Η απόφαση του βρετανικού Κοινοβουλίου την περασμένη Πέμπτη να ζητήσει παράταση των διαδικασιών εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) ίσως ανακόψει την κούρσα της Βρετανίας προς την έξοδο (Brexit). Οπως είναι γνωστό, στο σχετικό δημοψήφισμα στις 23 Ιουνίου 2016 οι Βρετανοί ψήφισαν με πλειοψηφία 52% υπέρ της αποχώρησης της χώρας τους από την ΕΕ. Ανεξάρτητα από το αν η Βρετανία θα αποχωρήσει από την ΕΕ χωρίς συμφωνία σε λίγες ημέρες (12 Απριλίου 2019) ή με κάποιου είδους συμφωνία στις 22 Μαΐου ή δεν θα αποχωρήσει καθόλου (πράγμα μάλλον αδύνατον πλέον), υπάρχουν μερικά μαθήματα που μπορεί να αντλήσει κανείς από το Brexit.
Το πρώτο μάθημα είναι ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι ιδιαίτερα ευεπίφορες στη δημαγωγία, ιδιαίτερα αν αυτή εκδηλώνεται με εύπεπτα ψέματα και χρησιμοποιεί πρόσφατες δοκιμασμένες τεχνικές του πολιτικού μάρκετινγκ και τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το αποδεικνύουν οι ηθελημένες παρεξηγήσεις και αναλήθειες για την ΕΕ, τις οποίες το 2016 διέσπειραν οργανωμένα και μαζικά οι επικεφαλής της εκστρατείας υπέρ του Brexit. Η επιρροή των δημαγωγών δεν ήταν η μόνη αιτία της επικράτησης των υποστηρικτών του Brexit, ήταν όμως βασική αιτία.
Λάθος δημοψήφισμα
Ενα άλλο μάθημα είναι ότι οι «αμεσοδημοκρατικές» μέθοδοι αποτύπωσης της λαϊκής κυριαρχίας δεν είναι καλύτερες από τον κοινοβουλευτισμό, παρ’ όλα τα γνωστά προβλήματά του. Στη χώρα όπου ιδρύθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήρκεσε ένα δημοψήφισμα για να διχαστεί βαθιά το βρετανικό έθνος, καθώς το χάσμα μεταξύ των υποστηρικτών και των αντιπάλων του Brexit παραμένει ακόμα και σήμερα και αναδεικνύεται σχεδόν σε κάθε σχετική δημοσκόπηση. Δεν αποδίδεται σεβασμός προς τη λαϊκή κυριαρχία με τέτοια δημοψηφίσματα. Εμμεσα και εκ των υστέρων οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις και ψηφοφορίες φανερώνουν το λάθος της προκήρυξης του δημοψηφίσματος του 2016. Ο κοινοβουλευτισμός προσφέρει ευκαιρίες για δημοκρατικά διαμορφωμένες συγκλίσεις μεταξύ των αντιπροσώπων του έθνους, ακόμα και αν αυτοί εκπροσωπούν αντιδιαμετρικές απόψεις μέσα στο Κοινοβούλιο. Στον δικό μας πολύπλοκο κόσμο, όπου όλοι οι τομείς δημόσιας πολιτικής αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, τα δημοψηφίσματα, εφόσον δεν αφορούν την ίδρυση ενός κράτους ή το πολίτευμά του (π.χ. κατάργηση της βασιλείας), απλώς οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ των πολιτών, ακόμα και όταν αυτές είναι ήπιες ή ακόμα αδιαμόρφωτες. Στις πολλές περιπτώσεις, δηλαδή, τα δημοψηφίσματα προξενούν πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα τυχόν λύνουν.
Κοινοβουλευτική διέξοδος
Το τρίτο μάθημα αφορά τη λειτουργία των κομμάτων στις δημοκρατίες και τον ευπρόσδεκτο, κατά τα άλλα, κομματικό ανταγωνισμό. Εκτός από το να κερδίσουν τις εκλογές, οι πολιτικοί αρχηγοί έχουν τουλάχιστον μια ενδοκομματική μέριμνα, ισχυρότερη και προγενέστερη από τη νίκη στις εκλογές. Η ενδοκομματική μέριμνα είναι να κρατήσουν το κόμμα τους ενωμένο και συνεκτικό. O πρώην πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον προκήρυξε το δημοψήφισμα για κομματικούς λόγους, αφού το είχε συμπεριλάβει στο προεκλογικό του μανιφέστο. Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι έκανε ό,τι μπορούσε για να συνδυάσει την εξεύρεση λύσης με ταυτόχρονη διατήρηση της ενότητας του κόμματός της, υποβάλλοντας στο Κοινοβούλιο διαδοχικά σχέδια για το Brexit. Η ελπίδα της ήταν ότι κάποιο σχέδιο λύσης δεν θα αποξένωνε διαφορετικές πτέρυγες του Συντηρητικού Κόμματος, οι οποίες υποστήριζαν ηπιότερες ή σκληρότερες εκδοχές του Brexit. Αυτή η ενδοκομματική μέριμνα είναι εύλογη καθώς συντελεί στο να είναι σταθερότερες οι κυβερνήσεις και να μακροημερεύει ο κοινοβουλευτισμός με το να μη θρυμματίζονται τα κόμματα. Η εν λόγω μέριμνα επίσης χρησιμεύει στο να διεξάγουν τα κόμματα τους πολιτικούς αγώνες τους με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από ό,τι αν υφίσταντο διασπάσεις. Σε ακραίες όμως καταστάσεις, όπως η τρέχουσα συγκυρία στη Βρετανία, το όφελος της κομματικής συνοχής μετασχηματίζεται σε πρόβλημα. Δημιουργεί αδιέξοδα αφού οι βουλευτές διστάζουν να περάσουν στην απέναντι όχθη, ψηφίζοντας μαζί με εκείνους αντίπαλων κομμάτων. H πρωτοβουλία της Μέι να συναντηθεί με τον Τζέρεμι Κόρμπιν, αρχηγό των Εργατικών, την περασμένη Τετάρτη για να βρουν λύση από κοινού έβλαψε την ενότητα του κόμματός της, αλλά άνοιξε προοπτική επίλυσης του αδιεξόδου.
Ποιος κερδίζει
Το τέταρτο μάθημα είναι η διάψευση της δημοφιλέστατης άποψης ότι στη δημοκρατία τελικά επικρατούν τα συμφέροντα των ισχυρότερων ομάδων, όπως των κυρίαρχων τάξεων ή των επιχειρηματικών ελίτ. Για τους αντιπάλους της δημοκρατίας, αυτό το πολίτευμα απλώς αποτελεί ένα διαφανές πέπλο το οποίο μετά βίας κρύβει την ουσιαστική κυριαρχία των συμφερόντων των καπιταλιστών.
Οπως όμως φάνηκε και με το βρετανικό δημοψήφισμα, αλλά και παλιότερα με μεγάλες εκλογικές ανατροπές σε άλλες χώρες, στη δημοκρατία μπορούν να δρομολογηθούν με ειρηνικό τρόπο εξελίξεις αντίθετες από αυτά τα συμφέροντα.
Το 2016 στη Βρετανία ισχυρότατοι επιχειρηματικοί όμιλοι και τράπεζες στο λεγόμενο City του Λονδίνου, καθώς και πάρα πολλοί εμπειρογνώμονες και τεχνοκράτες, είχαν ταχθεί κατά του Βrexit. Επικράτησε η αντίθετη γνώμη, σε βάρος των συμφερόντων και των αναλύσεών τους. Παρότι αυτό μπορεί να θεωρηθεί συνολικά θετικό για τη δημοκρατία, καθώς προσφέρει δυνατότητες υπερίσχυσης στους λιγότερο ισχυρούς πολίτες, δεν θα έπρεπε να μας οδηγήσει σε λάθος συμπέρασμα. Στη Βρετανία δεν επικράτησαν τα λαϊκά συμφέροντα. Αντίθετα, αυτά ίσως πληγούν βαθιά, ανάλογα με την εξέλιξη της ανεργίας, των εισοδηματικών ανισοτήτων και της φτώχειας μετά από το Brexit και σε συνδυασμό με αυτό. Δηλαδή στη δημοκρατία δεν «κερδίζουν», δεν κυριαρχούν, πάντα οι ίδιοι (αριθμητικά λίγοι αλλά οικονομικά ισχυροί), ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα. Κάποιες φορές μπορεί να κερδίσουν οι περισσότεροι και άλλες φορές, όπως διαφαίνεται στην περίπτωση της Βρετανίας σήμερα, μπορεί να χάσουν όλοι.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Harvard και επισκέπτης καθηγητής στo Πανεπιστήμιο Tufts.