Το ανωτέρω ερώτημα αποτέλεσε, αποτελεί και ίσως θα αποτελεί για χρόνια ακόμη αντικείμενο επιστημονικής διχογνωμίας. Οπως γνωρίζουμε, ο κρόκος του αβγού περιέχει αρκετή χοληστερίνη, περίπου 190 χιλιοστά του γραμμαρίου, αλλά παράλληλα και άλλες χρήσιμες ουσίες. Παλαιότερα πολλοί γιατροί απαγόρευαν διά ροπάλου την κατανάλωση αβγών, ιδίως σε άτομα με αυξημένη χοληστερίνη. Ομως το 2013 δύο αναγνωρισμένοι αμερικανικοί οργανισμοί (American College of Cardiology και United States Department of Agriculture, USDA) εξέφρασαν σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσον η πρόσληψη χοληστερίνης μέσω διατροφής συνεπάγεται αύξηση της χοληστερίνης του αίματος. Ειδικότερα, ο USDA ανέφερε ότι η μεγάλη πρόσληψη χοληστερίνης δεν αποτελεί αντικείμενο ανησυχίας. Με βάση αυτά τα στοιχεία και άλλα δεδομένα τα αβγά «απενοχοποιήθηκαν».
Εν τούτοις, μόλις πριν από ημέρες δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό «JAMA» (2019;321(11):1081-1095) από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σικάγου μια μετα-ανάλυση σοβαρών επιδημιολογικών μελετών μακράς παρατήρησης (17,5 χρόνια, διάμεση τιμή) που ισχυρίζεται τα αντίθετα. Γίνεται αναφορά σε μελέτες που διεξήχθησαν σε έξι κλειστές κοινότητες των ΗΠΑ. Ειδικότερα, οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν άριστη στατιστική μεθοδολογία και προσάρμοσαν τα δεδομένα έτσι ώστε να εξουδετερώνουν στατιστικά την παρεμβολή ορισμένων συγχυτικών παραγόντων που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα, όπως είναι η κατανάλωση ζωικού λίπους, η ηλικία, το φύλο, η φυλή, η εκπαίδευση, το κάπνισμα, το σωματικό βάρος, η φυσική δραστηριότητα, η αρτηριακή πίεση κ.ά. Δεν συμπεριλήφθηκαν άτομα με εξ υπαρχής γνωστές καρδιοαγγειακές παθήσεις. Το σύνολο των μελετηθέντων ατόμων ήταν περίπου 29.000. Συνολικά κατά το διάστημα της παρακολούθησης σημειώθηκαν 5.400 καρδιαγγειακά επεισόδια που περιλάμβαναν 1.302 θανατηφόρα και μη εγκεφαλικά και 1.897 περιπτώσεις θανατηφόρας και μη καρδιακής ανεπάρκειας.
Τα κυριότερα συμπεράσματα αυτής της μετα-ανάλυσης έχουν ως εξής: Η αυξημένη συνολική πρόσληψη χοληστερίνης ανεξάρτητα από την πηγή, κρέας κ.λπ. ή από αβγά, ιδίως σε μεγάλες ποσότητες, π.χ. 2 ή 3 αβγά κάθε μέρα, συνδυάζεται με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων καθώς και θανάτων από οποιοδήποτε αίτιο κατά τρόπο που σαφώς εξαρτάται από το ποσό της προσλαμβανόμενης χοληστερίνης.
Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού «JAMA», που προαναφέρθηκε, δημοσιεύεται ένα πολύ ενδιαφέρον σημείωμα-γράμμα σύνταξης του εκδότη από τον διάσημο αμερικανό επιστήμονα Robert Eckel. Συνοπτικά οι παρατηρήσεις-σχόλιά του έχουν ως εξής: 1) Πέραν του κυρίου ευρήματος ότι η πολλή χοληστερίνη της τροφής έχει επιβλαβή επίδραση, είναι ενδιαφέρον ότι αν απομονώσει κανείς μέσω στατιστικής προσαρμογής τον αρνητικό ρόλο της μεγάλης ταυτόχρονης πρόσληψης ζωικού λίπους, φαίνεται ότι η «δυσμενής» επίδραση των αβγών παύει να είναι στατιστικά σημαντική. Στο σημείο αυτό αναπολώ μια παλαιότερη μελέτη (J Clin Invest 1982;69:1072-1080) που δείχνει ότι δεν ανεβαίνει η LDL-χοληστερίνη (η λεγόμενη «κακή» μορφή) αν δεν χορηγούνται ταυτόχρονα πολλά κορεσμένα (ζωικά) λίπη και λίγα πολυακόρεστα (κυρίως φυτικά έλαια). 2) Τρία αβγά την εβδομάδα έχουν – έτσι και αλλιώς – πολύ μικρή, κλινικά ασήμαντη, επίδραση. 3) Γενικά, η διατροφή μας πρέπει να έχει ένα υγιεινό «προφίλ» – σημείωση δική μου: π.χ. μεσογειακή δίαιτα – οπότε πολύ πιθανό η πρόσληψη αβγών σε λογική ποσότητα δεν είναι βλαβερή.
Θεωρώ λοιπόν ότι και στην περίπτωση των αβγών ισχύει το παν μέτρον άριστον με την προϋπόθεση ότι στη διατροφή μας δεν περιλαμβάνονται πολλά ζωικά λίπη (κυρίως κρέας και παχιά τυριά).
Ο κ. Νικόλαος Λ. Κατσιλάμπρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Παθολογίας ΕΚΠΑ, MD, PhD, FACP.