Το Κοινοβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας καταψήφισε ήδη οκτώ πολύ διαφορετικές προτάσεις, εκτός των τριών φορών που καταψήφισε τα σχέδια για έξοδο που πρότεινε η κυβέρνηση της κυρίας Μέι. Μπορεί κάποιος ν’ αντιτάξει ότι αυτές οι προτάσεις ήταν «δοκιμαστικές» για να διαπιστωθούν οι διαθέσεις του Κοινοβουλίου. Ακόμα κι έτσι, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αδιέξοδο κολοσσιαίων διαστάσεων, όπου τίποτα δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτό. Για να βελτιώσει την κατάσταση η κυρία Μέι σκέφτηκε να συνδυάσει την πρότασή της με αποχώρηση. Για να χρυσώσει το χάπι της πρότασης που απορρίφθηκε ήδη δύο φορές, τη συνδύασε με υπόσχεση αποχώρησης αν η πρόταση υπερψηφιστεί, αλλά χωρίς αποτέλεσμα! Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (τέλος Μαρτίου) δεν ξέρουμε ποιες θα ‘ναι οι εξελίξεις.
Ενα πρώτο μάθημα που βγαίνει απ’ όλο αυτό το αδιέξοδο είναι ότι ένας λαός δεν πρέπει να αποφασίζει χωρίς να γνωρίζει τις συνέπειες των αποφάσεών του – όπως τι θα συμβεί αν ψηφίσει ν’ αποχωρήσει από την ΕΕ χωρίς να ξέρει τους συγκεκριμένους όρους (αυτό θα ήταν και ένα μάθημα για εμάς, για να αποφεύγαμε τα καταστρεπτικά αποτελέσματα που θ’ αντιμετωπίζαμε χωρίς κωλοτούμπες μετά από δημοψήφισμα).
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα πιο χρήσιμα διδάγματα από τα παθήματα της συμμάχου χώρας. Φανταστείτε αν το Κοινοβούλιο ψήφιζε τις διαφορετικές προτάσεις, όχι μια-μια υπέρ ή κατά, αλλά όλες μαζί, και ο κάθε βουλευτής υπερψήφιζε από τις οκτώ προτάσεις εκείνες που θεωρούσε αποδεκτές. Τότε, αντί να έχουμε οκτώ απορριφθείσες προτάσεις, θα είχαμε πολλές προτάσεις με υποστήριξη από την πλειοψηφία. Αυτό το εκλογικό σύστημα λέγεται «approval voting». Ή φανταστείτε ότι πάλι όλες οι προτάσεις ήταν ταυτόχρονα σε αποτίμηση και ο κάθε βουλευτής τις αξιολογούσε κατά σειρά: προτιμώ την #6 πρώτη, την #4 δεύτερη και ούτω καθεξής. Αν το εκλογικό σύστημα εξάλειφε την πρόταση με τους λιγότερους οπαδούς και πρόσθετε τις δεύτερες επιλογές τους στις υπόλοιπες 7 προτάσεις, και συνέχιζε με την ίδια διαδικασία ώσπου κάποια πρόταση συγκέντρωνε την πλειοψηφία, πάλι θα είχαμε ένα ευρέως αποδεκτό αποτέλεσμα αντί για αδιέξοδο. Αυτό το εκλογικό σύστημα λέγεται «transferable voting» και χρησιμοποιείται σε χώρες όπως η Ιρλανδία και η Μάλτα.
Εδώ στην Ελλάδα έχουμε χρησιμοποιήσει τέτοια εκλογικά συστήματα για πολιτικές επιλογές. Το εκλογικό σύστημα για εκλογή Γερουσιαστών στην αρχαία Σπάρτη ήταν approval voting. Ο τρόπος που εφαρμοζόταν ήταν η επιλογή διά βοής: Επαιρναν σε διαφορετικό χώρο μια ομάδα κριτών, οι οποίοι έπρεπε να διαγνώσουν ποιος υποψήφιος είχε τη μεγαλύτερη διά βοής υποστήριξη. Ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους της εφορευτικής επιτροπής εκλέγετο Γερουσιαστής. Επίσης, το εκλογικό σύστημα των σφαιριδίων (για εθνικές εκλογές μετά τον Οθωνα και πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) ήταν approval voting. Ο κάθε ψηφοφόρος έριχνε ένα λευκό ή ένα μαύρο σφαιρίδιο στην κάλπη του κάθε υποψηφίου και ο υποψήφιος με τα περισσότερα λευκά σφαιρίδια εκλεγόταν βουλευτής (αντίθετα, εκείνοι που έχαναν «έτρωγαν μαύρο»).
Η βασική διαφορά ανάμεσα στο εκλογικό σύστημα του βρετανικού Κοινοβουλίου και στα συστήματα που περιγράφω εδώ είναι ότι το Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ ή κατά για την κάθε πρόταση ξεχωριστά, και αυτό τους οδήγησε στο αδιέξοδο (στην καταψήφιση όλων των προτάσεων). Στα συστήματα που προτείνω ο κάθε ψηφοφόρος έχει πολλαπλές ψήφους και τοποθετείται σε όλα τα θέματα είτε κατά σειρά (approval voting), είτε κατά προτεραιότητα (transferable voting).
Αυτοί οι δύο τρόποι ψηφοφορίας αλλάζουν ουσιαστικά τη λογική της επιλογής. Αντί να δημιουργούν ομαδοποιήσεις όπου οι ψηφοφόροι πολώνονται σε «οπαδούς» και «εχθρούς» του κάθε κόμματος ή της κάθε λύσης, γίνονται σκεπτόμενοι κριτές που επιλέγουν αποδεκτά κόμματα ή λύσεις, ώστε να υπάρχει και κοινωνική επιλογή (αντί για αδιέξοδα) και αυτή η επιλογή να έχει ευρεία αποδοχή (αντί για αποφθέγματα όπως, για παράδειγμα, «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας»).
Αυτά τα εκλογικά συστήματα είναι γνωστά από τον καιρό του Κοντορσέ (18ος αι.) και για εμάς από την αρχαία Σπάρτη. Ας ελπίσουμε ότι ο παραλογισμός της κατάστασης στη Μεγάλη Βρετανία θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι οι πολίτες που στερούνται λογικής, αλλά οι θεσμοί που στη σημερινή τους μορφή προάγουν παράλογα αποτελέσματα, όπου η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου από τη μια μεριά απορρίπτει αποφασιστικά τις κυβερνητικές προτάσεις και ψηφίζει να αναλάβει την πρωτοβουλία και από την άλλη δεν μπορεί να συμφωνήσει σε τίποτα. Είναι ένα υπόδειγμα αδυναμίας της πλειοψηφίας να υιοθετήσει λύσεις (μια διαπίστωση για την οποία ο Κένεθ Αροου κέρδισε το βραβείο Νομπέλ Οικονομίας το 1972). Διαφορετικοί θεσμοί, λοιπόν, θα οδηγούσαν σε άλλα αποτελέσματα.
Πριν από 6 χρόνια (2013) ζητούσα ν’ αλλάξουμε το εκλογικό μας σύστημα και να δώσουμε «τρεις ψήφους στον λαό» (https://www.kathimerini.gr/503366/article/epikairothta/politikh/apoyh-dwste-treis-yhfoys-ston-lao), να υιοθετήσουμε δηλαδή ένα εκλογικό σύστημα approval voting. Πριν από τρία χρόνια (2016) δύο οικονομολόγοι που κέρδισαν διαφορετικά Νομπέλ Οικονομίας έγραφαν στους «Times» της Νέας Υόρκης ότι ένα εκλογικό σύστημα transferable voting θα μας είχε σώσει από τον Τραμπ (https://www.nytimes.com/2016/05/01/opinion/sunday/how-majority-rule-might-have-stopped-donald-trump.html?login=email&auth=login-email). Τώρα βλέπουμε σε πραγματικό χρόνο να ξετυλίγεται ο παραλογισμός του βρετανικού συστήματος, όταν αντιμετωπίζει πολλαπλές λύσεις χωρίς συμπαγείς πλειοψηφίες. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστούμε πολλά ακόμα παραδείγματα.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).