζ του Εβρου
Στις αρχές του Ιουνίου 1965, ο Παπαδόπουλος βρισκόταν υπό πίεση λόγω των ανακρίσεων της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης για την υπόθεση του «Σχεδίου Περικλής». Στις 11 Ιουνίου, δύο ημέρες μετά την άσκηση δίωξης για την υπόθεση αυτή, ξέσπασε η υπόθεση του «σαμποτάζ του Έβρου».
Συγκεκριμένα, οχήματα της 117ης ΜΠΠ (Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού), η οποία έδρευε στην Ορεστιάδα και είχε διοικητή τον τότε αντισυνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, είχαν ακινητοποιηθεί λόγω βλαβών από κακή συντήρηση. Ο Παπαδόπουλος βρέθηκε υπό την πίεση των προϊσταμένων του στρατηγών Τσολάκα, Μανέτα και Βαρδουλάκη οι οποίοι ζητούσαν εξηγήσεις για τις βλάβες. Απολογούμενος, ο Παπαδόπουλος απέδωσε τα προβλήματα στην εντατική χρήση των φορτηγών αλλά και σε ενδεχόμενη δολιοφθορά (σαμποτάζ) για την οποία θα προχωρούσε σε έρευνες.[12] Στη συνέχεια, έστησε προβοκάτσια σε συνεργασία με το τμήμα Α2 της μονάδας, αξιωματικός του οποίου παρακίνησε έναν στρατιώτη με γονείς αριστερών φρονημάτων να προκαλέσει βραχυκύκλωμα σε ένα όχημα. Ο στρατιώτης συνελήφθη την ώρα της δολιοφθοράς ενώ την επόμενη μέρα συνελήφθησαν και άλλοι φαντάροι, στα οχήματα των οποίων είχαν παρουσιαστεί βλάβες. Μετά από σειρά βίαιων ανακρίσεων με χρήση βασανιστηρίων, ο Παπαδόπουλος πρόβαλε τη θεωρία της κομμουνιστικής συνωμοσίας, οργανωμένης από παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ.
Την ίδια ημέρα που ο Παπαδόπουλος έστειλε το πόρισμα στο ΓΕΣ, και πριν καν αυτό φτάσει στον προορισμό του, τρεις εφημερίδες του δεξιού πολιτικού χώρου (Ακρόπολις, Εθνικός Κήρυξ, Ελληνικός Βορράς) δημοσίευσαν με μεγάλους τίτλους την είδηση. Στην τρίτη μόνο από αυτές, το ρεπορτάζ ανέφερε εσφαλμένα ότι, σύμφωνα με το πόρισμα, χρησιμοποιήθηκε ζάχαρη για το σαμποτάρισμα τεθωρακισμένων. Αποτέλεσμα του συγκεκριμένου δημοσιεύματος ήταν να δημιουργηθεί ένας αρκετά διαδεδομένος σχετικός μύθος, παρ’ όλο που το ίδιο το Υπουργείο Άμυνας επίσημα διέψευσε τα περί ζάχαρης και τεθωρακισμένων.
Στις επόμενες ημέρες ένα όργιο φημών κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ακολούθησαν συλλήψεις συγγενών των στρατιωτών που φέρονταν αναμεμειγμένοι στη δολιοφθορά.
Όμως σύντομα οι τακτικοί ανακριτές της στρατιωτικής δικαιοσύνης (ο λοχαγός Νικόλαος Νικολαΐδης και ο βασιλικός επίτροπος αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Γκόπης) θεώρησαν ότι οι ομολογίες των στρατιωτών ήταν προϊόν βασανισμών, απαλλάσσοντας τελικά τους περισσότερους από τους συλληφθέντες. Στις 20 Ιουλίου, ασκήθηκε δίωξη κατά των αξιωματικών που ήταν φυσικοί αυτουργοί των βασανισμών, και εναντίον του Παπαδόπουλου για ηθική αυτουργία. Τελικά ο Παπαδόπουλος απαλλάχθηκε από τον αντισυνταγματάρχη στρατιωτικής δικαιοσύνης Θεμιστοκλή Δηματάτη με απαλλακτικό βούλευμα στις 29 Νοεμβρίου 1965, δύο ημέρες πριν από την έναρξη της δίκης του. Η απαλλαγή αυτή συνέβη την περίοδο που αρχηγός ΓΕΣ είχε αναλάβει ο μετέπειτα πραξικοπηματίας Γρηγόριος Σπαντιδάκης, ενώ το πολιτικό σκηνικό χαρακτηριζόταν από την αστάθεια που ακολούθησε την Αποστασία του 1965. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η απόφαση του Δηματάτη είχε σχέση με τον κατοπινό διορισμό του ως προέδρου του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Το 1966 διορίστηκε από το ΓΕΣ τμηματάρχης στο 4ο Επιτελικο γραφείο του ΓΕΣ. Έκτοτε άρχισε την προπαρασκευή του πραξικοπήματος, μαζί με τους Παττακό, Μακαρέζο και άλλους 26 αξιωματικούς.
Η Χούντα
Με την επικράτηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, συμμετείχε στην κυβέρνηση Κ. Κόλλια, που ορκίστηκε την ίδια ημέρα ώρα 19.30, στα Ανάκτορα Αθηνών, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Προεδρίας και τον Δεκέμβριο του 1967 ορκίστηκε «πρωθυπουργός» και υπουργός Εθνικής Αμύνης. Για ένα διάστημα ανέλαβε και Υπουργός Παιδείας και Εξωτερικών. Το 1968 διέφυγε απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Η ποινή δεν εκτελέστηκε και ο Παναγούλης παρέμεινε επί πενταετία στη φυλακή. Στις 21 Μαρτίου 1972 παύθηκε με κυβερνητική απόφαση ο αντιβασιλιάς Γ. Ζωιτάκης και τον αντικατέστησε ο ίδιος.
Τον Μάιο 1973 αποκαλύφθηκε η ύπαρξη εκτεταμένης συνωμοσίας στους κόλπους του Πολεμικού Ναυτικού και με την αφορμή αυτή καταργήθηκε η συνταγματική μοναρχία, που μέχρι τότε ίσχυε τυπικά, και την 1η Ιουνίου 1973 ανακηρύχθηκε ως νέο πολίτευμα η Προεδρική Δημοκρατία με προσωρινό πρόεδρο τον ίδιο. Ακολούθησε η διεξαγωγή νόθου κυρωτικού δημοψηφίσματος («ΝΑΙ» 78,4%, «ΟΧΙ» 21,6%), σύμφωνα με το οποίο ο δικτάτορας Παπαδόπουλος εκλεγόταν πρόεδρος της νεοσύστατης Ελληνικής Δημοκρατίας και ο στρατηγός Οδυσσέας Αγγελής ως αντιπρόεδρος. Λίγο αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου 1973, επέλεξε τον παλαιό πολιτικό αρχηγό Σπ. Μαρκεζίνη ως διάδοχό του στην πρωθυπουργία, με την εντολή να οδηγήσει τη χώρα σε βουλευτικές εκλογές, αμνηστεύοντας όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και δίνοντας ειδική χάρη στον Παναγούλη.
Κατά τον Δ’ αραβοϊσραηλινό πόλεμο ή πόλεμο του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973 η δικτατορική Κυβέρνηση αρνήθηκε προς τους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν το αεροδρόμιο της Κρήτης για εφοδιασμό των ισραηλινών δυνάμεων, γεγονός που προκάλεσε την δυσμένεια του Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρυ Κίσσινγκερ.
Ακολούθησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 και στη συνέχεια το Πραξικόπημα του Ταξιάρχου Δ. Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973, κατά το οποίο ο Παπαδόπουλος ετέθη σε κατ’ οίκον περιορισμόν. Κατά τη διάρκεια της δικτατορικής διακυβέρνησής του διέμενε σε υπερπολυτελή έπαυλη στο Λαγονήσι, ιδιοκτησίας του Αριστοτέλη Ωνάση, την οποία είχε παραχωρήσει στον Παπαδόπουλο έναντι οικονομικών εξυπηρετήσεων.
Συνέπεια των κυπριακών γεγονότων ήταν η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας σε πολιτικούς, από τον τότε χουντικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως πρωθυπουργό κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Ο Παπαδόπουλος επιδίωξε να συμμετάσχει με δικό του κόμμα στις πρώτες βουλευτικές εκλογές, το 1974, αλλά η τότε πολιτική ηγεσία του το απαγόρευσε.
Στη συνέχεια, βάσει της Συντακτικής Πράξης της 3ης Οκτωβρίου 1974, τόσο ο Γ. Παπαδόπουλος όσο και οι άλλοι πρωτεργάτες της Δικτατορίας χαρακτηρίστηκαν ως πρωταίτιοι πολιτικών αδικημάτων, εξαιρουμένων του στρατηγού Φ. Γκιζίκη που παρέμενε ακόμα πρόεδρος της Δημοκρατίας (παρέμεινε μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1974), της υφιστάμενης στρατιωτικής ηγεσίας, του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ καθώς και όλων των πολιτικών προσώπων των κυβερνήσεων Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη.
Έτσι ως παραβάτες του Ποινικού Κώδικα, οι φερόμενοι ως πρωτεργάτες υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ περί τα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους οι παραπάνω εκτοπίστηκαν στην Κέα σε ένα ξενοδοχείο στο μυχό του λιμένα, υπό τη φύλαξη μικρής ομάδας χωροφυλάκων συνεπικουρούμενης από ένα μικρό σκάφος του Λιμενικού Σώματος, περιορισμένων δυνατοτήτων με τριμελές πλήρωμα.
Ακολούθησαν πολιτικές διεργασίες και στις 15 Ιανουαρίου 1975 εκδόθηκε το Δ΄ Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής που όριζε τη διενέργεια δίκης των «Απριλιανών» μετά από μήνυση του δικηγόρου Α. Λυκουρέζου, που είχε καταθέσει πρώτος από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Η Δίκη τελικά ξεκίνησε, χωρίς ιδιαίτερα αλεξίσφαιρα μέτρα ασφαλείας π.χ. γυάλινους κλωβούς κ.λπ., έξι μήνες μετά, στις 28 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, όπου στο μεταξύ από τις 21 Ιανουαρίου (έξι ημέρες μετά το ψήφισμα), είχε γίνει η μεταγωγή των Απριλιανών από την Κέα και διήρκεσε ακριβώς ένα μήνα, μέχρι 29 Αυγούστου. Τελικά η θανατική ποινή που του επιβλήθηκε μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, άνευ αιτήματος χάριτος, με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (στον οποίο αποδίδεται, σχετικά, η ιστορική φράση «… και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»).
Στις 30 Ιανουαρίου 1984, ίδρυσε μέσα από τις φυλακές την ΕΠΕΝ. Το 1992, η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη αποφασίζει να αποφυλακίσει τον Παπαδόπουλο και τους άλλους πραξικοπηματίες, επίσης άνευ προηγουμένου σχετικού αιτήματος, αλλά ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής ασκεί βέτο. Πέθανε στις 27 Ιουνίου 1999 μετά από καρκίνο στο ουροποιητικό σύστημα στο Λαϊκό Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, υπερασπιζόμενος το πραξικόπημα και τη δικτατορία και αρνούμενος να κάνει χρήση των νομικών δυνατοτήτων (λόγοι υγείας, αίτηση χάριτος) για να αποφυλακιστεί, σε αντίθεση με άλλους συγκατηγορούμενούς του. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.[