Μέχρι τα τριάντα μου πίστευα πως οι επιμέρους επιλογές της ζωής μας είναι εκείνες που μας κάνουν ίδιους ή διαφορετικούς. Για παράδειγμα, όταν ταυτίζονται οι επιλογές μας στη μουσική, στη λογοτεχνία, στο σινεμά, τότε είναι φυσικό επακόλουθο να ταυτίζονται και οι ιδεολογικές μας θέσεις αλλά και οι πολιτικές μας επιλογές.
Μου φαινόταν μία απόλυτα λογική σκέψη, μία αυταπόδεικτη παραδοχή, μία κατασκευή που δεν είχε κενά.
Στα πρώτα ρήγματα, στις πρώτες εξαιρέσεις δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, πάντα υπάρχει μία άρνηση στην ανακατασκευή του κόσμου όπως τον έχουμε φτιάξει στην εφηβεία μας. Οι καινούργιες ερμηνείες είναι βάσανο και συνήθως τις αποφεύγουμε σαν τις συχνές μετακομίσεις.
Ομως η δύναμη της πραγματικότητας είναι τόσο ισχυρή που σε αναγκάζει να αναθεωρήσεις και να αρχίσεις να ξαναστήνεις τις θεωρίες σου επάνω σε συνθήκες ζωής και όχι σε βολικές «απλήρωτες» ευκολίες.
Βέβαια η θεωρία αυτή της νιότης μου δεν είναι εντελώς λάθος, όταν αναφερόμαστε στον πυρήνα, στις βασικές αρχές ενός ανθρώπου. Αλλά γίνεται προβληματική όταν επιχειρούμε μέσω αυτής να διαπιστώσουμε απόλυτη ταύτιση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.
Εχω γνωστούς που αν γράψουμε σε ένα χαρτί τα τραγούδια, τους καλλιτέχνες, τους συγγραφείς, τα βιβλία που αγαπάμε και που θεωρούμε πως διαμόρφωσαν τουλάχιστον τις αισθητικές μας επιλογές, οι κοινοί τίτλοι και τα κοινά ονόματα θα υπερβαίνουν το ογδόντα τοις εκατό. Κι όμως, δεν ψηφίσαμε ποτέ το ίδιο κόμμα. Και δεν αναφέρομαι σε διαφορές αποχρώσεων της Αριστεράς, για παράδειγμα, αλλά για διαμετρικά αντίθετες επιλογές.
Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν, εκτός αν μου διαφεύγει και κάποιο.
Το πρώτο είναι πως βλέπουμε τα ίδια, αγαπάμε τα ίδια, αλλά ερμηνεύουμε διαφορετικά. Οι αντιστοιχίες που βρίσκουμε με τη ζωή είναι διαφορετικές, οι τρόποι που «προτείνονται» δεν διαβάζονται με τον ίδιο τρόπο από όλους.
Το δεύτερο που μπορεί να συμβαίνει – και δεν θα ήθελα να ισχύει καθόλου – είναι πως κάποιοι έχουν απόλυτα ξεκαθαρισμένη στο μυαλό τους τη διάκριση ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή. Δεν θεωρούν τη φαντασία, το συναίσθημα, τη συγκίνηση ως παραπληρωματικές ποιότητες και αλήθειες που δίχως αυτές η ζωή περιορίζεται στην εργαστηριακή της απόδειξη και μόνο. Είναι για εκείνους μία εντελώς παράλληλη χρήση του χρόνου – του ελεύθερου χρόνου.
Από την άλλη, σκέφτομαι πως εξαρχής αυτές οι σκέψεις είναι άστοχες γιατί προσπαθούν να αποδείξουν – ποια ανάγκη μας καλύπτουν άραγε; – τι είναι εκείνο που μας κάνει ίδιους, μας ομογενοποιεί σε ένα ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο τη στιγμή που γνωρίζουμε όλοι πως δεν υπάρχουν ούτε καν δύο ίδιοι άνθρωποι ανάμεσα σε τόσα δισεκατομμύρια.
Αν κάπου είναι χρήσιμοι αυτοί οι προβληματισμοί είναι στο να σπάσουν τις συμπαγείς σιγουριές μας. Να αποσυνθέσουν τα κράματα απολυτότητας και εγωισμού που φράζουν τη ροή του αίματος, που μας τελειώνουν νωρίς-νωρίς ενώ εμείς νομίζουμε πως είμαστε σταθεροί και ακλόνητοι σε κάποιες αρχές που μόνοι μας τις φτιάξαμε, μόνοι μας τις βαφτίσαμε και μόνοι μας χτυπιόμαστε στην πλάτη επιβραβεύοντάς μας.
Αν και πιστεύω πως η ζωή του καθενός μας είναι η μόνη απάντησή μας σε όσες ερωτήσεις θέσαμε στον βίο μας, πάντα υπάρχει η πιθανότητα η τελευταία φράση που θα βγει από το στόμα μας την ύστατη στιγμή να είναι: «Λάθος τα πάντα!».
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.