Εδώ και χρόνια η Γερμανία διεκδίκησε να είναι η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Άλλωστε, σε όλη την προηγούμενη περίοδο ήταν η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στη γερμανική οικονομία που αντιστάθμισε τις τάσεις επιβράδυνσης που χαρακτήρισαν άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Επιπλέον, ήταν το γεγονός ότι η Γερμανία διατήρησε υψηλά ποσοστά απασχόλησης, πατώντας βέβαια πάνω στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων που έφεραν οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 2000 και τη συμπίεση του εργασιακού κόστους, που της επέτρεψε όχι μόνο να μην αντιμετωπίσει πρόβλημα εκτίναξης της ανεργίας με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, αλλά και να αποτελέσει μια χώρα προσέλκυσης μεταναστών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Βέβαια όλα αυτά δεν θα είχαν υπάρξει χωρίς το διαρκές «συγκριτικό πλεονέκτημα» του ευρώ ειδικά για τη Γερμανία. Και αυτό γιατί το κοινό νόμισμα διευκολύνει ιδιαίτερα τις εξαγωγικές επιδόσεις των χωρών υψηλότερης παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, ενώ όντας το σημείο αναφοράς στην ΕΕ η Γερμανία μπορούσε να δανείζεται με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και άρα αυτό σίγουρα ευνοούσε και την δημοσιονομική της σταθερότητα.
Ως «αντάλλαγμα» η Γερμανία μπορούσε να είναι ένας σημαντικός εξαγωγικός προσανατολισμός για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και να με αυτό τον τρόπο να ευνοεί την ανάπτυξή τους.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, εντός της ευρωζώνης η Γερμανία ήταν η κατεξοχήν χώρα που ευνοούσε τις πολιτικές λιτότητας και αρνιόταν τα «μέτρα αλληλεγγύης», επιμένοντας ότι είναι κάθετα αντίθετη και σε μέτρα «αμοιβαιοποίησης του χρέους», όπως θα ήταν τα ευρωομόλογα, αλλά και στη λογική της «μεταβιβαστικής ένωσης», δηλαδή σε κάθε μέτρο αναδιανεμητικής μεταβίβασης πόρων από το κέντρο προς την περιφέρεια.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Γερμανία έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι ενώ διεκδικεί να έχει τον ηγεμονικό, αν όχι και τον κυρίαρχο, ρόλο μέσα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ταυτόχρονα παραμένει εξαιρετικά απρόθυμη να αναλάβει το κόστος που η ηγεμονία συνεπάγεται.
Αυτό αποτυπώθηκε και στη λογική των μνημονίων όπου ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας είχαμε τον καταστροφικό συνδυασμό ανάμεσα στη λιτότητα και την άρνηση μέτρων απομείωσης του χρέους που τελικά συντηρούσαν ένα αρνητικό σπιράλ χρέους και αποπτώχευσης, εντός των συνεπειών των οποίων ακόμη βρισκόμαστε.
Η ατμομηχανή λαχάνιασε
Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να δούμε τα αρνητικά μηνύματα που έρχονται για τη γερμανική οικονομία.
Ο βιομηχανικών Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στη μεταποίηση παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδο κάτω από το όριο 50, έχοντας μία κατώτερη των προσδοκιών αύξηση από 44,1 τον Μάρτιο σε 44,5. Στις υπηρεσίες είχε μια μικρή αύξηση στο 55,6 από 55,4 και αυτό επέτρεψε να μην πέσει ο συνολικός δείκτης κάτω από το 50.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε για άλλη μια φορά προς τα κάτω την πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2019. Έτσι από 2,1% που ήταν η πρόβλεψη ένα χρόνο, τώρα έχει υποχωρήσει μόλις στο 0,5% δηλαδή ελάχιστα πάνω από την τυπική ύφεση.
Οι ανακοινώσεις αυτές ήρθαν συνέχεια των στοιχείων για συρρίκνωση 0,2% της γερμανικής οικονομίας στο τρίτο τρίμηνο του 2018 και για μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης στο τελευταίο τρίμηνο.
Επιπλέον και οι υπόλοιπες προβλέψεις για τη γερμανική οικονομία δεν είναι ιδιαίτερα θετικές. Η γερμανική οικονομία εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό 0,8% το 2020 και 1,2% το 2021. Δεν είναι λίγοι αυτοί που προβλέπουν να καταγραφεί τελικά και τυπική ύφεση.
Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας
Τα στοιχεία αυτά έρχονται να συνδυαστούν με τις νέες αναθεωρημένες προς τα κάτω προβλέψεις του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με το τελευταίο World Economic Outlook η πρόβλεψη για το 2019 διορθώθηκε σε 3,3% άρα σε κατώτερο επίπεδο από το 3.6% της προηγούμενης χρονιάς.
Η πρόβλεψη αυτή γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική εάν συνδυαστεί με τα στοιχεία που επεξεργάστηκαν το Brooking Institute και οι Financial Times και που δείχνουν ότι πλέον η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια φάση συγχρονισμένης επιβράδυνσης.
Η ανησυχία γίνεται μεγαλύτερη εάν προσθέσουμε σε αυτά τα δεδομένα και την αύξηση τα τελευταία χρόνια του δανεισμού και της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων, που θα μπορούσε να αποτελέσει και το μηχανισμό πυροδότησης μιας μελλοντικής χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ποια επίπτωση θα έχει στην Ελλάδα
Η Γερμανία είναι ένας σημαντικός εξαγωγικός προορισμός για την Ελλάδα. Το 2018 ήταν ο τρίτος εξαγωγικός προορισμός για ελληνικά προϊόντα μετά την Ιταλία και την Τουρκία. Το 6,4% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνονται στη Γερμανία και εάν υπάρξει υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης θα υπάρξει και υποχώρηση της ζήτησης για εξαγωγές.
Επίσης, από τη Γερμανία προέρχεται ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των τουριστών στην Ελλάδα. Για το 2018 οι αφίξεις από τη Γερμανία έφτασαν τα 4,381 εκατομμύρια επισκέπτες.
Όμως, πέραν αυτών υπάρχει και ένα συνολικότερο πρόβλημα. Η Γερμανία δίνει τον οικονομικό ρυθμό συνολικά για την Ευρωζώνη. Και προς την ευρωζώνη κατευθύνεται το 35% των ελληνικών εξαγωγών. Εάν υποχωρήσουν συνολικά οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, τότε αυτό θα έχει αρνητική επίπτωση στις εξαγωγές σε μια συγκυρία που η ελληνική οικονομία χρειάζεται αναπτυξιακή ώθηση και όχι παραπέρα εμπόδια.
Συνολικά, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι τα κυβερνητικά σενάρια για την πρώτη μεταμνημονιακή περίοδο, σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκαν σε εκτιμήσεις πιο αισιόδοξες από τις πραγματικές. Η τρέχουσα επιβράδυνση στην παγκόσμια οικονομία και ειδικά- σε κρίσιμους κόμβους όπως η Γερμανία, απλώς θα κάνει τα πράγματα δυσκολότερα.