Μελέτη που περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα το παρόν και το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος παρουσίασε ο ΙΟΒΕ στην ημερίδα που οργάνωση η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδας με θέμα «συντάξεις και ανάπτυξη».
Ειδικότερα, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας παρουσιάζοντας τη σχετική μελέτη, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι παρά τις θετικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά τα τελευταία χρόνια, παραμένει πολυδάπανο (17,7% του ΑΕΠ ακόμη και μετά τις περικοπές) και καλείται να λειτουργήσει σε αντίξοες συνθήκες όπως οι αμείλικτες δημογραφικές τάσεις, το χαμηλό τρέχον επίπεδο των μισθών και η διάθεση σχετικού μικρού ποσοστού του πληθυσμού να ενταχθεί στην αγορά εργασίας.
«Υπάρχει αμφιβολία για το κατά πόσο το σύστημα είναι βιώσιμο σε βάθος χρόνου, αν δεν περικοπούν οι συντάξεις» τόνισε ο κ. Βέττας.
Τα βασικότερα προβλήματα
Το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει ότι η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη βιωσιμότητα ενός αμιγώς διανεμητικού συστήματος. Είναι ενδεικτικό ότι κάθε κάτοικος άνω των 65 ετών αντιστοιχούσε σε 10 παραγωγικής ηλικίας το 1960, αντιστοιχεί με τρεις σήμερα, ενώ θα αντιστοιχεί μόλις σε 1,5% το 2060. Έτσι, συνταξιούχοι κάτω των 65 ετών καλύπτουν σχεδόν το ¼ του συνολικού πλήθους και 29% της συνολικής δαπάνης στην Ελλάδα της κρίσης.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα παραμένει το πλέον δαπανηρό σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, με τη συνταξιοδοτική δαπάνη να ανέρχεται στο 17,7% του ΑΕΠ χωρίς τις ανάλογε παροχές. Συγκριτικά, η Ιρλανδία σημειώνει τη χαμηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη, που δεν ξεπερνά το 5,7%.
Οι εισφορές σύνταξης στο δημόσιο διανεμητικό πυλώνα παραμένουν πολύ υψηλές, ανερχόμενες στο 27%, ενώ πολύ υψηλό είναι και το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών, 3,9 φορές υψηλότερο από το μέσο εισόδημα (390%). Ως αποτέλεσμα, η οριακή επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στην κλίμακα 40 με 80.000 ευρώ είναι εξαιρετικά υψηλή. Σύμφωνα με τους αναλυτές του ΙΟΒΕ το ιδιαίτερα υψηλό κόστος εργασίας στο εύρος 40-80.000 ευρώ συνεισφέρει στη μετανάστευση εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες (brain drain), ενώ η μικρή ανταποδοτικότητα ενθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή.
Εξάλλου, σήμερα το μέγεθος των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων της ιδιωτικής και της επαγγελματικής ασφάλισης είναι πολύ μικρό (1% η επαγγελματική, 4% η ιδιωτική), με τις πληρωμές για συντάξιμες εισφορές να φτάνει το 95% για τη δημόσια ασφάλιση. Ως συνέπεια, η Ελλάδα είναι ουραγός σε επενδύσεις από κεφαλαιοποιητικές εισφορές με ποσοστό μόλις 0,8% του ΑΕΠ. Παράλληλα, τα υψηλά ελλείμματα του ασφαλιστικού απαιτούν πολύ υψηλές μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό.
Oι αναλυτές του ΙΟΒΕ προτείνουν τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στην εργασία, και τη δημιουργία ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα αποταμίευσης για τη σύνταξη. Σημειώνεται ότι η πρόταση αυτή βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής της κυβέρνησης, καθώς το μέτρο της αύξησης του κατώτατου μισθού έφερε και αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Σύμφωνα πάντα με το Ίδρυμα, η προτεινόμενη μείωση των εισφορών ενισχύει τα κίνητρα για απασχόληση, αυξάνοντας τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας κατά περίπου 100 χιλιάδες άτομα. Σε συνδυασμό με ενίσχυση των επενδύσεων του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, το πραγματικό ετήσιο ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξάνεται έως και 7 δισεκ. ευρώ κατά μέσο όρο για τα επόμενα 40 χρόνια.
Βάσει της μελέτης, με κατάλληλο σχεδιασμό του συνταξιοδοτικού συστήματος στη βάση των τριών κεφαλαιοποιητικών πυλώνων (δημόσια ασφάλιση, επαγγελματική ασφάλιση, ιδιωτική ασφάλιση) περιορίζεται σημαντικά ο ασφαλιστικός κίνδυνος.
Ολόκληρη η μελέτη του ΙΟΒΕ εδώ