Στην πολιτική και στη δημόσια ζωή ο ανθρωπομορφισμός είναι αναπόφευκτος. Αν πεις τη λέξη «καπιταλισμός», το κοινό δεν θα ενδιαφερθεί ή αυτοί που θα στρέψουν το κεφάλι είναι όσοι και όσες ανήκουν σε πολύ συγκεκριμένο χώρο (στο ΚΚΕ και στην Ακρα Αριστερά). Αν όμως φωνάξεις ο τάδε ή ο δείνα, αν ονοματίσεις και φωτογραφίσεις πρόσωπα, τότε αποκτάς πρόσβαση στο εθνικό ακροατήριο. Τα αφηρημένα συστήματα και οι ανώνυμες δυνάμεις που παρουσιάζονται στα ιδεολογικά κείμενα δεν ερεθίζουν, δεν προκαλούν συναισθήματα, ούτε κινητοποιούν το θυμικό των περισσοτέρων. Είναι έννοιες χωρίς ζωή, φόρμες χωρίς κίνηση, ανεικονικοί συλλογισμοί σε έναν πολιτισμό εικονολατρών.
Ισχύει το ίδιο και εντονότερα μάλιστα με τη δικαιοσύνη και την κάθαρση. Χωρίς ανθρωπομορφικές παραστάσεις του κακού δεν μπορεί να παιχτεί το πολιτικό παιχνίδι με όλη του την τελετουργική σκληρότητα. Γι’ αυτό και τα ονόματα εμπλεκομένων ή «ενόχων» στα πρωτοσέλιδα είναι συνταγή κάποιας εμπορικότητας. Γι’ αυτόν τον λόγο και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ η, πρωτοπόρα στην ανθρωπομορφική πολιτική της καταγγελίας, Ακρα Δεξιά μιλάει εδώ και έναν αιώνα για τους διαφόρους Ρότσιλντ ή τώρα για τον Σόρος.
Τα πορτρέτα υπηρετούν πάντα μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη: ότι δικαιοσύνη σημαίνει να κλειστούν στη φυλακή κάποια ονόματα. Αν σε ένα σκάνδαλο εμπλέκονται τρεις χιλιάδες εύποροι, δεν είναι είδηση. Το θαύμα αρχίζει όταν τα αρχικά φωτογραφίσουν ένα όνομα με Κεφαλαίο. Αυτή η αντίληψη – και εδώ κάνουν μεγάλο λάθος και κάποιοι φιλελεύθεροι σχολιαστές – προέρχεται κυρίως από τον αστικό ριζοσπαστισμό και τον ιακωβινισμό, από μια παράδοση δηλαδή που σκέφτεται τις εκκαθαρίσεις στο ευρύτερο κράτος ως συνταγή ηθικής νομιμοποίησης μιας ενάρετης πολιτικής εξουσίας. Δεν είναι παράδοση με σοσιαλιστικές και μαρξιστικές καταβολές, ασχέτως αν σε πολλές περιόδους της Ιστορίας η καταγγελία του προδότη, του σαμποτέρ, του πράκτορα κ.λπ. έγινε κυρίαρχη και στα αριστερά.
Μιλάμε εν τέλει για συνταγή που φιλτραρίστηκε μέσα από διάφορους αριστερούς και δεξιούς λόγους, ανάλογα με τους στόχους, τους παραταξιακούς συσχετισμούς και τις ειδικές ανάγκες της συγκυρίας. Η ίδια όμως ανθρωπομορφική, κατά βάθος εκδικητική, αντίληψη για τη δικαιοσύνη αποκτά περισσότερο ισχύ όσο ένα σύστημα εξουσίας απο-ιδεολογικοποιείται. Σε αυτό έχουν δίκιο οι εξ αριστερών επικριτές της κυβέρνησης: όταν κάποιος πολιτεύεται έχοντας κατά βάση προσχωρήσει σε δρόμους των αντιπάλων του (δίχως όμως παραδοχή του γεγονότος και άντληση κάποιων συμπερασμάτων), τότε έχει μεγαλύτερη ανάγκη από την αναπαράσταση του πολέμου με κάποιους επώνυμους από το άλλο «στρατόπεδο». Ο ανθρωπομορφισμός τελειοποιείται έτσι σε πολιτική του σκανδάλου.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι σκάνδαλα δεν υπάρχουν ή ότι αποτελούν απλώς πολιτικά κατασκευάσματα. Οχι προφανώς. Τα σκάνδαλα είναι υπαρκτά και επεκτείνονται σε διάφορες μορφές της δημόσιας ζωής ακόμα και σε χώρες με πολύ προηγμένα θεσμικά αισθητήρια. Το να στηρίζει όμως κανείς το «πλεονέκτημά» του στα πραγματικά ή εικαζόμενα σκάνδαλα των αντιπάλων του, τούτο είναι μια άλλη υπόθεση. Από καιρό τώρα η ιδέα πως ο λαός ζητεί χειροπέδες και φυλακές, αυτή η κουβέντα των κοινωνικών δικτύων και των κομματικών συνάξεων, εργάζεται ουσιαστικά υπέρ της διάχυτης Ακροδεξιάς. Από όλες τις ευαισθησίες της νεωτερικότητας, η ριζοσπαστική Δεξιά είναι ο καλύτερος χειριστής των πρωτόγονων ανθρωπομορφισμών και της ηθικιστικής ρητορείας. Τα δικά της πρωτοσέλιδα είναι αυτά που δεν έχουν ενδοιασμούς, ούτε όρια, ούτε κάποια ανάλυση της συγκυρίας από πίσω. Αυτός ο χώρος εκμεταλλεύεται πάντα την πολιτική των σκανδάλων και όχι απλώς τα ίδια τα σκάνδαλα.
Θα αντιτείνει κανείς πως ο ωμός ρεαλισμός επιβάλλει το παιχνίδι με τα ονόματα. Υπάρχει και η κομματική αυτοσυντήρηση, η ανάγκη για πλήγματα σε κομματικούς αντιπάλους, η αποφυγή άλλων δύσκολων ερωτημάτων, η θωράκιση μιας πολιτικής τακτικής. Ενα όμως από τα μεγάλα μαθήματα του προηγούμενου αιώνα είναι πως ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Η πολιτική που πάει να κολακέψει ένστικτα εκδίκησης, χύμα ταξικά απωθημένα και δολοφονία χαρακτήρων είναι πάντα ανερμάτιστη και ελάχιστη σχέση διατηρεί με τα πραγματικά αιτήματα δικαιοσύνης.
Το θέμα της πολιτικής διαφθοράς αλλά και το πολύ σοβαρό ζήτημα των κακών πρακτικών στη σχέση ιατρών και πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών – μια και η Novartis αυτό κυρίως αφορά – δεν μπορεί να υποτάσσονται στη ρηχή «ιδεολογία» της τιμωρίας των (παλιών) ελίτ. Η ανθρωπομορφική προσέγγιση ακουμπάει στην αφελή ιδέα ότι η ελληνική χρεοκοπία προκλήθηκε από τις μίζες αυτού ή εκείνου του αξιωματούχου. Αυτή η ανακυκλούμενη ψευδο-εξήγηση τρέφει τα κραυγαλέα πρωτοσέλιδα που, έτσι κι αλλιώς, συντονίζονται με τις αντιδραστικές και φασιστικές τάσεις που τέμνουν οριζόντια την κοινωνία.
Η πολιτική του σκανδάλου, και εδώ και στην Ευρώπη, υπονομεύει κι αυτή την όποια αίσθηση πολιτικής κοινότητας. Οταν την επιλέγουν, είτε κυβερνήσεις είτε αντιπολιτεύσεις, δείχνουν άγνοια κινδύνου και πολιτική επιπολαιότητα, ειδικά όταν ισχυρίζονται πως αντιμάχονται τις νέες μορφές Ακροδεξιάς. Οταν λοιπόν αποσαφηνιστεί ότι άλλο πολιτική ελέγχου της διαφθοράς και άλλο τιμωρητικός λαϊκισμός, άλλο η μέριμνα για αλήθεια και άλλο το πολιτικό άγχος για ηθική αποδόμηση των αντιπάλων, τότε θα μπορέσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.