Η αμερικανοτουρκική αντιπαράθεση χτυπάει κόκκινο. Οι δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ υπουργών, οι εκατέρωθεν απειλές και η αμοιβαία περιφρόνηση επιβεβαιώνουν το εκρηκτικό κλίμα στις σχέσεις Ουάσιγκτον -Αγκυρας. Ο μεν Ερντογάν θεωρεί ότι το αμερικανικό κατεστημένο τον έχει διαγράψει από τη λίστα των επιθυμητών εταίρων και αποδίδει δόλο στις κινήσεις των Αμερικανών, με απώτερο σκοπό την εκδίωξή του.
Πιστεύει ότι κύκλοι των ΗΠΑ ενορχήστρωσαν το αποτυχημένο πραξικόπημα από κοινού με τον Γκιουλέν (που δεν τον επιστρέφουν παρά τα συνεχή αιτήματα) και πως το τελευταίο χρονικό διάστημα πολεμούν τον Ερντογάν με την οικονομία. Χρεώνει στους οίκους αξιολόγησης που υποβαθμίζουν την τουρκική οικονομία πολιτικές σκοπιμότητες και θεωρεί ότι η κρίση είναι τεχνητή και αποτέλεσμα των πιέσεων της Ουάσιγκτον που καταλήγουν σε συνεχείς υποτιμήσεις της τουρκικής λίρας. Στο εσωτερικό του αφήγημα, οι ΗΠΑ έχουν προ πολλού πάψει να είναι μία συμμαχική δύναμη, συχνά μάλιστα τις κατακεραυνώνει δημοσίως για την υποκρισία τους και κυρίως για τη στήριξή τους στους μεγάλους εχθρούς της Αγκυρας, τους Κούρδους της Συρίας και τον Γκιουλέν.
Ο Ερντογάν δεν εμπιστεύεται τους Αμερικανούς και περισσότερο φοβάται ότι σχεδιάζουν την ανατροπή του. Ετσι, προσφεύγει στους Ρώσους, όχι μόνο ως αντίβαρο αλλά και ως δυνάμει προστάτη του ερντογανικού καθεστώτος.
Πράγματι, η παρουσία της Μόσχας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (ως μόνιμο μέλος) και η επανάκαμψή της στην ευρύτερη περιοχή, όπου ακόμη και η Αίγυπτος διαπαραγματεύεται την αγορά ρωσικών μαχητικών SU-35, αποτελούν για την Τουρκία μία σχετική εγγύηση απέναντι στις αμερικανικές βλέψεις. Αρα, εκ των στόχων της Αγκυρας είναι να υποχρεώσουν την Ουάσιγκτον σε μονομερείς ενέργειες/κυρώσεις, τις οποίες εν συνεχεία, από κοινού με τη Μόσχα και άλλες δυνάμεις, θα χαρακτηρίσουν ως παρέμβαση στο εσωτερικό μίας τρίτης χώρας και απόπειρα αποπομπής ενός δημοκρατικά ελεγμένου ηγέτη που δεν τους είναι αρεστός. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση, η γειτονική μας χώρα θα προσιδιάζει περισσότερο σε κράτη, όπως η Βενεζουέλα και η Συρία, ωστόσο, αν τίθεται εν αμφιβόλω η πολιτική του επιβίωση, διόλου δεν αποκλείεται να προσφύγει ακόμη και σε τέτοιες ακρότητες.
Για τις ΗΠΑ, μπορεί η αγορά των S-400 να δίνει το πρόσχημα για την άσκηση πίεσης στον Ερντογάν, εντούτοις δεν μπορούν παρά να προβληματίζονται για ενδεχόμενη απώλεια μίας νατοϊκής χώρας με τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας. Δεν τους απασχολεί φυσικά η θεσμική απόκλιση από την ΕΕ ή η δύστροπη συμπεριφορά εντός του ΝΑΤΟ, αλλά τα στρατηγικά χαρακτηριστικά που έχουν αποκτήσει οι ρωσοτουρκικές σχέσεις, όπως βέβαια και το φλερτ Αγκυρας – Τεχεράνης.
Εξίσου, μόνο απαρατήρητη δεν περνάει η στήριξη στο καθεστώς Μαδούρο, η συστηματική δαιμονοποίηση του Ισραήλ και οι οργανικοί δεσμοί με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Πλέον στο μικροσκόπιο φαίνεται να μπαίνει και ο αναθεωρητισμός της γείτονος σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, έναντι του οποίου μέχρι σήμερα η Ουάσιγκτον έκανε τα στραβά μάτια, εξισώνοντας τον επιτιθέμενο με τον αμυνόμενο. Το ζητούμενο, αν τελικά οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας οδηγηθούν σε αδιέξοδο, είναι τι θα ζητηθεί και τι θα προσφερθεί στην Ελλάδα κατά την αναδιάταξη των περιφερειακών ισορροπιών και ποιες θα είναι οι ασφαλιστικές δικλίδες έναντι της τουρκικής κλιμακούμενης επιθετικότητας.
Ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι γενικός διευθυντής του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»