Την επιτάχυνση των ρυθμών μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με στόχο την επόμενη τριετία να επιστρέψουν σε μονοψήφια επίπεδα από το 45% στα τέλη του 2018, ζητά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μέσω της ετήσιας έκθεσης που δημοσιοποίησε κατά την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της νομισματικής αρχής τη Δευτέρα.
Ο κεντρικός τραπεζίτης επισημαίνει ότι μόνον έτσι, «οι τράπεζες θα μπορέσουν να επικεντρωθούν σε καίρια ζητήματα που αφορούν το μέλλον: σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, αναζήτηση νέων επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών και δραστηριοτήτων, νέες ψηφιακές και άλλες τεχνολογίες και, πάνω απ’ όλα, χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας».
Αναγκαία συνθήκη, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα για την επίτευξη αυτού του στόχου, αποτελεί η ταυτόχρονη υιοθέτηση των δύο εργαλείων υποβοήθησης που έχουν σχεδιαστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για την ταχύτερη αποκλιμάκωση των δεικτών καθυστερήσεων.
Όπως επισημαίνει σχετικά, «το ιδεώδες θα ήταν να αξιολογηθούν και οι δύο προτάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), ώστε να διαμορφωθεί μια ενιαία στρατηγική, αρκεί να είναι συμβατή με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και τις εποπτικές κατευθυντήριες γραμμές».
Και προσθέτει ότι «σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή των όποιων προτάσεων απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό. Μια αποφασιστική και συστηματική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων κρίνεται ως υψίστης σημασίας».
Τα δύο σχέδια
Ο κ. Στουρνάρας σημειώνει πως η λύση που έχει σχεδιάσει η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ΜΕΔ μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTCs), που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε Εταιρίες Ειδικού Σκοπού (NPL & DTC carve-out).
Έτσι, αντιμετωπίζονται με συστηματικό τρόπο δύο πολύ σημαντικά προβλήματα ταυτόχρονα: τα ΜΕΔ και τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.
Μια λύση στην κατεύθυνση των προτάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος συνεπάγεται την άμεση και δραστική μείωση του δείκτη ΜΕΔ και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών εντός τριετίας.
Παράλληλα, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες προκειμένου να ενισχυθεί η οργανική κερδοφορία και η δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, καθώς οι τράπεζες, απαλλαγμένες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θα μπορούν να ενισχύσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο.
«Έτσι θα ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών και η δυνατότητά τους να απορροφούν κλυδωνισμούς από ενδεχόμενες μελλοντικές διαταραχές. Τέλος, διαμορφώνεται σαφές πλαίσιο για τον επαναπροσδιορισμό του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών και αμβλύνεται η αβεβαιότητα για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τους, ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις δεν θα συνιστούν πλέον τόσο υψηλό ποσοστό των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους» υποστηρίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Παράλληλα, χαρακτηρίζει «βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση» και την πρόταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προς την κυβέρνηση για την υιοθέτηση ενός προγράμματος εγγύησης στοιχείων ενεργητικού (Asset Protection Scheme – APS).
Οι επιδόσεις του 2018
Στην έκθεση του Διοικητή για το 2018, παρουσιάζονται οι επιδόσεις των τραπεζών στην περυσινή χρήση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται, τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 σε 81,8 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 12,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017 και κατά περίπου 25,4 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.
Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 5,9 δισεκ. ευρώ (εκ των οποίων τα 3,6 δισεκ. ευρώ αφορούν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως επιχειρηματικών δανείων) και πωλήσεις ύψους 5,8 δισεκ. ευρώ.
Οι πωλήσεις ήταν αυξημένες το β’ και το γ’ τρίμηνο του έτους, ενώ οι τράπεζες έχουν προαναγγείλει επιτάχυνση των πωλήσεων τα επόμενα τρίμηνα.
Σχετική βελτίωση εμφανίζουν το 2018 οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες μέσω αυτής της οδού παραμένει ωστόσο χαμηλό μέχρι στιγμής.
Σκάνε οι ρυθμίσεις
Γενικά, ανησυχητικό είναι το γεγονός, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ότι παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες.
Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
Από την άλλη, είναι θετικό ότι το δ’ τρίμηνο του 2018 οι πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση στο παρελθόν αλλά άρχισαν και πάλι να εξυπηρετούνται (cured) δεν υπερέβαιναν πλέον τις νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων (defaulted) που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του δ’ τριμήνου.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Δεκέμβριο του 2018 σε υψηλό επίπεδο (45,4%). Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 44,5% για το στεγαστικό, 53% για το καταναλωτικό και 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Εντός του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου, ο δείκτης για το χαρτοφυλάκιο τόσο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός (67,4% και 57,5% αντίστοιχα).
Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (25,8%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών δανείων (22,6%).
Όσον αφορά τη διάρθρωση των ΜΕΔ, το 47,2% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 30,6% αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης (“unlikely to pay”) και το 22,2% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.
Επίσης, πολλοί δανειολήπτες έχουν αιτηθεί νομική προστασία (14% του συνόλου των ΜΕΔ). Όσον αφορά την κάλυψη των ΜΕΔ από προβλέψεις, ο σχετικός δείκτης κάλυψης αυξήθηκε το 2018 σε 47,4%, από 46,3% στο τέλος του 2017.
Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.
Βεβαίως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής (split balance).
Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 το υπόλοιπο των ΜΕΔ που συνδέονταν με ρυθμίσεις ανερχόταν σε 30,7 δισεκ. ευρώ (δηλ. το 37,6% του συνόλου των ΜΕΔ).
Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2018 στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην ΕΚΤ αναθεωρημένους στόχους, οι οποίοι είναι σαφώς πιο φιλόδοξοι από τους αρχικούς.
Οι νέοι στόχοι μείωσης
Στόχευση των τραπεζών είναι η διαμόρφωση των ΜΕΔ στο τέλος του 2021 στα 34,1 δισεκ. ευρώ, ενώ ο δείκτης ΜΕΔ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 21,2%.
«Γι’ αυτό, οι ελληνικές αρχές πρέπει σύντομα να καταλήξουν σε συστημική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών» σημειώνει ο κ. Στουρνάρας.
Το παραπάνω ποσοστό αυτό είναι αρκετά χαμηλότερο από το σημερινό επίπεδο, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3,4% το Σεπτέμβριο του 2018).
Για την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αναμένεται να μειωθούν κατά 67%, δηλαδή από 61,0 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2018 σε 20,4 δισεκ. ευρώ το 2021, και το ποσοστό τους επί του συνόλου των δανείων αναμένεται να μειωθεί σε 12,7%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης θα επιτευχθεί κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2020 και το 2021.
Ειδικότερα, οι τράπεζες προβλέπουν ότι η μεγαλύτερη μείωση θα προέλθει από τις πωλήσεις δανείων, καθώς και από τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και τις διαγραφές δανείων.
Οι αναταξινομήσεις δανείων από μη εξυπηρετούμενα σε εξυπηρετούμενα αναμένεται σε μεγάλο βαθμό να αντισταθμιστούν από τη δημιουργία νέων ΜΕΔ, τα οποία στην πλειοψηφία τους αφορούν δάνεια που έχουν αναταξινομηθεί ως εξυπηρετούμενα, κυρίως λόγω παροχής κάποιας λύσης ρύθμισης, και στη συνέχεια βρίσκονται εκ νέου σε αθέτηση.
Συγκριτικά με την προηγούμενη στοχοθεσία οι τράπεζες έχουν θέσει σαφώς πιο φιλόδοξους στόχους σχετικά με τη μείωση των ΜΕΔ. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο των τριάμισι ετών από τον Ιούνιο του 2016 έως το Δεκέμβριο του 2019 οι τράπεζες στόχευαν σε μείωση 40%, ενώ για την περίοδο των τριάμισι ετών μεταξύ Ιουνίου 2018 και Δεκεμβρίου 2021 η αντίστοιχη μείωση αναμένεται να φθάσει στο 62%.
Η πιο φιλόδοξη στοχοθεσία σχετίζεται τόσο με την αναμενόμενη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών (συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων για την πορεία των τιμών των ακινήτων) όσο και με το πιο ευνοϊκό θεσμικό περιβάλλον για τη διαχείριση των ΜΕΔ που έχει διαμορφωθεί μετά την άρση αρκετών σχετικών εμποδίων (π.χ. ταχύτερη διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων, επιτάχυνση πλειστηριασμών κ.ά.).
Παρατηρείται επίσης ότι, σε σχέση με την προηγούμενη στοχοθεσία, οι τράπεζες μεταθέτουν το βάρος της μείωσης των ΜΕΔ στις πωλήσεις, όπου στοχεύουν σε σημαντική αύξηση, συγκριτικά με τις ρευστοποιήσεις οι οποίες έχουν αναθεωρηθεί σε χαμηλότερο επίπεδο.
Στη διαφοροποίηση της στρατηγικής των τραπεζών έχει συμβάλει μεταξύ άλλων και η ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς μέσω της αδειοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος σημαντικού αριθμού εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.