Οι αλλαγές που προωθεί το υπουργείο Παιδείας, με τις εκτεταμένες συγχωνεύσεις ΑΤΕΙ και ΑΕΙ, δεν φαίνονται δυστυχώς να ακολουθούν ένα οργανωμένο σχέδιο που λαμβάνει υπόψη τις εκπαιδευτικές ανάγκες των φοιτητών και τις επαγγελματικές προοπτικές των πανεπιστημιακών αποφοίτων. Ειδικά σε σχέση με τον κλάδο της ψυχολογίας, το υπουργείο δεν έχει συμβουλευθεί τα ακαδημαϊκά τμήματα Ψυχολογίας ή αρμόδιους φορείς όπως η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Ψυχολόγων για τις επικείμενες αλλαγές. Αντιθέτως, δέχεται εισηγήσεις για τη δημιουργία νέων τμημάτων Ψυχολογίας από πανεπιστημιακά ιδρύματα που ως σήμερα δεν προσφέρουν αντίστοιχες σπουδές. Αποτέλεσμα; Να κινδυνεύουν ο κλάδος της ψυχολογίας και η δημόσια υγεία.

Η παρούσα κατάσταση

Αυτή τη στιγμή λειτουργούν τέσσερα τμήματα Ψυχολογίας στη χώρα (δύο στην Αθήνα, ένα στη Θεσσαλονίκη και ένα στην Κρήτη) με αρκετές δυσκολίες, γιατί υποδέχονται περισσότερους φοιτητές από όσους αντέχουν. Ενώ η σωστή εκπαίδευση των φοιτητών απαιτεί κατάλληλη εργαστηριακή και σεμιναριακή υποστήριξη, καθώς και φροντίδα για πρακτική άσκηση, διαχρονικά η πολιτική ηγεσία αντιμετωπίζει την ψυχολογία ως ένα θεωρητικό αντικείμενο που μπορεί να διδαχθεί σε μεγάλα ακροατήρια αμφιθεάτρων. Περαιτέρω, εξαιτίας αυτής της παρανόησης, οι εισακτέοι στα τμήματα Ψυχολογίας προέρχονται από τη θεωρητική κατεύθυνση των πανελλαδικών εξετάσεων. Δεν έχουν το κατάλληλο υπόβαθρο για να ανταποκριθούν σε μαθήματα στατιστικής, μεθοδολογίας και βιοψυχολογίας αλλά ούτε στα υπόλοιπα μαθήματα, τα οποία στην πλειονότητά τους απαιτούν τέτοιες γνώσεις. Η εκπαίδευση των ψυχολόγων είναι λοιπόν ήδη ναρκοθετημένη από την αρχή.

Ταυτόχρονα, οι προκλήσεις σε προπτυχιακό επίπεδο στερούν τη δυνατότητα οργάνωσης ικανού αριθμού μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Οταν στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου απαιτείται ακόμα και διδακτορικός τίτλος ώστε να ασκήσει κανείς το επάγγελμα του κλινικού, του συμβουλευτικού ή του σχολικού ψυχολόγου, στη χώρα μας οι απόφοιτοι της ψυχολογίας, με απόφαση της ελληνικής πολιτείας, αποκτούν άδεια ασκήσεως μόνο με τη λήψη του πρώτου πτυχίου. Οι μεταπτυχιακές σπουδές έχουν υποβαθμισμένη σημασία, παρ’ όλο που είναι απολύτως απαραίτητες για την ορθή άσκηση του επαγγέλματος.

Οι δρομολογούμενες αλλαγές

Ενώ το λογικό θα ήταν για το υπουργείο να ενισχύσει τα ήδη υπάρχοντα τμήματα ώστε να εκπαιδεύσουν αρτιότερα τους φοιτητές τους σε προπτυχιακό επίπεδο, αλλά και να δημιουργήσουν περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα, σκέφτεται να διπλασιάσει (!) τα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών ψυχολογίας της χώρας. Ηδη έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία της ίδρυσης του Τμήματος Ψυχολογίας στα Γιάννενα, ενώ έχει δεχθεί προτάσεις για τη λειτουργία αντίστοιχων τμημάτων στον Βόλο, στη Φλώρινα και στην Κομοτηνή. Σε μια περίοδο που υπάρχει υπερπληθώρα ψυχολόγων, το υπουργείο εξετάζει το ενδεχόμενο να ρίξει στην αγορά πλήθος νέων ανθρώπων, δίχως να φαίνεται να υπολογίζει τις επαγγελματικές προοπτικές τους. Είναι παράλληλα αμφίβολο πότε αυτά τα τμήματα θα στελεχωθούν επαρκώς και θα ορθοποδήσουν ώστε να υποστηρίξουν τους φοιτητές τους. Η παρούσα πανεπιστημιακή υποχρηματοδότηση δεν προσφέρει αισιοδοξία.

Τι πρέπει να γίνει

Αν τυχόν υλοποιηθεί η σχεδιαζόμενη δημιουργία των νέων τμημάτων Ψυχολογίας, πρέπει απαραιτήτως να μειωθεί ο αριθμός εισακτέων ανά τμήμα ώστε να μην παραχθεί μια νέα στρατιά ανέργων, αλλά και ώστε να διαφυλαχθεί η ποιότητα της κατάρτισης των εισερχόμενων φοιτητών. Σε αυτό το σημείο θα βοηθήσει η αλλαγή των κριτηρίων εισαγωγής (πιο κοντά στα κριτήρια των ιατρικών σχολών) ώστε οι εισακτέοι να είναι πιο έτοιμοι να παρακολουθήσουν τα προγράμματα σπουδών στην ψυχολογία. Επιπλέον, πρέπει να αλλάξει το καθεστώς χορήγησης άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του ψυχολόγου ώστε να υπάρχουν αυστηρές προδιαγραφές μετεκπαίδευσης πριν αποκτήσει κανείς τη σχετική άδεια (το συγκεκριμένο ζήτημα ανήκει στη δικαιοδοσία του υπουργείου Υγείας). Την ίδια στιγμή πρέπει να αυξηθούν οι πόροι και το δυναμικό των τμημάτων Ψυχολογίας ώστε να μπορούν να προσφέρουν τα κατάλληλα μεταπτυχιακά προγράμματα. Κατά αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλίζεται ότι οι ψυχολόγοι που εν τέλει θα ασκήσουν το επάγγελμα θα είναι πάντα άρτια εκπαιδευμένοι, ανεξάρτητα με το πόσοι λαμβάνουν το πρώτο πτυχίο.

Χωρίς τα παραπάνω μέτρα να συνοδεύουν τον νέο σχεδιασμό, οι φοιτητές στα τμήματα Ψυχολογίας θα είναι πολύ περισσότεροι και θα εισάγονται με πολύ χαμηλότερες βάσεις από τις παρούσες, έχοντας εξεταστεί σε μαθήματα που λίγη σχέση έχουν με την ψυχολογία. Ενώ θα είναι, λοιπόν, λιγότερο προετοιμασμένοι για την παρακολούθηση ενός προγράμματος σπουδών ψυχολογίας, θα φοιτήσουν σε τμήματα που πιθανότατα δεν θα διαθέτουν τους πόρους για να τους υποστηρίξουν όπως θα έπρεπε. Κατά συνέπεια, τη στιγμή που το κράτος θα τους δίνει τη δυνατότητα να ασκήσουν το επάγγελμα του ψυχολόγου μετά τη λήψη του πρώτου τους πτυχίου, αυτοί θα είναι πιο ανέτοιμοι από ποτέ για τις προκλήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν.

Αρκεί κανείς να παρακολουθήσει τα δελτία ειδήσεων για μία μέρα ώστε να αντιληφθεί την κρίσιμη δυνητική συνεισφορά άρτια εκπαιδευμένων ψυχολόγων στον χώρο εργασίας, στο σχολείο, στο σπίτι. Το υπουργείο Παιδείας οφείλει σε αυτή την περίπτωση να εγκύψει στον κλάδο της ψυχολογίας γιατί από την καραμπόλα των διαρκών συγχωνεύσεων ΑΕΙ-ΑΤΕΙ θα κινδυνέψει να αλλοιωθεί σημαντικά ο χαρακτήρας της ψυχολογίας στη χώρα μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία και για την κοινωνία μας γενικότερα.

Ο κ. Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.