Κάποτε ένας παλαίμαχος πολιτικός, στις μακρινές εκλογές του 1981 είχε καταγγείλει την εισαγωγή «μεθόδων της Madison Avenue». Με αυτό εννοούσε την πρώτη εμφάνιση των τεχνικών του πολιτικού μάρκετινγκ σε εκλογικές μάχες.
Μην φανταστείτε τίποτα τρομερό. Απλώς, τότε ξεκινούσε η προσπάθεια να διαμορφώνουν και επαγγελματίες τα συνθήματα ή τη σχεδίαση του προεκλογικού υλικού.
Με τα σημερινά δεδομένα μιλάμε για πολύ συντηρητικές επιλογές, όμως τότε είχε αμφισβητηθεί αυτή η εισβολή της επικοινωνίας και της διαφήμισης στο χώρο της πολιτικής.
Φυσικά έκτοτε κύλισε πολύ νερό κάτω από τα αυλάκι και πλέον θεωρείται περίπου αυτονόητο ότι οι εκλογές δίνονται και με όρους αισθητικής.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα ποτέ εκλογές δεν κερδήθηκαν στο προεκλογικό μάρκετινγκ. Πάντα, μπορούσε κανείς να εντοπίσει τις κοινωνικές δυναμικές ή τα πολιτικά διλήμματα των εκλογών.
Η αριστερή εξαίρεση
Εξαίρεση παραδοσιακά σε αυτή τη λογική ήταν η αριστερά, που επένδυε πολύ περισσότερο στην ουσία και το πρόγραμμα παρά στην αισθητική και όπου τα κριτήρια των συνθημάτων ήταν πάντα περισσότερο πολιτικά.
Άλλωστε, η αριστερά έδινε και πολύ μικρότερη έμφαση στα ζητήματα των προσώπων και βέβαια παραδοσιακά απέφευγε και τις προσωπικές προεκλογικές εκστρατείες, ακόμη και σε θέσεις που εκ των πραγμάτων ήταν προσωποκεντρικές (π.χ. στις αυτοδιοικητικές εκλογές).
Η αριστερά ανακαλύπτει το πολιτικό μάρκετινγκ
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν η αριστερά άρχισε να γίνεται δύναμη κυβερνητικής προοπτικής. Το όραμα της ανόδου στην εξουσία φαίνεται πως έφερε και ανάλογα πολιτικά ήθη.
Ήδη από τις εκλογές του 2012 μπορούσε κανείς να δει τα πρώτα σημάδια, κύρια μέσα από τη μορφή των «προσωπικών» προεκλογικών εκστρατειών. Ωστόσο, απείχε πολύ ακόμη από την κατάσταση των «αστικών» κομμάτων. Μόνο στις ευρωεκλογές του 2014 άρχισαν να φαίνονται πιο έντονα τα φαινόμενα αυτά, ιδίως από τη στιγμή που οι εκλογές έγιναν με σταυρό προτίμησης, όμως και πάλι κυριαρχούσαν τα πολιτικά συστήματα. Οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 ήταν από τις πιο πολωμένες αλλά και πολιτικές. Ακόμη και το Σεπτέμβριο μπορούσε κανείς να διακρίνει την πολιτική συζήτηση ως προς το ποια δύναμη θα μπορέσει να εφαρμόσει καλύτερα το Τρίτο Μνημόνιο.
Οι εκλογικές μάχες του 2019 και η καταφυγή στην αισθητική
Όμως, στην πορεία προς τις εκλογικές μάχες του 2019, τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Στην πραγματικότητα οι πολιτικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέας Δημοκρατίας διαφέρουν σε λίγα σημεία, εφόσον και οι δύο αποδέχονται πλήρως το μνημονιακό πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων, της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και της παγιωμένης λιτότητας.
Αυτό διαμορφώνει ένα περιορισμένο εύρος πολιτικών αντιπαραθέσεων εάν μιλήσουμε για την ουσία της πολιτικής.
Όμως, κατά μια ιδιότυπη ιστορική ειρωνεία αυτό με τη σειρά του δίνει ξανά ώθηση στα ζητήματα που αφορούν την πολιτική αισθητική, κυρίως για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει μικρά περιθώρια να κάνει όντως «αριστερή πολιτική», αναζητά όσο το δυνατόν περισσότερα περιθώρια να αναπληρώσει ό,τι λείπει σε πολιτική ουσία με πολιτική αισθητική.
Αυτό αφορά πρώτα και κύρια την ίδια την κεντρική γραμμή του Αλέξη Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας που είναι η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα κεντροαριστερά.
Είναι γνωστό ότι η πραγματική πολιτική συγκομιδή από το χώρο του πρώην ΠΑΣΟΚ είναι πενιχρή. Ωστόσο, αυτό αντιμετωπίστηκε με την οργάνωση ολόκληρης φιέστας όπου υπερπροβλήθηκαν οι λιγοστοί που ανταποκρίθηκαν θετικά στην πρόσκληση και όπου προσπάθησαν με κάθε τρόπο να δοθεί εικόνα «πλατιάς συμπόρευσης» σε μια σύναξη αυστηρά κομματική και στηριγμένη στον πανελλαδικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανάλογη καταφυγή στην αισθητική μπορεί να διακρίνει κανείς και στην προσπάθεια των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να δείξουν ότι διατηρούν ακόμη κάποια «κινηματικά χαρακτηριστικά», ακόμη και όταν στην πραγματικότητα έχουν πολύ καιρό να ασχοληθούν όντως με κινήματα.
Η προσπάθεια να «μεταμορφωθεί» ο Νάσος Ηλιόπουλος από υπουργός υπεύθυνος για την εφαρμογή των οδηγιών της Τρόικας στα εργασιακά, σε «ακτιβιστή της γειτονιάς» είναι ένα άλλο παράδειγμα καταφυγής στην πολιτική αισθητική.
Αντίστοιχα μπορεί κανείς να δει και την προσπάθεια κάπως να εξωραϊστεί η εικόνα συμπορευόμενων πολιτικών που δεν έχουν και τη μεγαλύτερη σχέση με την αριστερά, όπως για παράδειγμα ο κ. Τέρενς Κουίκ ή κ. Έλένη Κουντουρά. Χωρίς μια επικοινωνιακή «φούσκα» που θα υποστήριζε το αφήγημα της αριστερής κατά βάθος διακυβέρνησης δεν θα μπορούσε να προωθηθεί αυτή η συμπόρευση.
Την ίδια προσπάθεια καταφυγής σε τεχνικές «εικονικής πολιτικής πραγματικότητας» μπορεί να διακρίνει κανείς στην προσπάθεια της κ. Δούρου να αποφύγει τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες που έχει για τις τραγωδίες στην Αττική, με αποκορύφωμα τις αυτοδικαιωτικές αναφορές για την ολοκλήρωση έργων που ήρθαν τραγικά πιο αργά από ό,τι έπρεπε.
Και βέβαια κάποτε τα πράγματα απλώς καταλήγουν στο κιτς.
Το παράδειγμα της υποψηφιότητας Νοτοπούλου είναι πολύ ενδεικτικό. Εδώ η απουσία ενός συγκροτημένου πολιτικού σχεδίου για τη διαχείριση ενός δύσκολου και απαιτητικού δήμου γίνεται προσπάθεια να υποκατασταθεί είτε με μια μεγαλοστομία που ενίοτε οδηγεί και σε φραστικές αστοχίες, είτε με μια δήθεν ποπ αισθητική, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα εγκαίνια του προεκλογικού της κέντρου και τα διανομή του δικού της επώνυμου κοκτέιλ.
Φαίνεται πως ήρθε η ώρα η αριστερά να ανακαλύψει όχι μόνο την πολιτική αισθητική, αλλά και το εκλογικό κιτς.