Oριστικά και αμετάκλητα έκλεισε με απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η υπόθεση για χιλιάδες δανειολήπτες που είχαν πάρει δάνειο σε ελβετικό φράγκο.
Με σημαντική πλειοψηφία οι ανώτατοι δικαστές έκριναν ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι περίπου 70.000 δανειολήπτες, οι οποίοι εκτιμάται ότι έχουν συνάψει δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο, καλούνται να αποπληρώσουν τα δάνειά τους με βάση την τρέχουσα ισοτιμία και όχι εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης με την τράπεζα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της ανατίμησης του νομίσματος, έχουν δει το αρχικό κεφάλαιο του δανείου τους να αυξάνεται, παρά το γεγονός ότι πλήρωναν κανονικά τις δόσεις τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η υπ΄ αριθμόν 4/2019 απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου , η οποία δημοσιεύτηκε σήμερα Πέμπτη, έχει δεσμευτική ισχύ για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, αφού τα κατώτερα δικαστήρια θα κληθούν να εκδώσουν αποφάσεις σύμφωνες κατά περιεχόμενο με αυτή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Η απόφαση ουσιαστικά δικαιώνει τις Τράπεζες καθώς κρίνει ότι οι δανειολήπτες δεν παραπλανήθηκαν ,αλλά είχαν επαρκώς ενημερωθεί από τους υπευθύνους για τους ενδεχόμενους κινδύνους και είχαν αποδεχθεί και τον επίμαχο όρο που κρίθηκε δηλωτικός και συνεπώς εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας.
Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο ύστερα από προσφυγή δανειολήπτριας που ζητούσε να αναιρεθεί απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Υποστήριζε ότι είναι καταχρηστικός ο όρος που προβλέπει την αποπληρωμή των δανείων βάση της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ευρώ.
Ο εισαγγελέας είχε διατυπώσει διαφορετική πρόταση προς την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου επικαλούμενος απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία, οι τράπεζες πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή ενημέρωση, ώστε να μπορούν να παίρνουν συνετές αποφάσεις και σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητές τους, ιδίως όταν πρόκειται για δάνεια σε συνάλλαγμα, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος μίας σοβαρής υποτίμησης του εγχώριου έναντι του ξένου νομίσματος.