Ολοκλήρωσε τις εργασίες του με την εκλογή μελών της ΚΠΕ το Εκτακτο Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής. Μετά τις αρνητικές αποχωρήσεις του Ποταμιού αρχικά και της πλειοψηφίας της ΔΗΜΑΡ στη συνέχεια, προσυνεδριακά ορισμένοι από τη «βάση» του ΠαΣοΚ, συμπεριλαμβανόμενων και μερικών στελεχών, προφανώς απογοητευμένοι από τη στασιμότητα των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ, άρχισαν να ζητούν την επιστροφή στο «ΠαΣοΚ το ορθόδοξο». Ετσι κι αλλιώς, υποστηρίζουν, τόσο το «προοδευτικό Κέντρο» όσο και η «ανανεωτική Αριστερά» έφυγαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με δημοσιεύματα στην «Αυγή» καλωσόρισε το «αίτημα». Η επιστροφή στο «παλιό καλό ΠαΣοΚ» είναι μια ευθανασία που θα μπορούσε να είχε την ευγενή χορηγία του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια εξέλιξη αφενός αποτρέπει την πιθανότητα επιστροφής των ψηφοφόρων που το εγκατέλειψαν επικαλούμενοι ότι αυτό ήταν που τους πρόδωσε και αφετέρου αποκλείει κάθε δυνατότητα προσέλκυσης νέων ψηφοφόρων. Ο μόνος ωφελημένος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς αυτό το αίτημα επιστροφής στο ΠαΣοΚ είναι μια σκέψη η οποία βλέπει τα δέντρα αλλά κανένα δάσος. Τα δέντρα είναι το Ποτάμι και η ΔΗΜΑΡ, ο Θεοδωράκης και ο Θεοχαρόπουλος που έφυγαν. Παρ’ όλο που έμειναν αρκετά στελέχη από το Ποτάμι και τη ΔΗΜΑΡ, ούτε αυτά είναι το δάσος. Αυτό δεν είναι πρόσωπα αλλά αξίες.
Το προοδευτικό Κέντρο με την έννοια της μετριοπάθειας και της συναίνεσης, η ανανεωτική Αριστερά με την έννοια της αντίθεσης στους αριστερούς ολοκληρωτισμούς και της προάσπισης της Δημοκρατίας και ο πολιτικός φιλελευθερισμός με την έννοια της προτεραιότητας των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων αποτελούν κεντρικές αξίες των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Δεν είναι αξίες που μπορούν να προστίθενται ή να αφαιρούνται από αυτά τα κόμματα, αλλά αξίες που χωρίς αυτές εκείνα δεν νοούνται.
Η ηθική της πεποίθησης και το συναίσθημα καθοδηγούν την όποια «βάση» ζητά επιστροφή στο ΠαΣοΚ. Πράγματα κατανοητά, όχι όμως και ορθά. Κατανοητά, γιατί αυτή η «βάση» ακούει από το 2010 και ύστερα ύβρεις για τη «φούσκα της Μεταπολίτευσης», το «διεφθαρμένο» ΠαΣοΚ και τον «καταστροφικό λαϊκιστή» Ανδρέα Παπανδρέου. Αν δεν υπάρχει ορθή πολιτική απάντηση σ’ αυτά παρά μόνο λόγια του τύπου «είμαστε οι μόνοι που έχουμε κάνει αυτοκριτική», αν δηλαδή δεν αναδεικνύεται η πραγματική ιστορική φυσιογνωμία του ΠαΣοΚ, είναι εύλογο οι παλαιοί ψηφοφόροι του να αντιδρούν συναισθηματικά αλλά και ανορθόδοξα αφού η επιστροφή στο ΠαΣοΚ – ΚΙΝΑΛ οδηγεί στην εξαφάνιση της παράταξης.
Το ΠαΣοΚ – παρά τη ριζοσπαστική του φρασεολογία – λειτούργησε ως το κόμμα του εξαστισμού της χώρας, ως μεταπολιτευτική συνέχεια της αστικοδημοκρατικής παράταξης του βενιζελισμού. Η άρση του διχασμού σε μιάσματα και εθνικόφρονες, το προοδευτικότατο οικογενειακό δίκαιο, τα ΜΟΠ, το ΕΣΥ, το ΑΣΕΠ, οι δομές πρόνοιας (βοήθεια στο σπίτι, ολοήμερα, ενισχυτική διδασκαλία), τα μεγάλα έργα, η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η ένταξη της χώρας στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και στο ευρώ, η υπεράσπιση του εθνικού και όχι του κομματικού συμφέροντος την εποχή των μνημονίων είναι μερικά από τα μέτρα που ολοκλήρωσε το ΠαΣοΚ. Σε γενικές γραμμές στη Μεταπολίτευση το ΠαΣοΚ έπαιξε στην ουσία τον ρόλο του αστικοδημοκρατικού κόμματος, κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει πλήρως η ΝΔ. Χωρίς βεβαίως να παραβλέπονται η αρχική απλουστευτική-λαϊκίστικη ανάγνωση της 3ης Σεπτέμβρη του χαρακτήρα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (χώρα της περιφέρειας), ο Νόμος Κουτσόγιωργα που ξεχαρβάλωσε τη δημόσια διοίκηση (1982), ο νόμος για τα πανεπιστήμια (1982) που διήρκεσε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, ο συντεχνιακός συνδικαλισμός, το κράτος-βιομήχανος, η οικονομική διαφθορά, ο κατά βάση «πασοκικός» αντιδραστικός συνασπισμός κατά του Νόμου Γιαννίτση (2001), η διατήρηση των επιζήμιων τόσο για το κράτος όσο και για την Εκκλησία ισορροπιών και άλλα πολλά.
Σε τελική ανάλυση όμως οι προερχόμενοι από το ΠαΣοΚ ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ όχι μόνο δεν πρέπει να ντρέπονται ή να απολογούνται, αλλά πρέπει να είναι υπερήφανοι που αυτό ήταν το κόμμα της συνέχειας του αστικοδημοκρατικού βενιζελικού εκσυγχρονισμού. Οι δύο κεντρικοί μηχανοδηγοί (Ανδρέας Παπανδρέου και Κώστας Σημίτης) οδήγησαν το τρένο του ΠαΣοΚ και τη χώρα σε σταθμούς αστικού εκσυγχρονισμού, παρ’ όλες τις εγγενείς αντιφάσεις – και όχι απλά λάθη – του κρατισμού, των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς ως συνεπακόλουθο αυτών. Η κρίση γύρισε αυτό το τρένο πολλούς σταθμούς πίσω.
Το Κίνημα Αλλαγής – αν και ο όρος Κίνημα δεν συνάδει προς την προτεραιότητα που έχει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία για ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα – είναι τηρουμένων των μεγεθών και των αναλογιών κάτι σαν αυτό έκανε και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1974. Αυτός δεν κάθισε πάνω στις δάφνες του πραγματικού που ήταν η τότε Ενωση Κεντρώων αλλά αναζήτησε την «ουτοπία» ενός νέου κόμματος. Μια ουτοπία που έγινε πραγματικότητα και άλλαξε προς το καλύτερο τη ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων. Σήμερα όμως δεν μπορεί με παλιές μηχανές και «εικονίσματα» η ελληνική σοσιαλδημοκρατία να προχωρήσει στους επόμενους σταθμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης.
Το «μόνο ΠαΣοΚ» θα ήταν η καλύτερη προσφορά στον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε αυτός – που το 2010 εκπροσώπησε την «αγανάκτηση» – να διεκδικεί το 2019 την εκπροσώπηση των αξιών της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, για να παραμείνει στη διεκδίκηση της εξουσίας. Το τρένο ΠαΣοΚ – ΚΙΝΑΛ μπορεί να κινηθεί με το 6% έως 8% των ορυκτών καυσίμων που διαθέτει ακόμη, αλλά δεν μπορεί να μετατραπεί σ’ ένα «διψήφιο» ηλεκτροκίνητο τρένο με νέους επιβάτες και προορισμό τον σταθμό ενός μεγάλου σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού εξουσίας ο οποίος θα υπερβαίνει εθνοκεντρικές και κρατικίστικες αγκυλώσεις.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.