Στα ιερά χώματα της Πόλης του Μεσολογγίου, βρίσκεται από το απόγευμα του Σαββάτου 13 Απριλίου η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του αρχηγού της Επανάστασης του 1821.
Σε μια σεμνή τελετή, αλλά συναισθηματικά φορτισμένη, η Ιερά Πόλη υποδέχθηκε ένα μοναδικό εθνικό κειμήλιο υψίστης σημασίας και συμβολισμών. Σε μια εποχή ηθικής κατάπτωσης και απώλειας ιστορικής μνήμης σε μια χώρα που πλέον βρίθει πατριδοκάπηλων, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μπορεί και πρέπει να αποτελέσει την πυξίδα του νεώτερο ελληνισμού.
Η ταριχευμένη καρδιά του ανθρώπου που εμφύσησε το αίσθημα της ελευθερίας με την ηρωϊκή παρουσία του στον Μεγάλο Αγώνα, βρίσκεται εκεί που χτύπησε η «καρδιά» της Ελληνικής Επανάστασης, στο Μεσολόγγι.
Οι εκατοντάδες πολίτες που πήγαν για να υποδεχθούν αυτό το εθνικό, αιώνιο κληροδότημα αισθάνθηκαν δέος βλέποντας να περνά από μπροστά τους η λήκυθος που ήταν τοποθετημένη η καρδιά.
Όλα ξεκίνησαν το πρωί του Σαββάτου στον Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην οδό Στησιχόρου όπου φυλάσσεται εδώ και 160 χρόνια η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη αλλά και του αδερφού Γεώργιου.
Την καρδιά του ηγέτη της ελληνικής Επανάστασης παρέλαβε ο πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής κι Επίτιμος Πρόεδρος του Συλλόγου των Φίλων Μουσικής «Διονύσιος Σολωμός», Γιώργος Σούρλας, ο οποίος έχει την πρωτοβουλία της διοργάνωσης των εκδηλώσεων.
Τιμητικό άγημα του Στρατού παρέστη στην εκδήλωση παραλαβής, ενώ στρατιωτικό όχημα ανέλαβε τη μεταφορά της καρδιάς.
Οι νέοι Ιερολοχίτες
Ένα στρατιωτικό άγημα αποτελούμενο από καταδρομείς παρέλαβε τη λήκυθο και ξεκίνησε το ταξίδι της με όχημα του Γενικού Επιτελείου Στρατού, συνοδεία περιπολικών και μοτοσικλετιστών, μελών και φίλων της Μοτολέσχης Ιεράς πόλεως Μεσολογγίου αλλά και απόγονοι του Υψηλάντη που κρατούν στην καρδιά και στο μυαλό τους τη βαριά εθνική κληρονομιά ενός ονόματος που γράφτηκε με χρυσά γράμματα στις δέλτους της ελληνικής ιστορίας.
Εγινε ακριβώς αυτό που έπρεπε. Να ζωντανέψουν δηλαδή οι ιστορικές μνήμες, έστω και αν έχουν περάσει σχεδόν 200 χρόνια από την Επανάσταση. Ο Αλέξανδος Υψηλάντης μπροστά να τον συνοδεύουν οι σύγχρονοι Ιερολοχίτες, προς την πόλη – σύμβολο για την εθνική παλιγγενεσία.
Γύρω στις 12 το μεσημέρι του Σαββάτου οι πύλες του Μεσολογγίου άνοιξαν για την ιερή λήκυθο κι αφού αποδόθηκαν οι αρμόζουσες τιμές παραδόθηκε από αξιωματικό του σημερινού «Ιερού Λόχου» των Ειδικών Δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού στους Ιερολοχίτες του Μεσολογγίου, για να μεταφερθεί με πομπή στο Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης της Πλατείας Μ. Μπότσαρη.
Επικεφαλής της πομπής τέθηκαν Ιερολοχίτες ιππείς και η μπάντα του συλλόγου «Δ. Σολωμός», ντυμένη τη στολή του Ιερού Λόχου. Ακολουθούσε μικρό άγημα από τυφεκιοφόρους Ιερολοχίτες και Φουστανελοφόρους, παραστάτες της ληκύθου με την καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη, και η πομπή έκλεινε με ένα εντυπωσιακό μικτό ανδρικό άγημα πολεμιστών με ιστορικές φορεσιές, το οποίο απαρτιζόταν από μέλη του Ομίλου Φίλων Ιστορικής Φορεσιάς και Οπλισμού « Ο Λιάρος» της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, του Ομίλου Διαφύλαξης και Αναβίωσης της Ιστορίας του Αιτωλικού «Οι Ταξιάρχες» και του Σκοπευτικού Ομίλου Παραδοσιακών Όπλων Πατρών.
Η πομπή κατέληξε στο Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης, στην είσοδο του οποίου ο πρόεδρος του συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής «Δ. Σολωμός» παρέδωσε την λήκυθο στον δήμαρχο της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου. Εκείνος τη μετέφερε στη μεγάλη αίθουσα του Μουσείου και την εναπόθεσε στην ειδική προθήκη που θα τη φιλοξενήσει μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων, ημέρα που κορυφώνονται οι εκδηλώσεις μνήμης της Εξόδου.
Ολη την εβδομάδα θα βρίσκεται εκεί για να πηγαίνουν πολίτες και σχολεία να προσκυνούν και να τιμούν τον Υψηλάντη, να μαθαίνουν ένα μικρό κομμάτι της τεράστιας ελληνικής ιστορίας. Αλλά ένα μεγάλο κεφάλαιο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Εγινε πραγματικότητα ένα όνειρο
Το όνειρο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έστω και μετά από 200 χρόνια έγινε πραγματικότητα. Η Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου φιλοξενεί μια καρδιά που ήταν πλέρεια πατριωτισμού, που ήταν γεμάτη Ελλάδα. Που δεν ήρθε ποτέ στην πατρίδα του αλλά που πρόλαβε να μάθει ότι απελευθερώθηκε.
Μια Ελλάδα που όμως έχει σταθεί αγνώμων στην οικογένεια Υψηλάντη (όπως και σε άλλους ήρωες) η οποία έδωσε ζωές και περιουσίες για την απελευθέρωση. Ισως έγινε ένα βήμα προκειμένου να αποδοθούν οι τιμές που πρέπουν σε αυτούς που άναψαν τη φλόγα της Επανάστασης η οποία σήμανε και τη αρχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους.
Στη μικρή τελετή που ακολούθησε προλόγισε ο αρχιμουσικός Μάκης Κουτσαγγέλης και απηύθυναν χαιρετισμούς ο πρόεδρος του Συλλόγου «Δ. Σολωμός» κ. Δημήτρης Φωλιάς, η πρόεδρος του Αμαλιείου Οικοτροφείου Θηλέων – του θεματοφύλακα των Καρδιών των Υψηλαντών – κα Ιωάννα Φωκά, ο Δήμαρχος της Ιεράς πόλεως Μεσολογγίου κ. Νίκος Καραπάνος.
Η σεμνή τελετή ολοκληρώθηκε με την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου μέσα σε ένα έντονο συγκινησιακά κλίμα.
Στον Αλέξανδρο Υψηλάντη ταιριάζει ένα γνωμικό που έχει πει ένας αμερικανός καθηγητής, ο Τζορτζ Κάμπελ: «Ήρωας είναι κάποιος που δίνει τη ζωή του σε κάτι που είναι μεγαλύτερο από τον ίδιο».
Η πατρίδα, η ελευθερία, η εθνική παλιγγενεσία ήταν συναισθήματα πολύ μεγαλύτερα από αυτόν, έδωσε τη ζωή του για να τα υπερασπιστεί και είναι ήρωας ακριβώς επειδή η καρδιά του χτυπούσε μόνο στους ρυθμούς της Ελλάδας.
Και οι ήρωες γίνονται μύθοι μόνον όταν περάσουν αιώνες αλλά το όνομά τους παραμένει ανεξίτηλα γραμμένο στις καρδιές όλων μας.
Ποιος ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Σε ένα άρθρο του ο Τάσος Κοντογιαννίδης, δημοσιογράφος και συγγραφέας περιγράφει τη ζωή του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και πέθανε στην Βιέννη το 1828. Ήταν γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Ανήκε στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα. Το 1813 σε ηλικία 21 έτους, με το βαθμό του συνταγματάρχη πολεμά στη μάχη της Δρέσδης, όπου χάνει το δεξί του χέρι. Το 1820, σε ηλικία 28 ετών, αναλαμβάνει την αρχηγία της Φιλικής εταιρίας, και ονομάζεται «Επίτροπος», που κατά την βυζαντινή εθιμοτυπία σήμαινε αντιβασιλέας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως. Την ίδια χρονιά τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας τον αναγνωρίζουν ως “ Γενικόν Έφορον της Ελληνικής Εταιρίας.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εκδίδει αμέσως την προκήρυξη ανεξαρτησίας: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Παραιτείται από τον τσαρικό Στρατό, περνάει τον ποταμό Προύθο το Φεβρουάριο του 1821 και υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας.
Στο ναό των Τριών Ιεραρχών ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί τη επαναστατική σημαία με έμβλημα τον Σταυρό, και κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Υψηλάντη. Αμέσως διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και υπογράφεται σε κτίριο στο Κισινάου της Μολδαβίας η Διακήρυξη προς το Έθνος και η πρόσκληση εθελοντών. Απ’όλη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία και συγκροτείται αμέσως ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Η ορκωμοσία των ιερολοχιτών έγινε με τις φράσεις: “Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν αν τον εύρω προδότην της πατρίδος… Να μην παραιτήσω τα όπλα προτού να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της…”.
Τον Μάρτιο ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, και αντιμετωπίζει τον οθωμανικό στρατό στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο.
Ο Ιερός λόχος του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821 και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν. Οργισμένος ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη στην οποία χαρακτήριζε τους λιποτάκτες ανάνδρους. “ Τρέξατε εις τους Τούρκους, τους μόνους άξιους φίλους των φρονημάτων σας. Άνανδροι αγέλαι λαών”. Ο ίδιος (με τα δύο αδέλφια του) υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα και οι αυστριακοί για να τον παγιδεύσουν, τον εφοδίασαν με πλαστό διαβατήριο για να φύγει με το ψευδώνυμο Παλαιογενείδης. Τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς στο οποίο υπέστη τα πάνδεινα, αφού ήταν γνωστή η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική απέναντι σε επαναστάτες. Αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση του Τσάρου όμως η υγεία ήταν πολύ κλονισμένη. Δύο μήνες μετά πεθαίνει στην Βιέννη σε ηλικία 36 ετών.
Δυστυχώς δεν πρόλαβε να έλθει στην ελεύθερη ελληνική γη. Έμαθε όμως ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδος και χαρούμενος φώναξε “Δόξα σοι ο Θεός” και άρχισε να απαγγέλει με τά μάτια ψηλά στον ουρανό, το “Πάτερ ημών. Δεν επρόφθασε να το τελειώσει, έγειρε το κεφάλι του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος, που έμαθε ότι η πατρίς είναι ελεύθερη μετά από 400 έτη σκληρό τουρκικό ζυγό.
Η καρδιά του
Tο 1843 ο Γεώργιος Yψηλάντης υπέβαλε αίτημα στον βασιλιά Oθωνα να φέρει την καρδιά του αδελφού του Αλέξανδρου στην Eλλάδα, εκπληρώνοντας την επιθυμία του τελευταίου. Η ταρίχευση της καρδιάς σημαντικών προσώπων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Παρότι δε συνάδει με τους κανόνες της ορθόδοξης εκκλησίας, η τάση υιοθετήθηκε για αρκετούς αγωνιστές της επανάστασης του ’21.
O Oθωνας συμφώνησε χωρίς δισταγμό και στις 3/4/1843 η καρδιά τοποθετήθηκε με επίσημη τελετή στην τότε μητρόπολη, Aγία Eιρήνη. Επί δεκαετίες οι δυο καρδιές βρίσκονταν κλειδωμένες στο Ιερό του ναού, χωρίς να γνωρίζει κανείς την ύπαρξή τους εκτός από τον εφημέριο Νικόλαο Μούρτζινο, στον οποίο τις είχε εμπιστευτεί η χήρα του Γεώργιου Υψηλάντη, Μαρία το γένος Μουρούζη.
Θέλοντας να εκπληρώσει την επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντη, η χήρα του αδελφού του, Μαρία, αποφάσισε να κρύψει την καρδιά του στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών το 1859. Έθεσε όμως έναν όρο, όταν την εμπιστεύθηκε στον ιερέα. Να μην το μάθει ποτέ η πολιτεία, καθώς η ίδια θεωρούσε ότι το ελληνικό κράτος υπήρξε «αγνώμον προς τους Υψηλάντηδες».
Μια συγκινητική ιστορία
Η Μαρία, γυναίκα με μεγάλη προσωπική περιουσία και κυρία επί των τιμών επί βασιλίσσης Αμαλίας, είχε πρωτοστατήσει μαζί με άλλες Αθηναίες της υψηλής κοινωνίας σε πλείστες αγαθοεργίες. Μια από αυτές, η δημιουργία ενός ορφανοτροφείου κοντά στα ανάκτορα, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός των Ταξιαρχών, του Αμαλίειου ορφανοτροφείου.
Το κτίριο ανεγέρθηκε το 1854 μετά από μια λοιμική νόσο που είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό της Αθήνας αφήνοντας εκατοντάδες ορφανά. Μαζί του κτίστηκε ως ιδρυματικός ναός και η εκκλησία των Ταξιαρχών. Όταν το 1894 ο ιερέας Μούρτζινος αρρώστησε, στη θέση του τοποθετήθηκε προσωρινά ο αρχιμανδρίτης Κριεζής, ο οποίος και ανακάλυψε τυχαία τυλιγμένες σε ένα πανί τις ληκύθους που έφεραν η μια χαραγμένα τα αρχικά ΔΥ και η άλλη το όνομα «Αλέξανδρος Υψηλάντης 1821».
Ο Μούρτζινος δυσαρεστήθηκε από την παραβίαση του ντουλαπιού και ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το Υπουργείο ζήτησε τη μεταφορά των οργάνων στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο με επίσημη τελετή για το οποίο τελικά το ίδρυμα αποφάσισε να μη δώσει την έγκρισή του.
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα το 1959 το ορφανοτροφείο κατεδαφίστηκε, ενώ ο ναός διεσώθη χάρη στις προσπάθειες των κατοίκων της περιοχής. Οι πιστοί προσέφεραν σημαντικά για την εποχή χρήματα και απέτρεψαν την κατεδάφιση και ανέλαβαν τη συντήρηση του Ναού. Από τότε μέχρι σήμερα η εκκλησία έχει τεθεί σε δημόσια λατρεία και λειτουργία κάθε Κυριακή.
Μακάρια η μνήμη του
«Φίλτατε αδελφέ Δημήτριε, νέος κτύπος κατετάραξε τας ψυχάς ημών. Ο αυτάδελφός του ημών Αλέξανδρος, (..) ετελεύτησε και εισήλθεν εις τας αιωνίους μονάς δια προσταγής του εκρατήσαμεν την καρδίαν του δια την πατρίδαν, το οποίο και εκτελέσαμεν. Ενταυτό όμως εβαλσαμώθη και το σώμα του όπου αν η πατρίς θελήση να ενταφιάση και αυτό εν καιρώ τω προσήκοντι, να εκτελέσωμεν. Μακάρια η μνήμη του», έγραφε ο Νικόλαος, αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη εν έτη 1828….
«Και έτσι έγινε. Οι άνθρωποι του Υψηλάντη απέσπασαν την καρδιά από το σώμα του και την ταρίχευσαν, ενώ στη συνέχεια την έκρυψαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Βιέννη», αναφέρει ο κος Γιώργος Σούρλας, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα, καθώς πραγματοποίησε το οδοιπορικό του Υψηλάντη για να συγγράψει το βιβλίο του «Στα βήματα του Ιερού Λόχου».